«Η σχέση μου με τη γραφή ξεκινά με την αντιγραφή. Στο Δημοτικό αντέγραφα όλα τα ποιήματα που μου άρεσαν, με επίμονη επιστροφή στον «Υμνο εις την Ελευθερίαν». Oλον βέβαια – και τις 158 στροφές. Απέκτησα έτσι μια συνήθεια. Oταν επιχειρούσα να γράψω ένα ποίημα, θεωρούσα πως αντιγράφω ένα ποίημα που ήταν ήδη καμωμένο μέσα μου. Aρα έπρεπε να το φτιάξω. Γι’ αυτό πιστεύω πως ποίηση που δεν μπορεί να αρθρωθεί μελωδικά δεν μπορεί να είναι λόγος συγκροτημένος». Μια κουβέντα με τον Γιώργο Μπλάνα είναι πάντα ενδιαφέρουσα, ειδικά όταν πρόκειται για το νέο ποιητικό του βιβλίο «Αυτοκρατορία – Κομμόδου Αντωνίνου Αυγούστου τα εις Μάρκον Αυρήλιον» (εκδ. Μικρή Αρκτος), το οποίο έρχεται ύστερα από μια παύση έξι ετών από τον ποιητικό λόγο.
Κύριε Μπλάνα, µιλήστε µας για το ποιητικό σας κείµενο «Αυτοκρατορία». Πρόκειται για αφήγηµα, για θεατρικό µονόλογο ή δοκίµιο;
«Δραματικός μονόλογος είναι – «μιγαδικός», όπως τον χαρακτήρισε κάποιος φιλόσοφος και ποιητής. Ομολογώ πως ξεπέρασα τα «πειθαρχικά» όρια των κειμενικών ειδών, αλλά πρότυπο όλων των μονολόγων μου (από τα 15 χρόνια μου) είναι το φιλοσοφικό ποίημα του Ρενέ Ντεκάρτ «Λόγος περί της Μεθόδου». Μοιάζει παράδοξο, αλλά στην ποίηση όλα είναι παράδοξα εκτός από την ίδια. Στην «Aυτοκρατορία» o ρωμαίος αυτοκράτορας Κόμμοδος «ξεκαθαρίζει» τις σχέσεις του με τον πατέρα του και την αυτοκρατορία που καταρρέει. Συνεπώς, πρέπει να αφηγηθεί, να εκφραστεί (συχνά σαν ηθοποιός) και να φιλοσοφήσει – με τη γλώσσα της ποίησης».
Γιατί σας ενέπνευσε λοιπόν το ιστορικό πρόσωπο του Κόµµοδου, του φιλόµαχου, βίαιου, τυραννικού ρωµαίου αυτοκράτορα, ο οποίος, σε αντίθεση µε τον πατέρα του Μάρκο Αυρήλιο, καταγράφηκε µε τα πιο µελανά χρώµατα από την Ιστορία;
«Ο Μάρκος Αυρήλιος και ο Κόμμοδος έγιναν από πολύ νωρίς ιστορικές καρικατούρες. Σε περιόδους παρακμής φανερώνεται μια τάση μεταποίησης του παρόντος σε ιδανικό παρελθόν του επαπειλούμενου μέλλοντος. Ούτε ο Μάρκος υπήρξε αρκετά εμβριθής φιλόσοφος και «καλός» αυτοκράτορας ούτε ο Κόμμοδος τόσο βίαιος και τυραννικός. Αλλά ένας μέτριος φιλόσοφος και αποτυχημένος αυτοκράτορας χρειάζεται έναν φιλόμαχο, βίαιο, τυραννικό και χοντροκέφαλο διάδοχο – έναν κακό – ώστε να μην παραδεχθεί μια αυτοκρατορία πως σαπίζει ακριβώς επειδή είναι αυτοκρατορία. Ο Κόμμοδος αχνοφαίνεται πίσω από την εξωφρενική ιστορική προπαγάνδα, σαν σκιά ενός μοναχικού ανθρώπου, που επειδή συγκρούστηκε με τα συμφέροντα της Συγκλήτου ζούσε για την ημέρα που θα τον δολοφονούσαν».
Αγαπάτε στην ποίησή σας, µε ίσως µια καβαφική διάθεση, να στρέφεστε σε πρόσωπα του µύθου ή της Ιστορίας. Γιατί;
«Για τον ίδιο λόγο που στρεφόταν ο Καβάφης. Ετσι το νιώθω εγώ: θέλεις να βγεις στο σανίδι της ποίησης για να διατυπώσεις αυτό που αποκόμισες από τη θέαση του χάους. Χρειάζεσαι μια μάσκα που να προκαλεί δέος. Δεν χρειάζεσαι ένα προσωπείο. Το προσωπείο είναι προσποίηση. Ξέρεις πως τα πρόσωπα του μύθου και της Ιστορίας είναι προσωπεία κατεργασμένα από το καθεστώς αλήθειας της ιστοριογραφίας. Αν σηκώσεις ένα τέτοιο προσωπείο, βρίσκεις τη μάσκα με την οποία αναδύθηκε από το ποτάμι της ζωής το πρόσωπο, το αληθινό πρόσωπο, για να καταθέσει την ιστορική αξία του. Χρησιμοποιείς αυτή τη μάσκα υπονοώντας το πρόσωπο. Επιβάλλεις το δικό σου καθεστώς αλήθειας, το ποιητικό».
Η κοινωνία τού σήµερα πόσο µοιάζει µε τη Ρώµη τού τότε;
«Η Ρώμη του Κόμμοδου και του Μάρκου Αυρήλιου μαστιζόταν από φτώχεια, παραβατικότητα, διαφθορά, άγριο πλουτισμό σε βάρος των ελεύθερων πολιτών, ανηλεείς περιφερειακούς πολέμους, φρικτούς λοιμούς, πολιτισμική ασημαντότητα, ηθική εξαχρείωση. Αυτά συμβαίνουν και σήμερα, αλλά καλύπτονται από την επικοινωνιακή μυθοπλασία. Oμως εκείνο που χαρακτηρίζει αποφασιστικά τις δύο χρονικές στιγμές είναι η έκλειψη νοήματος. Η «μηχανή» παραγωγής νοήματος της αυτοκρατορίας δεν δούλευε. Είχε αχρηστευθεί από το νοθευμένο με αγοραίο πραγματισμό καύσιμο. O,τι έχει πάθει δηλαδή η αυτοκρατορία του σημερινού κόσμου της Δύσης. Σαπίζει. Μόνο οι ψευδαισθήσεις της τεχνολογικής «προόδου» την κρατούν, σαν σκληρό, ξερό δέρμα».
Αισθάνοµαι πολλές φορές ότι µέσα στο ποίηµα υπονοµεύετε τον ίδιο σας τον εαυτό. «Οσο για την ποίηση, νοµίζω πως αν κάτι αξίζει να τελειώσει, πριν από την ιστορία, είναι αυτή. Τουλάχιστον το ζώο δεν νοσταλγεί τις µέρες της αρένας µε ρυθµικά µουγκρίσµατα – αν µείνει ζωντανό» γράφετε…
«Σαρκάζω. Σαρκάζω από απελπισία. Eτσι «είμαι» ο Κόμμοδος ή μάλλον αυτός εγώ – ποιος το αντικείμενο και ποιος το είδωλο χάθηκε κάποια στιγμή στον καθρέφτη του ποιήματος. Ποιος δεν απελπίζεται, αν έχει συνείδηση του νοήματος του «τέλους της ιστορίας»; Εκτός αν το προσπεράσει σαν lifestyle ιδεολογικό αξεσουάρ διανοουμένων του συρμού. Υστερα, ποιο τέλος, ποιας ιστορίας; Αυτής που πέρασε, αυτής που τρέχει, αυτής που έρχεται ή του ίδιου του ιστορείν; Μόνο αυτό το σκιάχτρο που ονομάζουμε τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να υπάρξει χωρίς επίγνωση της ιστορίας του. Και αυτή η επίγνωση είναι ακατάλυτα δεμένη με την ποίηση. Γνωρίζω πως έχουν αποφασίσει να τελειώνουν με την ιστορία. Γι’ αυτό στραγγαλίζουν αργά-αργά την ποίηση στο «ένδοξο» μπουντρούμι των ειδών και της αχαλίνωτης θεωρίας. Σκοτώνουν την ποίηση με το ίδιο το σπουδαίο παρελθόν της. Τα ρυθμικά μουγκρίσματα ήδη πέρασαν. Μας έμειναν τα μουγκρίσματα».
Γιατί το αναγνωστικό κοινό έχει στρέψει λοιπόν την πλάτη του στην ποίηση θεωρείτε;
«Η αναγνωστική ενασχόληση με την ποίηση δεν είναι ένστικτο. Μαθαίνουμε να διαβάζουμε ποιήματα. Σήμερα οι άνθρωποι δεν εκπαιδεύονται να το κάνουν. Δεν ξέρουν γιατί και πώς να διαβάσουν ένα ποίημα. Η πνευματική διαμόρφωση του ατόμου γίνεται στη βάση του προγράμματος της Αναλυτικής Φιλοσοφίας: πρέπει να τυποποιηθεί το νόημα των λέξεων, να σκεπτόμαστε και να μιλάμε με σαφήνεια· η ποίηση υποτίθεται πως «διαστρέφει» τη γλώσσα, την αρρωσταίνει. Το πρόγραμμα δουλεύει διακριτικά προς το παρόν. Στην Ελλάδα ειδικά η στροφή προς τη χυδαία εκδοχή του επιστημονικού ορθολογισμού εξελίσσεται στα παρασκήνια μιας τραγωδίας, όπου τον ρόλο της μοίρας παίζει η αγορά».
Μια άλλη σας πλευρά είναι η µετάφραση αρχαίων δραµατικών και σαιξπηρικών έργων, µάλιστα εφέτος στην Επίδαυρο ο Σίµος Κακάλας ανεβάζει τον «Οιδίποδα τύραννο» σε δική σας µετάφραση. Πόσο σας έχει επηρεάσει η επαφή σας µε τα µεγάλα κείµενα;
«Από τη μετάφραση των ελληνικών και σαιξπηρικών δραματικών ποιημάτων βγαίνεις μυημένος στο μυστήριο της ποίησης. Δεν υπάρχει υψηλότερη πνευματική εμπειρία. Κουβαλάς αυτούς τους γίγαντες μαζί σου. Σου λένε: «Πρόσεχε! Πού τη βρήκες αυτή τη λέξη; Aρχισες πάλι τις κοινοτοπίες;». Τέτοια πράγματα. Υστερα, έχουν σπουδαίες ιδέες: παράθυρα στο χάος».
Κάποιοι σας καταλογίζουν ότι οι µεταφράσεις σας δεν είναι τόσο «αυστηρές» ως προς το πρωτότυπο κείµενο και ότι αντίθετα προχωράτε σε µεταφράσεις πιο ελεύθερες που όµως λειτουργούν θεατρικά. Τι απαντάτε;
«Ακολουθώ ερμηνευτικές μεθόδους και μεταφραστικές τακτικές που αναπτύχθηκαν τα τελευταία 100 χρόνια στον δυτικό κόσμο. Κρατώ ωστόσο κάποια συγκρατημένη στάση. Σπουδαίοι ποιητές και συγκροτημένοι φιλόλογοι, όπως η Αν Κάρσον, κάνουν μεταφράσεις που θα εξόργιζαν τους έλληνες συντηρητικούς αρχαιογνώστες. Η αυστηρότητα και η ελευθερία ως προς το πρωτότυπο κείμενο έχουν δύο κύριους λειτουργικούς άξονες, τον κάθετο-σημασιολογικό και τον οριζόντιο-γραμματικό. Αυτό σημαίνει πως μια μετάφραση με αποκλίσεις από το πρωτότυπο μπορεί να είναι πιο αυστηρή ποιητικά. Αλλά βέβαια υπάρχουν πολλές ερμηνευτικές και μεταφραστικές παραδόσεις. Καθεμιά έχει τα κριτήριά της».