Ο Γιώργος Τατάκης αγκαλιάζει τον ελληνικό πολιτισμό, έχοντας στο ενεργητικό του μια φωτογραφική σπουδή στις γυναικείες ελληνικές τοπικές ενδυμασίες αλλά και στην ιστορικότητα του ενδύματος μέσω του πρότζεκτ «Καρυάτις».
Επιβλητικές, δωρικές και συνάμα συναισθηματικές εικόνες από κάθε γωνιά της Ελλάδας. Ασπρόμαυρες λήψεις που μας καλούν να ενεργοποιήσουμε μνήμες και φαντασία.
Μέσα από τη σύγχρονη ματιά του πολυβραβευμένου φωτογράφου ανακαλύπτουμε (ξανά) τον πλούτο που υπάρχει από τόπο σε τόπο. Οι λήψεις του Τατάκη έχουν αποκτήσει λαογραφική χρήση και αξία, καθώς συμπεριλαμβάνονται ως υποστηρικτικό υλικό σε φακέλους του αρχείου της Αϋλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO.
Πότε και πώς ξεκινά η σχέση σας µε τη φωτογραφία;
Δεν ξέρω. Δηλαδή δεν είμαι σίγουρος ποιο ήταν ακριβώς το πρώτο κίνητρο. Ίσως ότι θυμάμαι τη μητέρα μου να έχει πάντα μαζί της μια Kodak τραβώντας συνέχεια φωτογραφίες, κάτι όχι τόσο συνηθισμένο τη δεκαετία του ’80.
Μπορεί και το γεγονός ότι στη γειτονιά όπου μεγάλωσα, μέσα στο ποδηλατάδικο του παππού μου στην Καλλιθέα, είχαμε έναν γείτονα που εμφάνιζε φιλμ, νοικιάζοντας παράλληλα βιντεοκασέτες.
Μου έκανε εντύπωση η διαδικασία εμφάνισης φωτογραφιών και το μυστήριο της προσμονής, παρότι ο γαλλοτραφής κ. Τόνι ήταν πλέον εκμοντερνισμένος, με υπεραυτόματα μηχανήματα – εμφάνιση φιλμ σε μία ώρα (!).
Παιδιόθεν είχα μια ιδιαίτερη κλίση προς τις τέχνες και, όπως στο δημοτικό επέμενα να πάρω ένα πιάνο από αδιευκρίνιστη μέχρι στιγμής αιτία, έτσι αντίστοιχα κατάφερα να αγοράσω την πρώτη Kodak με το χαρτζιλίκι μου στα 16 – από τον κ. Τόνι φυσικά. Στην πρώτη εμφάνιση, μάλιστα, μου είπε ότι «έχω μάτι», ίσως από ευγένεια, αν κι εγώ το πήρα τοις μετρητοίς.
Μέχρι και σήμερα δεν είμαι ακόμη σίγουρος αν είμαστε καλοί σε ό,τι έχουμε κλίση ή εάν έχουμε κλίση σε αυτό που μας λένε ότι είμαστε καλοί. Kαι το πιάνο σε καλό βγήκε.
Ένα χόµπι που γίνεται επάγγελµα; Πόσο εύκολο µπορεί να είναι αυτό στην Ελλάδα;
Καθόλου. Έτσι τουλάχιστον πίστευα την εποχή που αφήσαμε προηγουμένως, γι’ αυτό κι εγώ πήγα και σπούδασα ηλεκτρολόγος μηχανικός στο Εδιμβούργο, πήρα Μάστερ, ξεκίνησα και ένα διδακτορικό στον Δημόκριτο, αλλά μου φάνηκε ότι είχα πάρει πολλή φόρα, οπότε το εγκατέλειψα ύστερα από έναν χρόνο για να βγω στην αγορά εργασίας.
Εργάστηκα για 10 χρόνια ως μηχανικός, μέχρι τη στιγμή που άφησα άναυδους τους προϊσταμένους μου: «Αποφάσισα να γίνω φωτογράφος». Μην έχουμε αυταπάτες ότι μπορείς να κάνεις το χόμπι σου, κάποιος να σε «ανακαλύψει» και να πετύχεις. Αυτές οι εποχές έχουν παρέλθει.
«Μου φαίνεται εντυπωσιακό το γεγονός ότι με μερικές μαύρες κουκκίδες μπορείς να μιλήσεις για τόσο πολλά».
Η λίστα προσφοράς δημιουργών σήμερα είναι αστείρευτη. Χρειάζεται μια συνολική προσέγγιση και πολλές επιπλέον δεξιότητες για να διαχειριστείς τη δημιουργία σου ως επιχείρηση.
Η Ελλάδα δεν μου φταίει σε τίποτε. Ίσως σε κάποιες άλλες χώρες να είναι λίγο πιο εύκολο, σίγουρα όμως σε πολλές άλλες είναι πολύ δυσκολότερο. Εύκολο, δύσκολο, δεν ξέρω· σίγουρα πάντως πιο ευτυχές.
Δεν δουλεύω πια, δεν θέλω να πάω διακοπές – εξάλλου δεν έχω από κάτι να διακόψω –, μέχρι που καμιά φορά έχω τύψεις, συνηθισμένος από το στερεότυπο ότι η εργασία πρέπει να σε ταλαιπωρεί ούτως ώστε να έχεις κάτι για να διαμαρτύρεσαι στους φίλους σου. Έχω βρει όμως λύση· διαμαρτύρομαι όταν δεν δουλεύω.
Η αγάπη για την παράδοση ήταν και παραµένει ο κεντρικός άξονας της δουλειάς σας.
Μέχρι στιγμής τουλάχιστον. Δεν έχω πετριά με την παράδοση, σε αυτήν όμως έχω βρει πλούσιο θέμα για τις φωτογραφικές μου αναζητήσεις. Προσπάθησα να βρω κάτι που να βρίσκεται κοντά μου για να ελέγχω ευκολότερα τα έξοδά μου και στη συνέχεια κατάφερα να το προβιβάσω σε φωτογραφική εμμονή.
Στη φωτογραφία η ίδια η δουλειά οδηγεί τη θεματική σου. Έχω την πεποίθηση ότι πρέπει να ξεκινάς μέσα σε ένα ελκυστικό περιβάλλον χωρίς να το πολυσκεφτείς και φωτογραφίζοντας βρίσκεις τελικά τον δρόμο σου. Οι παραδόσεις της Ελλάδας ήταν κάτι που μου προκαλούσε νοσταλγία τα χρόνια που έλειπα στη Γηραιά Αλβιώνα, οπότε ξεκίνησα από εκεί.
Τι είναι αυτό που σας γοητεύει στην εικόνα του παρελθόντος, την οποία όµως κατορθώνετε να διασυνδέσετε µε το παρόν και – γιατί όχι; – µε το µέλλον;
Η φωτογραφία είναι ένα μέσο άρρηκτα συνδεδεμένο με τη μνήμη. Οι περισσότεροι άνθρωποι φωτογραφίζουν για να κρατήσουν στιγμές στη μνήμη τους: μια επιβεβαίωση ότι τις έζησαν.
Όμως αυτοί που κοιτούν τις φωτογραφίες των άλλων ενδιαφέρονται περισσότερο να δουν στιγμές κατά τις οποίες δεν ήταν παρόντες – ουσιαστικά μια ματιά μέσα από μια κλειδαρότρυπα –, κάτι για αυτούς «κρυφό». Ηθελημένα προσπαθώ να δημιουργώ άχρονες φωτογραφίες, ως μια «κρυφή» ματιά στο παρελθόν της Ελλάδας.
Κεφάλαιο γυναικείες ελληνικές τοπικές ενδυµασίες. Τι είναι αυτό που σας τράβηξε και τελικά σας µαγνήτισε;
Πρόκειται για τη φυσική εξέλιξη της δουλειάς μου. Έπειτα από μερικά χρόνια και αρκετά δρώμενα, πανηγύρια, τελετουργίες και λιτανείες, παρατήρησα ότι δεν με ενδιέφερε να φωτογραφίζω όσους φορούσαν απλά, καθημερινά ρούχα.
Εστίαζα περισσότερο σε φορεσιές, περίεργες στολές κ.ο.κ. Με αυτό ως δεδομένο, ανακάλυψα τον πλούτο των τοπικών ενδυμασιών και στράφηκα προς τα εκεί. Προτιμώ τις γυναικείες λόγω της ευκρινέστερης ποικιλομορφίας τους.
Μιλήστε µας για το πρότζεκτ «Καρυάτις» (Caryatis).
Έτσι ονομάζεται η φωτογραφική σπουδή στις γυναικείες τοπικές ενδυμασίες. Ξεκίνησε όταν μετέφερα την έκθεση «Ηθος» από το Μουσείο Μπενάκη στην Γκρας (σ.σ.: πολύ κοντά στις Κάννες).
Ούσα μία από τις βασίλισσες των αρωμάτων στη Γαλλία, η Agnès Costa, πρόεδρος του οίκου και κατ’ επέκταση του Μουσείου Fragonard που θα φιλοξενούσε την έκθεση, ζήτησε να εστιάσουμε στις γυναικείες ενδυμασίες. Εκεί είχα για πρώτη φορά την ιδέα για το πρότζεκτ.
«Είχα δαιµονοποιήσει τη στηµένη φωτογραφία» έχετε δηλώσει. Ποια ήταν η αφορµή που σας έκανε να αναθεωρήσετε;
Αφορμή στάθηκε η επίσκεψη σε μια έκθεση στο Λονδίνο. Εκεί είχα βρεθεί για τα εγκαίνια μιας υπαίθριας έκθεσης στο King’s Cross που διοργάνωσε το Αυστριακό Φόρουμ με την Κομισιόν και φιλοξενούσε μία φωτογραφία από κάθε κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η Ελλάδα συμμετείχε με μια φωτογραφία μου από την Όλυμπο της Καρπάθου. Μια από τις εκθέσεις που επισκέφθηκα κατά την παραμονή μου ήταν αυτή της Αλεξ Πρέιτζερ στο Photographers’ Gallery στο Soho, στην οποία μού έκαναν εντύπωση οι πολυπληθείς και περίπλοκες φωτογραφίες της.
Ενώ αναρωτιόμουν για το πώς βρήκε τόσο ενδιαφέρουσες σκηνές, ένα παρασκηνιακό βίντεο στο τέλος της έκθεσης αποκάλυψε ότι όλα αυτά ήταν κινηματογραφικά σετ με ηθοποιούς επιμελημένους από στυλίστες. Αυτό ήταν το σημείο καμπής για εμένα. Τελικά κατέληξα στο ότι το μήνυμα έχει σημασία και όχι ο τρόπος εκτέλεσής του.
Το πρότζεκτ «Καρυάτις» έχει αγαπηθεί εντός και εκτός Ελλάδας, µε τις διακρίσεις να έρχονται η µία µετά την άλλη. Πόσα διεθνή βραβεία έχει αποσπάσει;
Είκοσι δύο μέχρι στιγμής. Συμμετείχα σε κάποιους διαγωνισμούς περισσότερο για να προσθέσω τυχόν αποτελέσματα στο βιογραφικό μου και τελικά το έργο απέσπασε βραβεία σχεδόν από όλους. Το πρώτο βραβείο μάλιστα το πληροφορήθηκα επειδή μου έστελναν συγχαρητήρια χωρίς να ξέρω τι ακριβώς συμβαίνει. Μετά άρχισα να παρακολουθώ τα αποτελέσματα.
«Η φωτογραφία είναι ένα μέσο άρρηκτα συνδεδεμένο με τη μνήμη».
Το «Καρυάτις» αποτελεί τη µετεξέλιξη του «Ήθους», του προηγούµενου πρότζεκτ σας. Ποιες οι διαφορές τους;
Στο μεν «Ήθος» φωτογράφιζα αυθόρμητες στιγμές κατά τη διάρκεια παραδοσιακών δρώμενων ανά την Ελλάδα, ενώ στο δε «Καρυάτις» φωτογραφίζω πλήρως σκηνοθετημένες σκηνές με αφορμή τις γυναικείες ενδυμασίες στον τόπο τους.
Προσπαθώ να είμαι συνεπής στην εθνογραφική αξία του έργου, γι’ αυτό συνεργάζομαι με το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο και με επιστημονικούς συμβούλους για την πιστότητα των ενδυμάτων.
Και η διαχρονική επιλογή του ασπρόµαυρου αντί του έγχρωµου φιλµ;
Θεωρώ ότι ο φωτογράφος πρέπει να επιλέγει ή το ένα ή το άλλο, τουλάχιστον όσον αφορά ένα συγκεκριμένο πόνημα. Πρόκειται για δύο ριζικά διαφορετικές προσεγγίσεις, στη δική μου αντίληψη, εξίσου διαφορετικές με τη σύγκριση ενός ζωγράφου και ενός γλύπτη.
Δεν έχω προκατάληψη υπέρ της μιας ή της άλλης, τις βρίσκω ισάξιες, απλώς διαφορετικές. Το ασπρόμαυρο αποτελεί μια υπερρεαλιστική αποτύπωση στην οποία καλείται να συμμετέχει ο θεατής με τη φαντασία του συμπληρώνοντας τα χρώματα. Μου φαίνεται εντυπωσιακό το γεγονός ότι με μερικές μαύρες κουκκίδες μπορείς να μιλήσεις για τόσο πολλά.
«Throw away your camera & become a photographer«, κάπως παράδοξος τίτλος για βιβλίο, ειδικά όταν ο συγγραφέας του είναι φωτογράφος.
Στα πρώτα βήματα ενός φωτογράφου δημιουργείται η ιδέα ότι καλύτερος εξοπλισμός σημαίνει καλύτερες φωτογραφίες. Αυτό συμβαίνει, αφενός, γιατί αποτελεί το βασικό αφήγημα των εταιρειών, οι οποίες, όπως είναι φυσικό, θέλουν να πουλήσουν περισσότερες μηχανές, και, αφετέρου, επειδή οι πρώτες φωτογραφίες που βγάζουμε δεν είναι τόσο καλές, οπότε το αποδίδουμε στον εξοπλισμό.
Όπως με το να αγοράσεις ένα ακριβό μολύβι δεν θα γίνεις ξαφνικά Ελύτης, έτσι και η μηχανή δεν κάνει τον φωτογράφο. Αυτό είναι που προσπαθώ να εμφυσήσω στους αναγνώστες, συμπυκνώνοντας γνώση που θα ήθελα να είχα κι εγώ όταν ξεκινούσα.
Το δεύτερο βιβλίο σας είναι ένα φωτογραφικό λεύκωµα και αφορά την παράδοση της Ολύµπου Καρπάθου. Έχω την αίσθηση ότι ο τόπος αυτός έγινε για εσάς πατρίδα µέσα στην πατρίδα.
Εκεί πραγματοποίησα ένα από τα μακρύτερα οδοιπορικά μου, πρόκειται για έναν τόπο που αποτελεί από τους τελευταίους πυλώνες των ζωντανών μας παραδόσεων, κυρίως λόγω της γεωγραφικής του απομόνωσης. Το λεύκωμα, εκτός από φωτογραφίες, εμπεριέχει και την εμπειρική μου αφήγηση σχετικά με τα έθιμα κατά τους κύκλους της ζωής και του χρόνου της Ολύμπου.
Επόµενα φωτογραφικά σχέδια;
Το έργο που έχω ξεκινήσει να δουλεύω, μια και το «Καρυάτις» οδεύει προς το τέλος του, είναι το «Chorōs». Προσπαθώ να εξετάσω την ποιότητα της ομορφιάς του απέριττου που συναντάμε συχνά ανά την Ελλάδα, ενώ παράλληλα είναι και μια σπουδή στον ρυθμό και τη μουσική που εμπεριέχονται σε κάθε εικαστική σύνθεση. Βρίσκεται ακόμη στην αρχή και θα δείτε περισσότερα στο προσεχές μέλλον.