«Mυστηριώδης», «απρόσιτη», «ανεξιχνίαστη». Αλλά και «αυθόρμητη», «συνεσταλμένη», «γοητευτική». Δεν είναι παράξενο που οι συνάδελφοι της Γκρέτα Γκάρμπο διχάζονταν ως προς την προσωπικότητά της. Φανατική με την προστασία της ιδιωτικής της ζωής, η λαμπρότερη σταρ του κλασικού Χόλιγουντ επέτρεψε σε πολύ λίγους να εισέλθουν στον στενό της κύκλο. Φειδωλή με τις εμφανίσεις, τις συνεντεύξεις και την προβολή της δημόσιας εικόνας της, τροφοδότησε η ίδια τον μύθο που δημιούργησε γύρω της η κινηματογραφική βιομηχανία προκειμένου να κρυφτεί πίσω του και να ζήσει έναν όσο το δυνατόν κανονικό βίο. Ατομο με συναισθηματικές μεταπτώσεις, συχνά μελαγχολική, η Γκάρμπο πέτυχε πράγματι να αποφύγει σε ικανό για τα μέτρα της εποχής βαθμό την έκθεση – αν και όχι τη φημολογία, ούτε τη φρενίτιδα του κοινού: στο απόγειο της διασημότητάς της, στη δεκαετία του ’30, η «Γκαρμπομανία» ήταν τέτοια ώστε να απαιτείται η παρουσία της Αστυνομίας προκειμένου να τηρηθεί η τάξη στην πρεμιέρα της ταινίας «Μάτα Χάρι», ενώ ακόμη και 50 χρόνια μετά το «Garbospotting» αποτελούσε διαδεδομένο χόμπι στη Νέα Υόρκη, όπου διέμενε από το 1951. Με τα δεδομένα του σελιλόιντ, μια καριέρα μόλις 15 ετών ισοδυναμεί με διάττοντα αστέρα. Η ιδιαίτερη ακτινοβολία αυτού του μετεώρου όμως, όπως την αποτυπώνει o Ρόμπερτ Γκότλιμπ, πρώην διευθυντής του «New Yorker», στη βιογραφία του που κυκλοφόρησε στις αρχές Ιανουαρίου με τίτλο «Garbo. Her Life, Ηer Films» (εκδ. Farrar, Straus and Giroux), σημάδεψε την ιστορία του σινεμά στον 20ό αιώνα.
Γεννήθηκε στη Στοκχόλμη του 1905, τρίτο παιδί μιας οικογένειας εργατών. Στην παιδική της ηλικία ήδη οργάνωνε παραστάσεις σε δικό της σενάριο, καθοδηγώντας σκηνοθετικά τους φίλους της και αναλαμβάνοντας χρέη δασκάλου όταν αποδεικνύονταν υποκριτικά ελλιπείς: «Θα σας δείξω πώς παίζεται ένας ρόλος» ήταν η μόνιμη επωδός της. Στην εφηβεία οι θεατρικές φιλοδοξίες υποχώρησαν μπροστά στην ανάγκη να συμβάλει οικονομικά στη συντήρηση της οικογένειας. Αρχικά, άπλωνε αφρό στα πρόσωπα των πελατών πριν από το ξύρισμα στο κουρείο του Αρτουρ Εκενγκρεν κερδίζοντας 7 κορόνες την εβδομάδα. Γρήγορα όμως προσελήφθη στο PUB, το μεγαλύτερο πολυκατάστημα της Στοκχόλμης: στα 14 της χρόνια (δήλωνε 15 και φαινόταν μεγαλύτερη), η «υπάλληλος υπ’ αριθμόν 195» διακρίθηκε ως μοντέλο στο τμήμα καπέλων. Μεταπήδησε σε αντίστοιχη, υψηλότερα αμειβόμενη θέση μοντέλου για τα καταστήματα «Nordiska Kompaniet», ενώ το 1920 πέτυχε να γίνει δεκτή στη Βασιλική Δραματική Ακαδημία. Εργαζόταν ακόμη όταν έπαιξε στην ταινία μικρού μήκους «Πέτερ ο αλήτης» το 1922. Ο φίλος της και μετέπειτα κορυφαίος σκηνοθέτης Αλφ Σιόμπεργκ πίστευε ότι «δεν είχε ούτε το ελάχιστο ταλέντο». Ο τότε κορυφαίος σκηνοθέτης της Σουηδίας, ωστόσο, ο Μορίτζ Στίλερ, την είχε ήδη προσέξει, και όταν ζήτησε από την Ακαδημία «δύο άπειρα κορίτσια» για το επόμενο φιλμ του, ένα τετράωρο ιστορικό έπος βασισμένο σε μυθιστόρημα της φημισμένης νομπελίστριας Σέλμα Λάγκερλεφ, του τη σύστησαν και την ενέκρινε.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Έχετε ήδη συνδρομή;Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω
Είσοδος