Θυμάστε τον πρώτο σας ρόλο;
«Ηταν το ’67, στο έργο «Με το ίδιο μέτρο» του Σαίξπηρ σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν. Εκανα τις αλλαγές στα έπιπλα του σκηνικού. Θεώρησα ρόλο ακόμη και αυτό το πέρασμα. Εβγαινα στη σκηνή κρατώντας ένα κερί. Και όλη μου η αγωνία ήταν μία: να μη σβήσει. Και την ίδια αγωνία έχω και σήμερα: να μη σβήσει μέσα μου η φλόγα».
Ζήσατε ευτυχισμένα παιδικά χρόνια;
«Ηταν δύσκολα».
Λόγω ανέχειας;
«Η φτώχεια ήταν τότε γενική, αλλά τα κουτσοκατάφερνε η μάνα μου, με τις θείες μου και τη γιαγιά μου. Πατέρας δεν υπήρχε. Γιατί ο πατέρας μου ήταν δίγαμος. Είναι μια ιστορία για αγρίους. Δεν θέλω πλέον να τη σκαλίζω. Δεν πέρασα πάντως καλά. «Mπάσταρδο», «μπαστί» με φώναζαν στο χωριό μου στην Ηπειρο. Και μετά, όταν κατεβήκαμε στην Αθήνα, παρ’ όλο που τότε μοσχοβόλαγε από γιασεμιά και αγιοκλήματα, υπήρχε μια αγριάδα. Στο σχολείο εδώ στην Αθήνα, όταν με γράψανε, επειδή μίλαγα ηπειρώτικα, είχα παρενοχλήσεις από τα παιδιά. Και στον Κουν όταν πήγα, πάλι γιαννιώτικα μίλαγα. Αλλά εκεί μπήκα γρήγορα στα γράμματα, στο διάβασμα, έφτιαξα τη λαλιά μου, τον λόγο καθαρό. Δεν δυσκολεύτηκα, γιατί αυτό έψαχνα: έναν άνθρωπο να με καθοδηγήσει και ο Κουν ήταν δάσκαλος, πατέρας, ήταν τα πάντα για εμένα. Είκοσι δύο χρόνια έμεινα μαζί του».
Υπήρξε κάποια αφορμή για να γίνετε ηθοποιός;
«Κάτι σιγόβραζε μέσα μου. Από παιδί έγραφα, μολονότι δεν ήμουν καλός στα γράμματα. Με αγρίεψαν και στο χωριό. Είχε μια βίτσα ο δάσκαλος και με χτύπαγε. Αυτό με ταπείνωσε πολύ και δεν ξαναπάτησα μέχρι που κατεβήκαμε στην Αθήνα και με στείλανε ξανά. Εγραφα πάντως. Ιστορίες απλές. Μπορεί να ήταν ανόητες και αφελείς, αλλά εμένα μου άρεσαν. Οταν πήγα να βρω τον Κουν, του είπα «θέλω να γίνω συγγραφέας». «Eντάξει», μου είπε, «γίνε πρώτα ηθοποιός και βλέπουμε». Τα έκανα και τα δύο».
Πρωταγωνιστείτε στη «Λωξάντρα», σε σκηνοθεσία Σωτήρη Χατζάκη, μια παράσταση βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Μαρίας Ιορδανίδου. Τι σας γοητεύει περισσότερο στο έργο;
«Το γεγονός ότι αναφέρεται σε ένα κομμάτι του ελληνισμού, του ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης, πολύ σημαντικό, με μια σπουδαία κουλτούρα σε όλα τα επίπεδα. Και μέσα σε άγριες εποχές αυτοί οι άνθρωποι έμειναν ενωμένοι. Η Λωξάντρα και σε προέκταση ο άνδρας της, ο Δημητρός, που υποδύομαι, είναι η οικογένεια που κρατά τα πράγματα ενωμένα. Πρόκειται νομίζω για μια πολύ ωραία παράσταση, με γέλιο και δάκρυ και μουσικές – τραγουδά η Ελένη Τσαλιγοπούλου -,  με γάμους και γιορτές. Αποτυπώνει τη ζωή του Ελληνα, αυτό το μεράκι που έχουμε να θρηνήσουμε, να γιορτάσουμε, να εξυμνήσουμε τον άνθρωπο».
Θεωρείτε ότι σήμερα στο ελληνικό θέατρο πολλές φορές κάνουμε φόρμα για τη φόρμα;
«Αυτό είναι αλήθεια. Οι νέοι σκηνοθέτες βάζουν μια συνθήκη και προσπαθούν νομίζω να χωρέσουν το έργο σε έναν μύλο που τα αλέθει όλα. Και δημιουργείται ένα περίεργο ζουμί, που δεν ξέρεις τι γεύση έχει τελικά. Πειραματίζονται, αλλά το θέμα είναι να μπορέσεις να αναδείξεις το έργο του συγγραφέα, οι ηθοποιοί να «συναντήσουν» τους ήρωες. Δεν λέω να υπάρχει ταύτιση, αλλά πρέπει να είσαι κάπως κοντά. Τώρα υπάρχουν ταχυλογίες, λόγια γρήγορα, χωρίς αίσθημα, το αίσθημα δεν το θέλουν. Ολα πρέπει να είναι ξερά, να έχουν μια απόσταση. Φαίνεται η εποχή το ζητά. Το έζησα αυτό, παίζοντας έξω, γιατί στο θέατρο που δημιούργησα πλέον δεν μπορώ να κάνω τίποτα».
Γιατί;
«Γιατί βρίσκεται στα Εξάρχεια και υπάρχει φόβος. Κανείς δεν κατεβαίνει, φοβούνται ότι θα του κάψουν το αμάξι. Εχω πάει σε υπουργούς, σε δημάρχους, στην Περιφέρεια. Δεν έχουν τη διάθεση να βοηθήσουν, ενώ τους εξηγείς πόσο δύσκολα είναι. Την ίδια στιγμή, σκεφτείτε είμαι πάνω από 50 χρόνια στο θέατρο, και εφέτος δεν έλαβα επιχορήγηση. Απορώ ποιοι είναι οι άνθρωποι που στελεχώνουν αυτές τις επιτροπές, που παίρνουν αυτές τις αποφάσεις. Δεν ξέρω. Η συχωρεμένη η μάνα μου έλεγε πάντα: «Το καρπισμένο το δέντρο το πετροβολάν»».
 
Ως δάσκαλος, τα παιδιά στη δραματική σχολή που δημιουργήσατε πώς τα προσεγγίζετε;
«Υπάρχει ένας μύθος του Αισώπου. Ο άνεμος όσο και να φυσούσε και να παιδεύτηκε δεν κατάφερε να βγάλει την κάπα του βοσκού, ο ήλιος όμως με τις αχτίδες του τον ανάγκασε να την πετάξει μόνος του. Νομίζω πρέπει να αγκαλιάσεις τον εσωτερικό τους κόσμο, να τους εμπνεύσεις το συναίσθημα και το ήθος στη σκηνή και στη ζωή».
Πριν από περίπου 10 ημέρες χάσατε τη σύζυγό σας. Πώς είναι να ανεβαίνετε στη σκηνή;
«Ηταν υπέροχο πλάσμα. Συμπλήρωνε όλες μου τις αδυναμίες. Επρεπε να παίξω. Ακόμη και με τον θάνατό της έκανα πρόβες. Απλώς δεν μπορούσα να σταματήσω τα δάκρυα και ένα πνίξιμο που είχα στον λαιμό, αυτόν τον κόμπο που λέμε».
Ποια είναι η πιο γενναία πράξη της ζωής σας;
«Δεν είμαι κανένας Ηρακλής, Σούπερμαν ή Μπάτμαν. Γενναιότητα για εμένα είναι να μπορέσω να σκουπίσω τα μάτια ενός ανθρώπου που τον βλέπω να δακρύζει».
INFO
«Λωξάντρα»: Θέατρο Βεάκη (Στουρνάρη 32), Τετάρτη έως Κυριακή.