Υπήρξε μια καινοτόμος καλλιτέχνις που όχι μόνο επαναπροσδιόρισε την τέχνη στη Γερμανία αλλά αμφισβήτησε και τις κοινωνικές συμβάσεις που επιβάλλονταν στις γυναίκες της εποχής της. Εννοείται ότι το έργο της παραγνωρίστηκε, αν και υπήρξε ιδρυτικό μέλος του του καλλιτεχνικού κινήματος «Der Blaue Reiter» (Ο Γαλάζιος Καβαλάρης), που έθεσε τα θεμέλια για τον γερμανικό εξπρεσιονισμό στις αρχές του 20ού αιώνα.

Η ζωή και η τέχνη της Γκαμπριέλε Μίντερ (1877-1962), βαθιά επηρεασμένες από τη σύνθετη σχέση της με τον Βασίλι Καντίνσκι (1866-1944), με τον οποίο υπήρξαν εραστές και δημιουργικοί συνοδοιπόροι, αναπόφευκτα επισκιάστηκαν από τον κορυφαίο πρωτοπόρο της αφηρημένης τέχνης. Σε έναν βαθμό, δηλαδή, γιατί οι δωρικές και τολμηρές για την εποχή γραμμές της, η ικανότητά της να αποδίδει το συναίσθημα μέσα από τη λιτότητα των μορφών και τα έντονα χρώματα, την είχαν ξεχωρίσει από τους σύγχρονούς της και την είχαν καταστήσει ένα γνωστό όνομα στη γερμανική Ιστορία της τέχνης.

Ο υπόλοιπος κόσμος θα ακολουθούσε με καθυστέρηση, τα τελευταία χρόνια δηλαδή, όπως συνέβη με πολλές γυναίκες που βρέθηκαν να δουλεύουν δίπλα σε ταλαντούχους άνδρες και η δουλειά τους παραγνωρίστηκε. Μια αναδρομική έκθεση στο Museo Nacional Thyssen-Bornemisza στη Μαδρίτη, σε συνεργασία με σημαντικούς ευρωπαϊκούς πολιτιστικούς φορείς, έρχεται να τιμήσει την κληρονομιά αυτής της καλλιτέχνιδος, με στόχο να προσφέρει μια νέα ματιά στη ζωή μια γυναίκας φιλόδοξης, επίμονης και αφοσιωμένης στην τέχνη.

Ο τίτλος της είναι «Gabriele Münter. The Great Expressionist Woman Painter» και είναι η πρώτη φορά που διοργανώνεται μια έκθεση τέτοιου μεγέθους αφιερωμένη στο έργο της στην Ισπανία. Τη συνεπιμελούνται οι Μάρτα Ρουίθ ντελ Αρμπολ (Museo Nacional Thyssen-Bornemisza), Ιζαμπέλε Γιάνσεν (Gabriele Münter and Johannes Eichner Foundation) και Ματίας Μίλινγκ (Städtische Galerie am Lenbachhaus und Kunstbau München).

«Still Life in Front of the Yellow House»

Μια καρμική, προβληματική σχέση

Ο δεσμός μεταξύ της Μίντερ και του Βασίλι Καντίνσκι υπήρξε ισχυρός αλλά όχι ανέφελος, ένα μείγμα καλλιτεχνικής σύμπραξης αλλά και αδιέξοδης συναισθηματικής έντασης. Γνωρίστηκαν όταν εκείνη επισκέφθηκε την ένωση Phalanx που είχε συνιδρύσει ο ρώσος  δημιουργός στο Μόναχο προκειμένου να διοργανώνει εκθέσεις δικές του αλλά και άλλων καλλιτεχνών – συμβολιστών, μεταϊμπρεσιονιστών αλλά και της Αρ Νουβό. Η Μίντερ αντιλήφθηκε αμέσως ότι το ελεύθερο πνεύμα της θα μπορούσε να εκφραστεί ανάμεσα σε αυτούς τους τολμηρούς καλλιτέχνες που ήθελαν να θεμελιώσουν μια νέα τάξη πραγμάτων στη συντηρητική σκηνή του Μονάχου.

Αποφάσισε λοιπόν να γραφτεί στη Phalanx School of Painting, την οποία διηύθυνε ο Καντίνσκι, και να αφήσει την Damen Akademie (Ακαδημία Κυριών) του Μονάχου, το μόνο θεσμικό εικαστικό πλαίσιο που επέτρεπε σε γυναίκες να ασχολούνται με την τέχνη εκείνη την εποχή. Ηταν 1902 και η σχέση ανάμεσα στον Καντίνσκι και τη Μίντερ, αρχικά δασκάλου – μαθήτριας, εξελίχθηκε γρήγορα σε μια βαθιά σύνδεση, βασισμένη στον αμοιβαίο σεβασμό και το κοινό πάθος για καλλιτεχνικές αναζητήσεις σε νέα φορμαλιστικά πεδία. Δεν είχε σημασία που εκείνος ήταν ήδη δέκα χρόνια παντρεμένος με μία εξαδέλφη από την πλευρά του πατέρα του, ούτε ότι η κοινωνία της εποχής αποδοκίμαζε τη σχέση τους.

Ο Καντίνσκι γοητεύτηκε από τη συγκρότηση και την αυτοπεποίθησή της και άρχισε να εργάζεται και να ταξιδεύει μαζί της σε διάφορα μέρη της Γερμανίας, της Ευρώπης και της Βόρειας Αφρικής, προκειμένου να βρουν νέες διεξόδους στη δημιουργικότητά τους. Μαζί ταξίδεψαν στο Παρίσι, όπου είχαν τη δυνατότητα να δουν τη δουλειά καλλιτεχνών όπως ο Βαν Γκογκ και ο Γκογκέν αλλά και των φωβιστών και του ηγέτη τους, Ανρί Ματίς. Προχώρησαν μάλιστα και σε (μυστικό) αρραβώνα, δίχως εκείνος να έχει χωρίσει, γεγονός που περιέπλεξε τόσο την προσωπική όσο και την επαγγελματική τους ζωή.

Ο Καντίνσκι θα χώριζε τελικά από τη γυναίκα του το 1911, όμως η δική τους ένωση δεν έμελλε να επισημοποιηθεί. Οταν ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος ταξίδεψαν μαζί στην Ελβετία αλλά εκείνος γύρισε τελικά στη Ρωσία. Από κοντά ή από μακριά, η σχέση τους κράτησε 14 χρόνια (από το 1902 έως το 1916). Τον χειμώνα του 1917 ο Καντίνσκι θα παντρευόταν μια άλλη γυναίκα, την οποία είχε γνωρίσει έξι μήνες νωρίτερα, και θα εξαφανιζόταν από προσώπου γης – τουλάχιστον όσον αφορούσε τη Μίντερ, που τον αναζητούσε εις μάτην.

Ηταν μια εξέλιξη που την οδήγησε στην απόφαση να εγκαταλείψει τη ζωγραφική για περίπου μια δεκαετία. Ωστόσο, ο τρόπος που της φέρθηκε ο Καντίνσκι δεν την εμπόδισε να επιδείξει ανωτερότητα όταν το επέβαλαν οι περιστάσεις. Οταν η δουλειά τους θεωρήθηκε «Εκφυλισμένη τέχνη» από το ναζιστικό καθεστώς, εκείνη γλίτωσε πολλά έργα δικά της και του πρώην αγαπημένου της από την καταστροφή κρύβοντάς τα στο υπόγειο του σπιτιού της στο Μουρνάου, τη μικρή πόλη στους πρόποδες των Βαυαρικών Αλπεων που είχε διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην κοινή τους πορεία και έγινε το καταφύγιό της μέχρι τον θάνατό της το 1962.

«Lane in Tunis» (1905)

Η «απόβαση» στην Ισπανία

Η αναδρομική έκθεση στο Museo Nacional Thyssen-Bornemisza στη Μαδρίτη ρίχνει φως στη ζωή και στην καριέρα της μέσα από 145 έργα (πίνακες, σχέδια, χαρακτικά, φωτογραφίες), δίνοντας έμφαση στον κρίσιμο ρόλο που έπαιξε στη διαμόρφωση του ιδιώματος του γερμανικού εξπρεσιονισμού και στη γενικότερη συμβολή της στη μοντέρνα τέχνη. Είναι οργανωμένη σε θεματικές-χρονολογικές ενότητες που αποσκοπούν να σταχυολογήσουν την καλλιτεχνική της εξέλιξη αλλά και το πρωτοποριακό δημιουργικό της αποτύπωμα.

Ξεκινά λοιπόν από τα πρώτα της βήματα, παρουσιάζοντας φωτογραφίες και αυτοπροσωπογραφίες, για να αναδειχθεί η ενασχόλησή της με την ερασιτεχνική φωτογραφία, ιδίως κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού στις Ηνωμένες Πολιτείες (1898-1900), όπου βρίσκονταν συγγενείς των γονιών της – η Μίντερ τους είχε χάσει νωρίς, τον πατέρα της στα εννέα και τη μητέρα της στα 21 της χρόνια. Ηταν κατά την περίοδο αυτή που η Μίντερ ασχολήθηκε για πρώτη φορά με τη φωτογραφία, ένα μέσο που τότε βρισκόταν ακόμη στα σπάργανα, αφότου απέκτησε μια φορητή κάμερα Kodak το 1899.

Η φωτογραφία έγινε για εκείνη μια μορφή έκφρασης και μνήμης, όχι απλώς ένα χόμπι, και αυτή η πρώιμη επαφή της με τον φακό επηρέασε τελικά τους μετέπειτα πειραματισμούς της στη ζωγραφική σύνθεση – την απλότητα, την ακρίβεια και την καθαρότητα των γραμμών, την έμφαση στο ουσιώδες – όπως και τις θεματικές που επέλεγε. Η Μίντερ αγαπούσε να ζωγραφίζει τοπία αλλά και ανθρώπους και να φέρνει στην επιφάνεια το βαθύτερο είναι τους. «Τα πορτρέτα είναι η πιο τολμηρή, η πιο δύσκολη, η πιο πνευματική και ακραία προσπάθεια για έναν καλλιτέχνη» έλεγε. Μέχρι το 1901 είχε επιστρέψει στη Γερμανία με την αποφασιστικότητα να καθιερωθεί ως μια επαγγελματίας καλλιτέχνις, ένας στόχος δύσκολος για την εποχή, τότε που οι ευκαιρίες για τις γυναίκες στις τέχνες ήταν πολύ περιορισμένες.

Από την Αμερική στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αφρική, όπου ταξίδεψε την περίοδο 1904-1908 με τον Καντίνσκι, η Μίντερ άρχισε να μεταφέρει πλέον στον καμβά αυτά που μέχρι πρότινος φωτογράφιζε: Τοπία και όψεις της καθημερινής ζωής που ζωγράφιζε εκ του φυσικού, υπό την επιρροή του ύστερου ιμπρεσιονισμού, το πρώτο βήμα προτού περάσει σταδιακά σε μια πιο τολμηρή, εξπρεσιονιστική προσέγγιση.

Στην έκθεση στην ισπανική πρωτεύουσα υπάρχει βέβαια και μια ειδική ενότητα αφιερωμένη στην περίοδο που η Μίντερ πέρασε στο Μουρνάου της Νότιας Γερμανίας, την πόλη που «ανακάλυψαν» μαζί με τον Καντίνσκι το 1908 και έγινε γι’ αυτούς ένα καταφύγιο έμπνευσης και ένας τόπος πειραματισμού. Οι αλπικές τοπιογραφίες και η λαϊκή τέχνη ενέπνευσαν τη διαρκώς εξελισσόμενη καλλιτεχνική πορεία της Μίντερ, που χαρακτηριζόταν από απλοποιημένες φόρμες και έντονα χρώματα, στοιχεία που καθόρισαν την προσφορά της στον εξπρεσιονισμό.

Το Μουρνάου υπήρξε για το ζευγάρι ένα εκκολαπτήριο ιδεών και πειραματισμού, όπου θέλησαν να ζήσουν σε επαφή με τη φύση δίχως τις ανέσεις της μεγαλούπολης και να δημιουργήσουν μια μικρή καλλιτεχνική κοινότητα: καλλιτέχνες όπως οι Αλεξέι φον Γιαβλένσκι και Μαριάνε φον Βέρεφκιν συχνά επισκέπτονταν το σπίτι τους. Η συνεργασία τους θεωρείται ότι θεμελίωσε τον γερμανικό εξπρεσιονισμό που αναδύθηκε στα νότια της χώρας.

Τα έργα που φιλοτέχνησε η Μίντερ εκείνη την περίοδο έχουν ρευστότητα, ζωηρά χρώματα και αντανακλούν την προσπάθειά της να απαγκιστρωθεί από τις ακαδημαϊκές συμβάσεις και να αφομοιώσει την αισθητική της τοπικής, λαϊκής τέχνης. Ιδίως τη ζωγραφική σε γυαλί, μια παράδοση στη συγκεκριμένη πόλη, όπου οι μορφές ήταν πριμιτίφ, με έντονα χρώματα, χωρισμένα από σκούρα, πυκνά περιγράμματα.

«Still Life in Grey» (1910)

Η γαλάζια καβαλάρισσα

Η Μίντερ ήταν κοντά στον Καντίνσκι όταν συνίδρυσε μαζί με άλλους καλλιτέχνες τη «Νέα Ενωση Καλλιτεχνών» στο Μόναχο το 1909 και διοργάνωνε ομαδικές εκθέσεις με τη συμμετοχή δημιουργών της πρωτοπορίας όπως ο Μπρακ ή ο Πικάσο. Ωστόσο παραιτήθηκε από τη θέση του προέδρου γιατί η ομάδα πήρε μια συντηρητική, άκαμπτη κατεύθυνση και μαζί με τον Φραντς Μαρκ και τη Μίντερ αλλά και άλλους καλλιτέχνες δημιούργησαν τον «Γαλάζιο Καβαλάρη» (Der Blaue Reiter, από έναν ομώνυμο πίνακα του Καντίνσκι από το 1903), μια ομάδα η οποία επίσης διοργάνωνε εκθέσεις, προωθούσε την ελευθερία έκφρασης και την εξερεύνηση των πνευματικών διαστάσεων στην τέχνη και εξέδωσε και το ομώνυμο βιβλίο με τις νέες αυτές κατευθύνσεις.

Η Μίντερ απαθανάτιζε με τη φωτογραφική της μηχανή πολλές από αυτές τις δραστηριότητες. Οι συνεισφορές της στον «Γαλάζιο Καβαλάρη» υπήρξαν κρίσιμες, όμως το έργο της συχνά επισκιαζόταν από τους άνδρες συναδέλφους της, συμπεριλαμβανομένου του Καντίνσκι. Παρ’ όλα αυτά, εκείνη συνέχισε ακάθεκτη, δημιουργώντας έργα που αντικατόπτριζαν τη μοναδική της οπτική, μια μορφή έκφρασης που ανταποκρινόταν σε αυτό που ο Καντίνσκι όριζε ως «εσωτερική ανάγκη».

Μια γνήσια ατομική μορφή έκφρασης που οδήγησε όλα τα μέλη της ομάδας να αναπτύξουν από ένα διαφορετικό στυλ, κι ας μοιράζονταν κοινές πηγές έμπνευσης: την ευρωπαϊκή λαϊκή κουλτούρα, την τέχνη άλλων ηπείρων αλλά και τα γαλλικά κινήματα αφηρημένης τέχνης. Η Μίντερ συνέλεγε παιδικές ζωγραφικές προσπαθώντας να ανακτήσει τη χαμένη αθωότητα της ματιάς της. Ηταν κάτι που θεωρούσε θεμελιώδες για την καλλιτεχνική της εξέλιξη και παρότι ήταν ουσιαστικά μια αναπαραστατική ζωγράφος, έφτασε πολλές φορές κοντά στην αφαίρεση.

Η αναγνώριση για τη Μίντερ θα ερχόταν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μάλιστα το 1957, τη χρονιά δηλαδή που συμπλήρωσε τα 80 της χρόνια, δώρισε την ανεκτίμητη συλλογή και το αρχείο της στην πόλη του Μονάχου, προσφέροντας έτσι στις επόμενες γενιές μια πολύτιμη παρακαταθήκη για τον πρώιμο γερμανικό εξπρεσιονισμό. Αυτή η προσφορά επισφράγισε τον ρόλο της στη διατήρηση της καλλιτεχνικής κληρονομιάς των συγχρόνων της, αλλά υπογράμμισε και τον δικό της καθοριστικό ρόλο στο κίνημα.

INFO «Gabriele Münter. The Great Expressionist Woman Painter»: Museo Nacional Thyssen-Bornemisza, Μαδρίτη, έως τις 9 Φεβρουαρίου 2025.