Δεν χωρά καμία αμφιβολία ότι το «Μάτα Χάρι» (το οποίο στη μαλαϊκή γλώσσα σημαίνει «ήλιος», «μάτι της αυγής») παραμένει το πιο διάσημο ψευδώνυμο γυναίκας κατασκόπου στην Ιστορία, αλλά και από τα πλέον εμβληματικά ονόματα στον χώρο του θεάματος. Επομένως, μια αναδρομή σε ενδιαφέρουσες κινηματογραφικές και τηλεοπτικές περιπέτειες με πρωταγωνίστριες γυναίκες κατασκόπους, με αφορμή και την πρόσφατη εγχώρια επικαιρότητα, δεν θα μπορούσε παρά να αρχίσει από αυτή τη θρυλική φυσιογνωμία του 20ού αιώνα και να φτάσει ως τις μέρες μας, όπου βλέπουμε τη γυναίκα κατάσκοπο να εξακολουθεί να διαπρέπει, τόσο στη μυθοπλασία όσο και στην πραγματική ζωή. Nωπή παραμένει ακόμα στη μνήμη η εικόνα της αμερικανίδας σούπερσταρ Τζένιφερ Λόρενς που το 2018 υποδύθηκε μια ρωσίδα κατάσκοπο την εποχή του Ψυχρού Πολέμου στο «Κόκκινο Σπουργίτι» (Red Sparrow). Στην ταινία, η μπαλαρίνα Ντομίνικα Εγκόροβα στρατολογείται από μια ρωσική υπηρεσία πληροφοριών ονόματι «Σχολή των Σπουργιτιών» και αναγκάζεται να χρησιμοποιήσει το σώμα της ως όπλο προκειμένου να πετύχει τον στόχο της (να αποσπάσει πληροφορίες ύψιστης σημασίας από έναν πράκτορα της CIA). Αίσθηση είχε προκαλέσει και η τηλεοπτική σειρά «The Americans» (2013-2018), με θέμα τη δράση δύο ρώσων κατασκόπων (τους υποδύθηκαν η Κέρι Ράσελ και ο Μάθιου Ρις) στις ΗΠΑ της δεκαετίας του 1980, όπου παρίσταναν το παντρεμένο ζευγάρι αποσπώντας πληροφορίες για λογαριασμό της υπηρεσίας τους.
Γκάρμπο, Μπέργκμαν και… Hitch
Πίσω όμως στην αρχετυπική γυναίκα-κατάσκοπο. Η ιστορία της Μάτα Χάρι, κατά κόσμον Μαργκαρέτα Τσέλε, η οποία στη διάρκεια του Α’ Παγκoσμίου Πολέμου συνεργάστηκε με τους Γερμανούς στη Γαλλία, χώρα στην οποία τελικά συνελήφθη με την κατηγορία του διπλού κατασκόπου κατά συρροή και εκτελέστηκε το 1917, έχει φιλοξενηθεί πολλές φορές στην μεγάλη (αλλά και στη μικρή) οθόνη· από την εποχή της Δανής Αστα Νίλσεν (1920) στον βωβό κινηματογράφο, ως την ταινία του 1985, με την Ολλανδή Σίλβια Κριστέλ στον ομώνυμο ρόλο, στην αισθησιακή ταινία του Κέρτις Χάρινγκτον όπου η πάλαι ποτέ «Εμανουέλα» υποδύθηκε την αινιγματική συμπατριώτισσά της. Παρ’ όλα αυτά, η εκδοχή του 1931 σε σκηνοθεσία Τζορτζ Φιτζμόρις, με την Γκρέτα Γκάρμπο στον ρόλο της κατασκόπου, παραμένει, χωρίς καμία αμφιβολία, η καλύτερη όλων χάρη στον μοναδικό μαγνητισμό που εκπέμπει η σουηδή βαμπ. Από την εναρκτήρια σκηνή της ταινίας, ο θεατής γίνεται μάρτυρας της ποινής θανάτου της Χάρι/Τσέλε για κατασκοπεία εν καιρώ πολέμου και στη συνέχεια η ιστορία ξεδιπλώνεται σαν ένα μεγάλο φλας μπακ, με την Γκάρμπο να φτιάχνει μια τέλεια ηρωίδα ισορροπώντας σαν αίλουρος ανάμεσα στη σαγηνευτική χορεύτρια και την κυνική κατάσκοπο. Η Μάτα Χάρι της Γκάρμπο είναι ένα τόσο σαγηνευτικό, ελκυστικό και συναρπαστικό πλάσμα που άνδρες κάθε ηλικίας -έφηβοι, ώριμοι, μεσήλικοι και ηλικιωμένοι – θαρρείς ότι υπνωτίζονται από τη γοητεία του. Εξάλλου, η πραγματική Μάτα Χάρι υπήρξε ερωμένη περισσότερων του ενός ανδρών, οπότε στη μυθοπλασία υπήρχε χώρος ώστε να γίνει και ερωμένη του ρώσου στρατιωτικού ακολούθου στο Παρίσι, του στρατηγού Σούμπιν, από τον οποίο αντλεί πολύτιμες πληροφορίες. Το πραγματικά ενδιαφέρον στοιχείο της ταινίας είναι ότι εμμένει στην εκ φύσεως ασυνήθιστη ευφυΐα της Χάρι, η οποία, ενώ διασκεδάζει με τη δουλειά της για λογαριασμό των μυστικών υπηρεσιών, επιλέγει να είναι ερωμένη του… εαυτού της και έτσι γενικά καταφέρνει περισσότερα από όσα θα μπορούσε ακολουθώντας απλώς εντολές! Και ίσως να μην είναι καθόλου τυχαίο που, ακριβώς λόγω αυτής της προκλητικότητας την οποία η Γκάρμπο εκπέμπει, στην εποχή της η «Μάτα Χάρι» αντιμετώπισε σοβαρά ζητήματα λογοκρισίας στις ΗΠΑ εξαιτίας του διαβόητου «Κώδικα Χέιζ». Ενδεικτικά, όταν το 1936 έγινε μια προσπάθεια για επαναπροβολή της, η διανομή της απαγορεύθηκε (επετεύχθη ωστόσο τρία χρόνια αργότερα).
Αρκετά χρόνια μετά τη Μάτα Χάρι, η εθνικοσοσιαλιστική ιδεολογία είχε γίνει πραγματικότητα και η επέκταση του ναζισμού είχε προβληματίσει αρκετά έναν σκηνοθέτη ο οποίος δεν χρειάζεται συστάσεις. Ο λόγος για τον Αλφρεντ Χίτσκοκ. Ο κορυφαίος βρετανός δημιουργός σκηνοθέτησε θρίλερ κατασκοπείας τόσο στην πατρίδα του – «Τα 39 σκαλοπάτια» (1935), «Μυστικός πράκτορας» (1936) και «Η κυρία εξαφανίζεται» (1938) – όσο και στην Αμερική, όπου πήγε στα τέλη της δεκαετίας του 1930 για να γυρίσει τη «Ρεβέκκα» (1940). Ο «Ξένος ανταποκριτής» (ή «Πριν από τη θύελλα», 1940) και η «Υπόθεσις Νοτόριους» (1946) είναι οι πιο γνωστές ταινίες κατασκοπείας που θα γύριζε στις ΗΠΑ και το «Notorious» είναι ίσως η πιο διασκεδαστική όλων, καθώς για να κατασκοπεύσει με αποτελεσματικότητα τον πρώην ναζιστή (Κλοντ Ρέινς) που η αμερικανική κυβέρνηση καταδιώκει η Αλίσια Χάμπερμαν, την οποία υποδύεται σε μια από τις καλύτερες στιγμές της η Ινγκριντ Μπέργκμαν, τον… παντρεύεται! Είναι άραγε σύμπτωση που όπως η Γκάρμπο έτσι και η Μπέργκμαν ήταν Σουηδή; Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι επειδή αιτία του κακού στο σενάριο του «Νοτόριους» ήταν το ουράνιο, ο Χίτσκοκ, σύμφωνα μάλιστα με προσωπική μαρτυρία του, στα γυρίσματα της ταινίας βρισκόταν υπό παρακολούθηση από το… FBI!
Βρετανίδες με πυγμή
Μεσούντος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στη Βρετανία, ο ρόλος των γυναικών κατασκόπων ή ακόμα και των απλών υπαλλήλων σε μυστικές υπηρεσίες υπήρξε εξίσου σημαντικός με εκείνον των ανδρών. Ιδιαίτερα η δράση των γυναικών που κατά τη διάρκεια του Πολέμου αφοσιώθηκαν στην προσφορά υπηρεσιών προς τις βρετανικές Επιχειρήσεις Ειδικών Αποστολών (Special Operations Executive/SOE) ανέκαθεν έχαιρε σεβασμού από τον κινηματογράφο και τη λογοτεχνική δημιουργία. Αν κάτι έφερε τη SOE ένα βήμα μπροστά από τις υπόλοιπες μυστικές υπηρεσίες του Ηνωμένου Βασιλείου ήταν ότι δεν δίστασε να παραχωρήσει σε γυναίκες καθήκοντα που ως τότε ανήκαν, παραδοσιακά, σε άνδρες. Και όχι μόνο σε θέσεις γραφείου. Ενα χαρακτηριστικό (αν όχι το πιο χαρακτηριστικό) παράδειγμα είναι η ταινία «Σάρλοτ Γκρέι» του 2001. Με «οδηγό» το ομότιτλο μπεστ σέλερ του Σεμπάστιαν Φοκς, η σκηνοθέτρια Γκίλιαν Αρμστρονγκ συνδυάζει το ρομάντσο με την περιπέτεια κατασκοπείας μέσα από τις δραματικές καταστάσεις που η σκωτσέζα ηρωίδα του τίτλου (Κέιτ Μπλάνσετ) βιώνει ενώ προσπαθεί να παίξει σωστά τον ρόλο της μεσάζοντος ανάμεσα στις μυστικές υπηρεσίες της χώρας της και την τοπική Αντίσταση εν έτει 1942. Ως γνωστόν, εκείνη την εποχή η Νότια Γαλλία τύποις διοικούνταν ακόμη από τους Γάλλους, αν και επί της ουσίας βρισκόταν υπό την επίβλεψη των Γερμανών.
Σε πλείστες περιπτώσεις, γυναίκες αναλάμβαναν αποστολές στο «πεδίο» ή διατηρούσαν επιτελικά καθήκοντα στους θαλάμους επιχειρήσεων, όπως το στέλεχος στον γαλλικό τομέα της SOE Βέρα Ατκινς (αν και ποτέ στην ιστορία της εν λόγω υπηρεσίας γυναίκα δεν κατέκτησε θέση στη διεύθυνση ή στα υψηλότερα κλιμάκια). Ακόμα και στις υπηρεσίες γραφείου, όμως, η συμβολή των αφανών ηρωίδων υπήρξε καταλυτική. Ούτως ή άλλως, χωρίς την ισορροπημένη συνεργασία εκατοντάδων τηλεγραφητριών, η SOE δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει ποτέ, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις οι συνδιαλέξεις τους στον ασύρματο ήταν τόσο επιτυχημένες που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην πορεία του πολέμου. Για παράδειγμα, χωρίς τη συμβολή των ασυρματιστριών η Ιταλία ίσως να μην είχε αλλάξει πλευρά το 1943, όπως αναφέρει στο βιβλίο του με τίτλο «SOE in the Low Countries» ο Μ. Ρ. Ντ. Φουτ όταν αναφέρεται στη δράση των γυναικών στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (ο Φουτ υπήρξε ηγετικό στέλεχος της SOE και το βιβλίο του κυκλοφόρησε στις αρχές του 2001 από τις εκδόσεις St. Ermine’s Press στην Αγγλία).
Την ίδια περίοδο με τη «Σάρλοτ Γκρέι» προβλήθηκε στις αίθουσες και ο «Κωδικός: Enigma» (2001) του Μάικλ Απτεντ, όπου η Σάφρον Μπάροουζ και η Κέιτ Γουίνσλετ υποδύονται επίσης γυναίκες μπλεγμένες στα σκοτεινά γρανάζια της κατασκοπείας. Το φιλμ αυτό στηρίζεται στο μπεστ σέλερ του Ρόμπερτ Χάρις, βρετανού συγγραφέα και πρώην δημοσιογράφου, ειδικότητα του οποίου είναι ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, καθώς πολλά μυθιστορήματά του κατασκοπευτικής «φύσης» (το «Μόναχο» είναι ένα άλλο παράδειγμα) σχετίζονται (έστω και έμμεσα) με αυτόν.
Βασισμένη σε αληθινά γεγονότα, όμως, είναι και η καλοφτιαγμένη γαλλική πολεμική περιπέτεια παλαιάς «κοπής» με τίτλο «Η αποστολή» («Female Αgents», 2008) του Ζαν-Πολ Σαλομέ. Η ιστορία της εκτυλίσσεται την άνοιξη του 1944 σε Γαλλία και Αγγλία, λίγο πριν από την απόβαση των Συμμάχων στη Νορμανδία. Πέντε γυναίκες της Αντίστασης αναλαμβάνουν τη διάσωση ενός Βρετανού που βρίσκεται στα χέρια των Γερμανών και γνωρίζει σημαντικά στοιχεία για τα σχέδια των Συμμάχων. Το φιλμ θέλει να βρει χώρο ανάπτυξης για όλες τις ηρωίδες, αν και τον πρώτο λόγο έχει η ηγέτις της ομάδας, μια αποφασιστική εκτελεστής την οποία υποδύεται η Σοφί Μαρσό. Υψηλά στάνταρ παραγωγής, ασταμάτητη δράση και διαρκείς ανατροπές προσφέρουν ένα θέαμα που ικανοποιεί, χωρίς ποτέ να ενθουσιάζει.
Μπαχ και Μποντ
Σε όλες τις ταινίες «Τζέιμς Μποντ» οι γυναίκες κατάσκοποι έχουν λόγο (αρνητικό ή θετικό, δεν έχει σημασία), όμως μόνο μία ταινία από όλες όσες έχουν γυριστεί μέχρι σήμερα έχει γυναίκα κατάσκοπο στον τίτλο της. Καμία άλλη από την «Τζέιμς Μποντ, Πράκτωρ 007: Η κατάσκοπος που με αγάπησε» («The Spy Who Loved Me», 1977), την οποία σκηνοθέτησε ο Λιούις Γκίλμπερτ την εποχή που ο Ρότζερ Μουρ βρισκόταν στα ντουζένια του ως 007. Τα ταξίδια που ο βρετανός πράκτορας θα κάνει σε Αίγυπτο, Μπαχάμες, Ταϊλάνδη, Σαρδηνία και Αυστρία στόχο έχουν την ανακάλυψη του τάνκερ «Λίπαρους» του Καρλ Στρόμπεργκ (Κουρτ Γιούργκενς), του γραφικού «κακού» αυτής της 10ης κατά σειρά ταινίας «Μποντ», που μάλιστα θεωρείται από τις καλύτερες. Ωστόσο το αντίτιμο για τον πράκτορα θα είναι η… Μπάρμπαρα Μπαχ στον ρόλο του τίτλου της ταινίας. Η Νεοϋορκέζα Μπαχ είναι η σοβιετική ταγματάρχης Αννα Αμάσοβα της KGB που κατ’ ανάγκη λόγω κοινών συμφερόντων των χωρών τους (μα και για το καλό του πλανήτη Γη) αναγκάζεται να συνεργαστεί με την ΜΙ5 και τον Μποντ. Ο ρόλος της Αμάσοβα στάθηκε «μοιραίος» για την Μπαχ, η οποία στη συνέχεια δεν έκανε ιδιαίτερη καριέρα, παρά την επιτυχία της ταινίας. Το αξιοσημείωτο είναι δε ότι η απόφαση να συμμετάσχει στο φιλμ, και όχι για τον συγκεκριμένο ρόλο, ελήφθη μόλις τέσσερις ημέρες πριν από την έναρξη των γυρισμάτων. Αφού πέρασε από οντισιόν ελπίζοντας να εξασφαλίσει απλώς μια εμφάνιση πλάι στον 007, η Μπαχ, προς έκπληξή της, είδε ότι την επέλεξαν για πρωταγωνίστρια!
Με τη ματιά του Πολ Βερχόφεν
Και εφόσον από την Ολλανδία αρχίσαμε αυτή την κινηματογραφική αναδρομή με μια επιλογή γυναικών-κατασκόπων, με την Ολλανδία θα την κλείσουμε. Αφήσαμε για το τέλος μία από τις πιο ενδιαφέρουσες ταινίες με γυναίκες μυστικές πράκτορες των τελευταίων 15 χρόνων, τη «Μαύρη λίστα» («Black Βook») του ιδιοσυγκρασιακού ολλανδού σκηνοθέτη Πολ Βερχόφεν, ο οποίος με αυτήν, το 2006, έκανε μια τριπλή επιστροφή. Πρώτον, επέστρεψε στον ίδιο τον κινηματογράφο, τον οποίο είχε αφήσει από το 2000, μετά το «Αόρατο άγγιγμα», τελευταία αμερικανική ταινία του. Δεύτερον, επέστρεψε στην πατρίδα του, την οποία είχε αφήσει για μια άνιση καριέρα στο Χόλιγουντ (από το «Robocop» του 1987 και την «Ολική επαναφορά» του 1990, ως το «Βασικό ένστικτο» του 1992 και το «Showgirls» του 1995). Και, τρίτον, επέστρεψε στην παιδική του ηλικία, γιατί η «Μαύρη λίστα» αναφέρεται στα χρόνια της γερμανικής κατοχής στην Ολλανδία, με κεντρική ηρωίδα μια Εβραία (την υποδύεται η Καρίς βαν Χάουτεν), η οποία δουλεύοντας για τους Γερμανούς βοήθησε την Αντίσταση αλλά μετά τον πόλεμο παρ’ ολίγον να πέσει θύμα λιντσαρίσματος ως συνεργάτιδα των ναζιστών. Βεβαίως, στις ταινίες του Βερχόφεν νιώθεις ότι ο σκηνοθέτης χαίρεται να αστειεύεται με το μακάβριο. Ακόμα και στη «Μαύρη λίστα», λοιπόν, πίσω από τη σοβαρότητα του θέματος, που στην ουσία είναι η προδοσία, ο Βερχόφεν κάπου μας κλείνει και το μάτι, κάνοντας χιούμορ με σεξουαλικές σκηνές α λα «Βασικό ένστικτο» που δεν κολλούν ακριβώς στην ιστορία, αλλά προβάλλουν υπέροχα τα κάλλη της 20χρονης (τότε) Βαν Χάουτεν. Ο Βερχόφεν πάντως στήριξε τη «Μαύρη λίστα» σε αληθινά γεγονότα και έκανε ιστορικές έρευνες μελετώντας πλήθος αναφορών στην εποχή. Μάλιστα, διαβάζοντας ανακάλυψε τυχαία ότι ένας παλιός του έρωτας ήταν η κόρη ενός προδότη, ο οποίος την εποχή της σχέσης τους βρισκόταν στη φυλακή και ο ίδιος ο Βερχόφεν αγνοούσε την πραγματική ταυτότητά του!