Αν σε κάτι πιστεύει ο Γιώργος Γκικαπέππας, αυτό είναι «η τέχνη του εφικτού». Στον κινηματογράφο αλλά και στην τηλεόραση, όπως αποδεικνύει εσχάτως η σειρά «Το βραχιόλι της φωτιάς» (ΕΡΤ) που φέρει τη σκηνοθετική υπογραφή του. Ο ίδιος ξέρει τι μπορεί και τι δεν μπορεί να κάνει. Γνωρίζει τα όρια και τις δυνατότητες «ενός πολιτιστικού προϊόντος» στην Ελλάδα. Γνωρίζει επίσης πώς να ελιχθεί από μέσο σε μέσο και από είδος σε είδος. Το BHMAgazino τον συνάντησε τις προάλλες και ήπιε έναν καφέ μαζί του.
«Δεν είμαι επαγγελματίας τηλεοπτικός σκηνοθέτης. Δεν θα έκανα τα πάντα, αδιακρίτως, για να ζήσω. Αν δεν εμπλακώ αρκετά με κάτι, τόσο ώστε να το πιστέψω πρώτος εγώ, δεν το αναλαμβάνω. Εμπορικό ή όχι, δεν έχει τόση σημασία. Προσωπικά, δεν υποτιμώ τίποτα. Απλώς, αν αποπειραθώ να κάνω κάτι που δεν το πιστεύω, με ζώνει η αλλόκοτη αίσθηση ότι θα καταστραφώ. Διότι το κρίσιμο είναι να πιστέψουν σε εμένα και εκείνοι που θεωρώ φαμίλια μου και τους αγαπώ απεριόριστα, οι ηθοποιοί με τους οποίους συνεργάζομαι. Δεν υπάρχει άλλο πιο σημαντικό κομμάτι από αυτό, σας διαβεβαιώ, η δουλειά που γίνεται μαζί τους» είπε. «Αν έχω τρεις ηθοποιούς και πέντε γραπτές σελίδες, μπορώ να κάνω μια ταινία, αυτό μου αρκεί» συμπλήρωσε, σκιαγραφώντας έτσι και το υπόβαθρο, τρόπον τινά, της δραστηριότητάς του.
Ο Γκικαπέππας είναι αφοσιωμένος λάτρης και του θεάτρου και του ανεξάρτητου σινεμά (ο συνδυασμός αυτός είναι απαραίτητος για να προσεγγίσουμε το βλέμμα και την αισθητική του, προσαρμοσμένα πάντοτε στις συντεταγμένες της εγχώριας παραγωγής, με όλες τις παθογένειες που τη συνοδεύουν). Σπούδασε κινηματογραφική σκηνοθεσία στη Σχολή Λυκούργου Σταυράκου στις αρχές της δεκαετίας του 1990. «Παράλληλα άρχισα να διαβάζω αρκετό από το παγκόσμιο και το νεοελληνικό ρεπερτόριο. Του θεάτρου, εννοείται. Οι συμφοιτητές μου μάλιστα με πείραζαν για αυτό. Πάντως διαισθανόμουν ενστικτωδώς τότε, κάτι που ευτυχώς συνειδητοποίησα αργότερα στον υπέρτατο βαθμό, ότι αν κανείς θέλει να ασχοληθεί με τη μυθοπλασία, που σημαίνει δραματουργία και χαρακτήρες, θα όφειλε να έχει την ουσιαστική εμπειρία του θεάτρου. Και φρόντισα να δω από μέσα κάθε όψη της θεατρικής διαδικασίας και πράξης προτού δημιουργήσω τα δικά μου φιλμ» εξήγησε, ξεχωρίζοντας ως καλλιτεχνικές αναφορές και εμπνευστές του, βασικώς, τον Ινγκμαρ Μπέργκμαν και τον Τζον Κασσαβέτη. Ο Γκικαπέππας, για τις δύο ταινίες του, «Η πόλη των παιδιών» (2011) και «Silent» (2015), ταινίες απέριττες και βραδυφλεγείς, έχει διακριθεί με το Βραβείο της Διεθνούς Ενωσης Κριτικών (Fipresci Prize). Καθόλου άσχημα, εδώ που τα λέμε.
Κοιτάξτε, ομολογώ ότι αν μπορούσα να κάνω μόνο οικογενειακό δράμα, θα ήμουν ευτυχής. Η οικογένεια, τόσο στο θέατρο όσο και στον κινηματογράφο, είναι ένας φοβερός πυρήνας επειδή αποτελεί μια μικρογραφία της κοινωνίας. Κάθε άνθρωπος που συναντούμε προέρχεται από ένα σπίτι, με δεδομένα (συμ)πλέγματα και σχέσεις εξουσίας. Σκέφτομαι πλέον ότι αυτό που με ενδιαφέρει πολύ είναι να εμβαθύνω δραματουργικά στις ψυχολογικές διαστάσεις της οικογένειας, αυτού του μοντέλου, αυτής της παλέτας» ανέφερε.
Υπό αυτήν ακριβώς την έννοια, το «Βραχιόλι της φωτιάς» προέκυψε σε μια μάλλον ευνοϊκή συγκυρία, επειδή εκτός των άλλων «η ελληνική τηλεόραση έχει αρχίσει σιγά-σιγά να ανοίγει κάπως, να αναζητά και διαφορετικά πράγματα», όπως υπογράμμισε. Η συγκεκριμένη σειρά οκτώ επεισοδίων, βασισμένη στο ομότιτλο μυθιστόρημα της Βεατρίκης Σαΐας-Μαγρίζου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη, έχει σημειώσει μεγάλη επιτυχία (αρχικά ανέβηκε ολόκληρη στην ψηφιακή πλατφόρμα ERTFLIX και πλέον προβάλλεται, εβδομαδιαία, στη μικρή οθόνη). Το σχεδόν απίστευτο είναι ότι η σειρά έπρεπε να γυριστεί μέσα σε περίπου 52 ημέρες.
«Διάβασα αμέσως το μυθιστόρημα και βρέθηκα κυριολεκτικώς μέσα σε έναν ποταμό. Είδα μια εβραϊκή οικογένεια της Θεσσαλονίκης να πορεύεται προς τον εφιάλτη του Ολοκαυτώματος. Και εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα οικογενειακό δράμα. Με την ιδιαιτερότητα, ωστόσο, ότι κινείται μέσα στον ιστορικό χρόνο, από το 1917 ως τη δεκαετία του ’60. Δεν ξέχασα ούτε στιγμή ότι ο πρωταγωνιστής, ο κεντρικός ήρωας, σε αυτή τη σειρά είναι η ίδια η οικογένεια, ο συλλογικός μηχανισμός όπως τον ενσαρκώνουν τα μέλη της, μια οικογένεια που αλλάζει καθώς συγκινητικά πασχίζει να προσαρμοστεί και να επιβιώσει. Αυτό υπηρετήθηκε στο ακέραιο από τους ηθοποιούς, έγιναν οικογένεια μεταξύ τους και οικογένεια με τους υπόλοιπους συντελεστές. Ανταποκριθήκαμε όλοι μαζί σε κάτι απαιτητικό και δύσκολο, μια χούφτα αποφασισμένοι άνθρωποι» εκτίμησε.
«Ξέρετε, διάβασα κάποια πράγματα για «υπερπαραγωγές», άτοπα σχόλια επί της ουσίας. Προφανώς και θα ήταν προτιμότερο να υπήρχε περισσότερος χρόνος και περισσότερο χρήμα. Ποιος θα διαφωνούσε; Σημασία έχει ωστόσο να ξέρεις τι δύνασαι και τι θέλεις να κάνεις κάθε φορά ως σκηνοθέτης. Εξ αρχής, λοιπόν, είπα ότι θα προσανατολιστώ σε ένα ανθρωποκεντρικό οικογενειακό δράμα, στο πλαίσιο μιας καλής και αξιοπρεπούς παραγωγής για τα δεδομένα της Ελλάδας. Συνεπώς, κουβάλησα ό,τι είχα κάνει ως τώρα σε αυτή τη σειρά, ένα θεατρογενές σινεμά και τη δύναμη των ηθοποιών μου. Διότι όταν δεν έχεις τοπία, το μόνο που έχεις είναι τα πρόσωπα των ηθοποιών σου, αυτά γίνονται τα τοπία σου. Αυτό συνέβη με την Ελισάβετ Μουτάφη, τον Νίκο Ψαρρά, τον Χρήστο Λούλη, αλλά και με τους νεότερους ηθοποιούς που τους πλαισίωσαν. Σε αυτήν ακριβώς την οπτική, σε αυτό το βλέμμα, προσπάθησα να συντονίσω και τους θεατές, εξ αρχής επίσης, ώστε να μην αναζητούν στο «Βραχιόλι της φωτιάς», καθ’ όλη τη διάρκειά του, τα εντυπωσιακά μεγέθη ή τις ευρείες κλίμακες, αλλά να εισχωρήσουν πιο πολύ στο εσωτερικό τοπίο της συγκεκριμένης οικογένειας, στον πυρήνα δηλαδή του αισθήματος» υπογράμμισε ο Γκικαπέππας.
Και έσπευσε να προσθέσει: «Θέλησα να κάνω μια σειρά εποχής με σύγχρονο τρόπο και ρυθμό. Το «Βραχιόλι της φωτιάς» δεν είναι μελό, είναι η πεμπτουσία του σοβαρού μελοδράματος ως αφηγηματικού είδους. Νομίζω δε ότι στάθηκα περισσότερο στο στοιχείο της οικογένειας καθαυτής, παρά στην εβραϊκότητά της. Και όποτε αφαίρεσα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της εβραϊκότητας, το έκανα ακριβώς, πολύ συνειδητά, για να μεγαλώσει η ταύτιση των θεατών. Δεν θα δούλευα διαφορετικά αν επρόκειτο για μια αρμένικη οικογένεια μπροστά στο φάσμα της γνωστής γενοκτονίας, ούτε για μια οικογένεια μαύρων που αντιμετωπίζει τον δολοφονικό ρατσισμό».
Για τον Γκικαπέππα η «ειλικρίνεια» είναι το άλφα και το ωμέγα. Τι εμπεριέχει όμως αυτή; «Να αφήνεται κανείς σε αυτό, το βαθιά ανθρώπινο, που φέρεται οργανικά από τους ηθοποιούς, όχι αυτό που παίζεται από τους ηθοποιούς. Αν όντως υπάρχει συναίσθημα, αυτό μεταδίδεται, δεν γίνεται αλλιώς» κατέληξε.