Αρκεί να τον δεις μία φορά στη σκηνή και δεν πρόκειται να τον ξεχάσεις. Είτε υποδύεται τον «ξεκούρδιστο» γιο στη μιούζικαλ θεατρική εκδοχή του «Σπιρτόκουτου», είτε υποδύεται τον καλύτερο φίλο του ανθρώπου στα «Σκυλιά» του Ανέστη Αζά, είτε το ενθουσιώδες παιδί σε παράσταση του Βασίλη Κουκουλάνι, ο Γιώργος Κατσής ξεχωρίζει δίχως να το επιδιώκει.

Διαθέτει νεύρο, κωμικό timing, εύρος και βάθος στην εκφραστικότητά του, όπως δηλαδή και στις δημιουργικές διεξόδους του. Ο Κατσής σκηνοθετεί αλλά και γράφει, όπως συμβαίνει με την παράσταση «Αντικείμενα» που πρόκειται να ανέβει στο Θέατρο Ροές.

Είναι εμπνευσμένη από την αληθινή ιστορία των αδελφών Παπέν, των δύο υπηρετριών που κατακρεούργησαν την εργοδότριά τους και την κόρη της το 1933, και τα δομικά της στοιχεία είναι μοιρασμένα ανάμεσα στον ίδιο, τον Πάνο Παπαδόπουλο και τον Γιάννη Αποσκίτη (το κείμενο είναι των τριών, η σκηνοθεσία των δύο πρώτων, οι οποίοι επιπλέον ερμηνεύουν τους ρόλους μαζί με τον Κωνσταντίνο Πλεμμένο).

Οι τρεις τους κρατούν τους γυναικείους ρόλους – με τις δύο εξαντλημένες υπηρέτριες να είναι παγιδευμένες σε έναν κόσμο εξουσίας και καταπίεσης και να φαντασιώνονται εκδίκηση και αυτοπροσδιορισμό –, θέτοντας στο επίκεντρο τη φράση του Γκράουτσο Μαρξ: «Οι άντρες είναι γυναίκες που δεν τα κατάφεραν». Τη συνάντησαν όταν είχαν απορίες σχετικά με το γιατί θα μπορούσε να παιχτεί από άνδρες η παράσταση. «Το βάθος με το οποίο συσχετίζει την ανδρική υπόσταση με τη γυναικεία και το χιούμορ στις λέξεις που επιλέγει μάς ενθάρρυνε πολύ να πιστέψουμε την επιλογή μας».

Η ιστορία αυτή είναι γεμάτη συμβολισμούς: ταξική ανισότητα, καταπίεση, έμφυλες δυναμικές, κακοποίηση, ψυχική ασθένεια. Ποιο από αυτά τα θέματα θεωρείτε ότι κυριαρχεί στη δική σας εκδοχή;

«Μέσα από κάθε ιστορία που ανεβάζουμε στο θέατρο, μοιραία, μιλάμε για εμάς τους ίδιους. Δεν μπορούμε να το αποφύγουμε αυτό. Ωστόσο μια ιστορία από μόνη της δεν είναι θεατρική παράσταση, ούτε εμείς οι ίδιοι φυσικά είμαστε η θεατρική παράσταση. Επομένως, το κυριότερο που μας αφορά (και εμένα πολύ περισσότερο) είναι ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζεται κάτι.

Η μορφή του. Πολύ παραπάνω από την ίδια την ιστορία. Η μελωδία του, το χρώμα του, οι αισθήσεις που διεγείρει. Η συγκεκριμένη ιστορία είναι περισσότερο ένα υλικό πάνω στο οποίο θα ζωγραφίσουμε. Δεν είναι όμως αυτό το οποίο θα ζωγραφίσουμε».

Η υπόθεση Παπέν έχει εμπνεύσει τόσο τη φιλοσοφία όσο και την τέχνη. Εχετε ως σημείο αναφοράς κάποιον από τους πολλούς καλλιτέχνες που έχουν ασχοληθεί με την υπόθεση;

«Οχι τόσο πολύ. Ενδεχομένως να κλείνουμε το μάτι σε μερικά σημεία σε κάποιους αναπόφευκτα, γιατί όλα τα έργα που είναι βασισμένα στην αληθινή ιστορία πρέπει να μοιραστούν τη συνθήκη της. Δηλαδή δύο υπηρέτριες σε ένα σπίτι με την Κυρία τους. Πίστεψα ότι μπορώ να εκμεταλλευτώ στο χαρτί με έναν νέο τρόπο αυτή τη συνθήκη και σε συνεργασία με τον Γιάννη και τον Πάνο πλέον διαβάζω ένα κείμενο που με ενδιαφέρει πολύ περισσότερο θεατρικά από ό,τι έχει γραφτεί ή έχει γυριστεί για το σινεμά. Και το κυριότερο: Μπορώ να δω εμάς σε αυτό».

Το έργο σας, από ό,τι καταλαβαίνω, περιλαμβάνει έναν συνδυασμό κωμικού και τραγικού στοιχείου. Πώς καταφέρνετε να εντάξετε το χιούμορ σε μια ιστορία που έχει τόσο σκοτεινό πυρήνα;

«Να ξεκαθαρίσω ότι δεν γράφουμε ένα βιογραφικό κείμενο ούτε ένα ντοκιμαντέρ της αληθινής ιστορίας. Πατάμε πάνω σε κάτι που συνέβη για να φτιάξουμε μια θεατρική κατασκευή. Στην αληθινή ιστορία δεν χωράει χιούμορ. Στο θέατρο πάντα χωράει. Η απουσία έστω και της υπόνοιας του χιούμορ σε μια παράσταση με κάνει να αισθάνομαι ότι προσπαθεί να με μυήσει σε κάποια αίρεση. Δεν υπάρχουν παραστάσεις που δεν χωράει χιούμορ μέσα τους. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν χωράει το χιούμορ μέσα τους».

Πιστεύετε ότι η ιστορία των αδελφών Παπέν λειτουργεί ως καθρέφτης για τη σύγχρονη κοινωνία; Υπάρχουν πτυχές της που ανήκουν αποκλειστικά στις αρχές του 20ού αιώνα;

«Οι ιστορίες είναι η εξήγηση για τον λόγο που το είδωλό σου είναι όπως είναι. Δεν είναι ο καθρέφτης. Δεν γνωρίζω με λεπτομέρεια, ιστορικά, τις αρχές του 20ού αιώνα. Οι συνθήκες διαβίωσης των αδελφών Παπέν ωστόσο τότε, με τη ζωή όπως διαμορφώνεται για την εργατική τάξη σήμερα στον δυτικό πολιτισμό, συγγενεύουν σε σημείο που με τρομάζει».

Καθημερινά κατακλυζόμαστε από εικόνες ωμής βίας. Πώς πιστεύετε ότι πρέπει να στέκεται η τέχνη, το θέατρο, απέναντι σε αυτόν τον διάχυτο ζόφο;

«Οι τέχνες στέκονται απέναντι στον ζόφο όπως στέκονται απέναντί του οι άνθρωποι που τις ασκούν. Εγώ τις συναντήσεις σε δουλειές σαν αυτή που κάνουμε τώρα τις διαπραγματεύομαι σαν εφαρμοσμένες ουτοπίες. Μπορεί να μη διαρκούν για πάντα, αλλά όσο κρατάνε γίνονται υπό συνθήκες με μεγάλο σεβασμό στην ταυτότητα του καθενός και στην υπόστασή του. Δεν τις χρηματοδοτεί κάποιος γκάνγκστερ παραγωγός που έχει μπουζούκια ή ξεπλένει λεφτά ή του έδωσε το θέατρό του ο πατέρας του και εκμεταλλεύεται κάθε υπάλληλο που εργάζεται για αυτόν.

Δεν μας υποδεικνύει κανείς πώς θα δημιουργήσουμε. Δεν παίζουν τηλεπερσόνες στην παράσταση ή influencers ή μοντέλα. Δεν έχουμε 28 ευρώ ούτε 30 ευρώ εισιτήριο. Δεν παίρνω εγώ τα δεκαπλάσια από τον ηθοποιό μου επειδή εγώ σκηνοθετώ, ούτε μετράμε ποιος είναι πιο φίρμα από τον άλλον, ούτε σκηνοθετώ πέντε έργα τον χρόνο. Δεν καθόμαστε ψυχαναγκαστικά πέντε ώρες στην πρόβα αν δεν είναι απαραίτητο επειδή αυτό επιβάλλει η νεύρωση του μικροαστού για να μην τον πει τεμπέλη το ίδιο το σύστημα που τον αφαιμάζει.

Δεν εξηγούμε στον θεατή τι πρέπει να νιώσει σε κάθε φράση μας. Δεν φοβόμαστε τι πρέπει να πούμε και τι όχι. Αυτά είναι χαρακτηριστικά της συντριπτικής πλειονότητας των παραστάσεων σήμερα, που έχουν εξαγοράσει από τη σιωπή των ηθοποιών, μέχρι θέατρα, δημοσιογράφους και κριτικές. Αυτός ήταν ανέκαθεν ο τρόπος με τον οποίο λειτουργούσαν τα θεάματα στα απολυταρχικά κράτη. Η τσόντα που διατρέχει το ελληνικό θέατρο είναι ενδεικτική για την αδιαφορία των καλλιτεχνών για κάτι που αντιστέκεται στη βία.

Το σουξέ είναι βία. Το μαζικό είναι βία. Η τηλεόραση είναι βία. Και τα τρία τα έχουμε αγκαλιάσει ηθοποιοί, παραγωγοί, σκηνοθέτες, μουσικοί, δημοσιογράφοι που φοβούνται να δαγκώσουν το χέρι που τους ταΐζει… Αυτό που φτιάχνουμε λοιπόν στέκεται απέναντι στον ζόφο, εκ των πραγμάτων, από κατασκευής. Και το καμαρώνω και το χαίρομαι όσο κρατάει. Γιατί σύντομα σαν ηθοποιός θα πρέπει να ξαναμπώ στον ζόφο κι εγώ».

Η παράσταση είναι μια ομαδική δουλειά, κάτι που μπορεί να είναι δημιουργικό αλλά και απαιτητικό. Θεωρείτε ότι η δική σας γενιά έχει μια διαφορετική προσέγγιση στην ομαδικότητα;

«Δεν νομίζω ότι το αίσθημα της ομαδικότητας είναι κάτι που διαμορφώνεται με βάση τη γενιά κάποιου. Εγώ μπορώ να σας πω ότι δεν είμαι πολύ ομαδικός άνθρωπος. Είμαι πάρα πολύ συγκεντρωτικός. Αν είχα τον χρόνο και τον χώρο, θα αποφάσιζα μέχρι και τη γραμματοσειρά σε μια αφίσα ή το χρώμα κάθε ίντσας του σκηνικού. Κανείς δεν μπορεί να σου δώσει εύκολα αυτή την πολυτέλεια, αν και σε δικές μου σκηνοθεσίες το έχω κυνηγήσει πολύ.

Στο χρονικό και συνεργατικό πλαίσιο λοιπόν το οποίο είχαμε για να φτιάξουμε αυτή την παράσταση έπρεπε να εμπιστευτώ τις φωνές και άλλων ανθρώπων. Υπάρχουν συμβιβασμοί, υποχωρήσεις σε πολλά ζητήματα. Και μπορεί να διαφωνώ με πολλές επιλογές μέχρι και το τέλος, αλλά θα πρέπει να τις υποστηρίξω με την καρδιά μου γιατί αυτό λαμβάνω για τις δικές μου επιλογές από την άλλη πλευρά: εμπιστοσύνη».

ΙΝFO

«Αντικείμενα»: Θέατρο Ροές (Ιάκχου 16, Γκάζι) από αύριο Δευτέρα, 3 Φεβρουαρίου, έως τις 8 Απριλίου.