Προ ετών, στην παραθαλάσσια πόλη Ονφλέρ της Νορμανδίας. Περπατώντας, βρεθήκαμε μπροστά σε μια μικρή σοκολατερί. Η βιτρίνα της άστραφτε σαν βιτρίνα κοσμηματοπωλείου. Αποφασίσαμε να κάνουμε την αμαρτία του μήνα. Και στο εσωτερικό η πολυτέλεια ήταν εντυπωσιακή. Και η κυρία που μας υποδέχθηκε, ντυμένη υπέρκομψα και αυστηρά όπως η Κέιτ Μίντλετον στις επίσημες εμφανίσεις της, περισσότερο παρέπεμπε σε εστεμμένη παρά σε πωλήτρια. Κρατώντας στο ένα χέρι ένα δισκάκι και στο άλλο μια μικρή τσιμπίδα άρχισε να συγκεντρώνει τα σοκολατάκια που επιλέγαμε, αφού προηγουμένως μας εξηγούσε τι περιείχαν: «Αυτό είναι με πραλίνα φουντουκιού και fleur de sel, αυτό με κακάο Μαδαγασκάρης και κουαντρό, το διπλανό έχει ως βάση την γκοφρέτα και από πάνω…». Τα θυμάμαι και συγκινούμαι! Επιλέξαμε καμιά δεκαριά σοκολατάκια (θέλαμε, βεβαίως, να τα δοκιμάσουμε όλα). Τα συσκεύασε προσεκτικά σε ένα υπέροχο κουτάκι. Το τύλιξε με ένα επίσης υπέροχο χρωματιστό χαρτί που είχε την αίσθηση του μεταξιού. Επρόκειτο για τα πιο ακριβά σοκολατάκια που είχαμε αγοράσει στη ζωή μας, γνωρίζαμε όμως πως θα δοκιμάζαμε κάτι σπέσιαλ. Ο,τι πληρώνεις παίρνεις, όχι; Οχι πάντα. Οταν τις προάλλες μπήκα σε ένα πολυδιαφημισμένο café του κέντρου της Αθήνας, θυμήθηκα και νοστάλγησα τις πολυτέλειες στην Ονφλέρ και την κυρία με την α λα Μίντλετον εμφάνιση. Βιαστική και διεκπεραιωτική, η κοπέλα που με εξυπηρέτησε προσπέρασε το χαμόγελό μου, έκοψε μια φλούδα από κέικ – φλούδα ήταν, όχι κομμάτι -, πήρε και ένα μικρό μπισκότο με σοκολάτα, τα παράχωσε σε μια χάρτινη σακούλα σαν αυτές που χρησιμοποιούν οι κουλουράδες και οι μανάβηδες στον δρόμο, χωρίς καν να μου δώσει μία χαρτοπετσέτα, και με έστειλε στο ταμείο. Πλήρωσα επτάμισι ευρώ! Τεσσεράμισι για το (δείγμα) κέικ και νομίζω τρία ευρώ για το μπισκοτάκι. Δεν κατάλαβα αν μου χρέωσε και την… οικολογική συσκευασία, δηλαδή τη χαρτοσακούλα. Ξαφνικά η σοκολατερία-κοσμηματοπωλείο της Ονφλέρ μού φάνηκε πιο οικονομική. Επιπλέον, το αδιάφορο σέρβις αδικούσε ένα μαγαζί που διαφημίζεται ως μία από τις must try προτάσεις της νέας εποχής. Βγήκα με τη χαρτοσακούλα στο χέρι, λες και είχα αγοράσει κρεμμύδια για στιφάδο, και με τη σκέψη πως: Η ελκυστική εμφάνιση και η επιμελημένη/ευγενική συμπεριφορά έχουν την ίδια (συχνά και μεγαλύτερη) σημασία με την ποιότητα του παρεχομένου προϊόντος. Οχι; Οταν αγοράζεις φύκια για μεταξωτές κορδέλες, γνωρίζοντας πως θα πονέσει η τσέπη σου, περιμένεις τουλάχιστον να σε φροντίσουν, να σε παραμυθιάσουν στο περιτύλιγμα, στο χαμόγελο, στην υποδοχή και στον αποχαιρετισμό. Είναι και αυτό μέσα στους όρους του παιχνιδιού. Αλλιώς γιατί να μοσχοπληρώσεις τα μοδάτα café με τα «μπισκουί με διπλή ελβετική σοκολάτα και ανθό αλατιού;» και να υποστείς και τη βαριά διάθεση της πωλήτριας που θεωρεί πως σου κάνει χάρη; Την προσπερνάς κι εσύ με χάρη, μπαίνεις στο απέναντι σουπερμάρκετ, παίρνεις ένα κουτί συσκευασμένα μπισκότα του ενός ευρώ (ή την προσφορά των τριών κουτιών με το τρίτο δώρο) και καλοφάγωτα. Αν τα θέλεις οπωσδήποτε γκουρμέ, μπορείς πάντα να τα πασπαλίσεις με λίγο αλάτι Μεσολογγίου. Πρακτικές λύσεις.