Ακούγεται σαν ανέκδοτο, αλλά οι πιο διασκεδαστικοί εφετινοί καβγάδες, που δεν έχουν να κάνουν με τα πολιτικά μας (ή μήπως όχι;), αφορούσαν το τι είναι αστείο και τι όχι. Προτού ξεχαστεί ο καβγάς της κυρίας Ελενας Ακρίτα με τον κ. Μάρκο Σεφερλή, που προκάλεσε ακόμα και την παρέμβαση του δασκάλου κ. Κώστα Γεωργουσόπουλου, είχαμε επικρίσεις της καλής δημοσιογράφου στον Αρκά, αλλά και επιθέσεις άλλων σε παρουσιαστές τηλεοπτικών εκπομπών, που έχουν στηθεί με σκοπό να προκαλούν το γέλιο του τηλεθεατή σατιρίζοντας την εγχώρια σόουμπιζ: δεν θέλω να κάνω ειδικές αναφορές, γιατί μερικοί από αυτούς τους καβγάδες μοιάζουν να γίνονται για να γίνουν. Αν μου τραβάνε την προσοχή, είναι γιατί οι πιο πολλοί από τους εμπλεκομένους ξεχνούν κάτι απλό: ότι όλοι οι άνθρωποι δεν γελάνε με τα ίδια πράγματα. Και ευτυχώς.
Ο Πιερ Πάολο Παζολίνι, ο οποίος εκτός από σπουδαίος κινηματογραφικός σκηνοθέτης ήταν και ένας εξαιρετικός κριτικός σινεμά, έγραψε κάποτε ότι οι άνθρωποι γελάνε με διαφορετικά πράγματα, ενώ κλαίνε για τα ίδια. Είχε επίσης επισημάνει ότι η κωμωδία έχει υποχρεωτικά (και) τοπικό χαρακτήρα, ενώ το δράμα είναι παγκόσμιο. Η παρατήρηση είναι από τις ορθότερες που έχουν γίνει ποτέ και αφορά όχι μόνο τα κείμενα αλλά και τους ηθοποιούς. Ο Παζολίνι έλεγε ότι ο ίδιος γελούσε με τις ναπολιτάνικες φάρσες του Τοτό, αλλά όχι και με τις ατάκες του Ρωμαίου Αλμπέρτο Σόρντι, μολονότι αναγνώριζε το κωμικό του ταλέντο. Ελεγε ότι ο κάθε λαός γελάει με διαφορετικά αστεία και με διαφορετικούς κωμικούς, ενώ όλοι οι λαοί συγκινούνται με τα ίδια ακριβώς πράγματα. Η δύναμη, για παράδειγμα, των αρχαίων ελληνικών τραγωδιών είναι παγκόσμια και οι ήρωές τους έχουν εμπνεύσει τους πάντες: από τον Σαίξπηρ μέχρι τον Κουροσάβα. Ο Παζολίνι κατέληγε ότι οι κωμικοί που έκαναν έστω για μια στιγμή ολόκληρη την ανθρωπότητα να γελάσει, υπερβαίνοντας τελικά την καταγωγή τους αλλά και το κοινό τους, είναι πιθανότατα οι μεγαλύτεροι ηθοποιοί του καιρού μας – αναφερόταν στον Σαρλό, στον Μπάστερ Κίτον, στους Χοντρό – Λιγνό και σε άλλες φιγούρες που έσβησαν καθώς άλλαξαν οι εποχές.
Πέρα ωστόσο από τη δυσκολία να βρεθούν διάδοχοι ικανοί να παγκοσμιοποιήσουν το γέλιο, νομίζω πως στην πορεία μάς προέκυψε και ένα άλλο πρόβλημα: η κωμωδία, ακριβώς επειδή είναι κάτι εξαιρετικά σπάνιο, ευτελίστηκε – έγινε περιέργως κάτι παρακατιανό, ίσως γιατί είναι απερίγραπτα δύσκολο και οι άνθρωποι του καιρού μας έχουν το κακό συνήθειο να απαξιώνουν ό,τι δύσκολα μπορούν να καταφέρουν: δεν μπαίνουν στον κόπο να κατανοήσουν τους μηχανισμούς του, αλλά το λοιδορούν. Αλλά μήπως έτσι δεν συνέβαινε πάντα; Δεν ήταν ανέκαθεν οι κωμικοί οι παρακατιανοί της καλλιτεχνικής ιστορίας – αυτοί που έπρεπε να ιδρώσουν πιο πολλοί στο σανίδι για να μας δείξουν το ταλέντο τους; Δεν έπρεπε να μας λείψουν για να καταλάβουμε την αξία τους; Δεν έπρεπε να περάσει ο καιρός για να μας αποκαλύψει ο χρόνος τη δύναμη του αστείου; Νομίζω πως ναι. Αλλά πιστεύω και κάτι ακόμα: ότι ακριβώς επειδή η κωμωδία έχει χαρακτήρα τοπικό, όπως ο Παζολίνι επισημαίνει, όσο περισσότερο αποκτούμε άποψη τόσο περισσότερο η κρίση μας σε ό,τι έχει να κάνει με το αστείο γίνεται τόσο προσωπική που αφορά εμάς και μόνο. Γελάμε με ό,τι θέλουμε και δεν γελάμε με όσα κάνουν τους άλλους να γελούν. Κυρίως γελάμε πάντα μόνοι μας και το γέλιο μας έχει να κάνει με την καταγωγή μας, με την παιδεία μας, με την ανοχή μας, ακόμα και με την κακία μας. Γι’ αυτό νομίζω ότι κάθε κρίση που έχει να κάνει με το χιούμορ είναι κατά κανόνα άδικη: είναι άδικη, γιατί είναι αυστηρά προσωπική. Θα έπρεπε να συνοδεύεται πάντα από την επισήμανση ότι αποτελεί γνώμη υποκειμενική και ως τέτοια πρέπει να αντιμετωπιστεί. Οποιος θέλει να κρίνει γνώμες μπορεί να το κάνει – αλλά το χιούμορ και το πόσο επιτυχημένο είναι δεν κρίνεται αντικειμενικά. Ή σε αγγίζει ή δεν σε αγγίζει. Και στη μία και στην άλλη περίπτωση, το γιατί εξαρτάται από εσένα – ειδικά αν κάποιος άλλος γελάει. Προτείνω αντί να τσακωνόμαστε να δείξουμε ανοχή στο γέλιο του άλλου, πόσω μάλλον όταν έχουμε πιστέψει του κόσμου τις γελοιότητες τελευταία, όπως π.χ. τη «σεισάχθεια», την «κατάργηση του μνημονίου με έναν νόμο και ένα άρθρο», τη γιορτή της ναυμαχίας της Σαλαμίνας, τα «Go back, κυρία Μέρκελ» που κατέληξαν σε χειροφιλήματα.
Λένε ότι το να κάνεις κάποιον να γελάει δεν είναι εν τέλει τόσο δύσκολο αν ξέρεις τη δύναμη της βωμολοχίας ή έχεις απλώς τη διάθεση να εξευτελίζεις ανθρώπους τονίζοντας τις αδυναμίες τους. Αυτά πάντα αφήνουν, λένε, περιθώρια στους ατάλαντους να κάνουν επιτυχίες βασισμένοι σε διάφορα φτηνά κόλπα. Είναι αλήθεια ότι τα τελευταία χρόνια η κωμωδία υποφέρει, είτε από τσαρλατάνους που ουρλιάζουν υποδυόμενοι αριστοφανικούς ρόλους, είτε από όσους ψάχνουν μια ατάκα που μπορεί να γίνει σύνθημα, όπως συμβαίνει στις διαφημίσεις, είτε από συγγραφείς χωρίς έμπνευση που θεωρούν αστείο κάτι που μετά βίας προκαλεί χαμόγελα: όλα αυτά πάντα κατά τη γνώμη μου. Αυτό που δεν αποτελεί θέμα γνώμης είναι ότι στο μεταξύ νέα είδη αφήγησης κάνουν την εμφάνισή τους για να καλύψουν τον άδειο χώρο: τελευταία είναι της μόδας οι «δραμεντί» – ιστορίες που βασίζονται, υποτίθεται, στην πραγματική ζωή και που συγχέουν το κωμικό με το δράμα, πνίγοντας το πρώτο για να τονίσουν το δεύτερο. Τα βλέπω όλα, αλλά δεν γελάω, ενώ, όπως και πολύς κόσμος, το λαχταρώ. Νομίζω, ωστόσο, πως αν αυτό συμβαίνει είναι μάλλον περισσότερο δικό μου πρόβλημα: μεγαλώνοντας δυσκολεύομαι να αφήσω κατά μέρους τις απαιτήσεις μου, να δω τα πράγματα απλά, να αντιδράσω αυθόρμητα. Καμιά φορά με καταπλακώνει η ανάγκη να απαντήσω στο γιατί γελάνε οι άλλοι και μπερδεύομαι πολύ, ενώ το πράγμα είναι απλό: οι άλλοι γελάνε γιατί δεν είναι σαν εμένα – ίσως με όσα γελάω εγώ να μη γελάνε. Ομολογώ ότι δεν με πειράζει καθόλου: σχεδόν δεν με ενοχλεί και ότι κλαίμε παρέα…