Τον τελευταίο καιρό περνάει τα 2/3 της ζωής του στο Παρίσι όπου έχει επεκτείνει τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες. Ενα βήμα που σύμφωνα με τον ίδιο ήταν ένα «μετρημένο ρίσκο», το οποίο απαιτούσε σκληρή δουλειά, οργάνωση και αποφασιστικότητα. Το ανέλαβε, όμως, γιατί οτιδήποτε άλλο για τον ίδιο θα σήμαινε στασιμότητα, κάτι που είναι αντίθετο με τη φιλοσοφία του. Ο Γιάννης Σεργάκης δημιουργεί γιατί αυτό του αρέσει να κάνει. Εχει όραμα, άποψη και μια συγκεκριμένη ταυτότητα που τον έχει καθιερώσει όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε όλες τις μεγάλες αγορές.
Κύριε Σεργάκη, έχετε οικογενειακή παράδοση στο εμπόριο και στο κόσμημα. Πώς σας επηρέασε αυτό στην επαγγελματική σας πορεία;
«Είμαι η τρίτη γενιά εμπόρων. Μεγάλωσα μέσα στο κόσμημα γιατί οι θείοι μου ήταν έμποροι διαμαντιών. Ο παππούς μου το 1920 είχε φέρει πρώτος τα μπαμπού στην Ελλάδα, είχε φτιάξει εργοστάσιο, είχε ανοίξει μαγαζιά. Υπήρχε δηλαδή πάντα το σαράκι του εμπόρου, του να κάνεις συνέχεια καινούργια πράγματα. Δεν ήταν όμως όλα εύκολα. Κάθε φορά που επρόκειτο να κάνω ένα νέο βήμα έπαιρνα ρίσκο. Μετρημένο μεν, αλλά ρίσκο. Αν δεν το πάρεις, όμως, δεν κάνεις τίποτα στη ζωή».
Ρίσκο εννοείτε, για παράδειγμα, τη δημιουργία του δικού σας brand, YANNIS SERGAKIS;
«Ναι, είχε ρίσκο η μετάβαση από τη χονδρική στη δημιουργία του δικού μου brand. Αυτό έγινε το 2015. Και μετά η ανάπτυξη στη Γαλλία ήταν να γίνει το 2020. Δύσκολες χρονιές και οι δύο. Το πρώτο έγινε στη διάρκεια των capital controls και το άλλο στη χειρότερη στιγμή της COVID-19, όπου ουσιαστικά πήγα Παρίσι και έφυγα. Ευτυχώς, από το 2018 και μετά πήρε τα πάνω του το brand πολύ στην Ελλάδα».
Γιατί επιλέξατε τη Γαλλία;
«Μου πήγαινε πάντα ως αγορά. Στο Παρίσι δεν προτιμούν τα μεγάλα και βαριά κοσμήματα όπως συνηθίζεται στην Ελλάδα. Υπάρχουν αυτοί που ψωνίζουν στα μεγάλα luxury brands, όπως είναι ο Cartier και ο Bulgari, κάτι που δεν μπορούμε να κάνουμε όλοι, αλλά οι περισσότεροι θέλουν απλά πράγματα. Εκεί κυριαρχεί το street fashion. Το πολύ όμορφο ντύσιμο, αλλά το καθημερινό. Το ίδιο ισχύει και για το κόσμημα. Ετσι είναι τα δικά μου κομμάτια. Καθημερινά. Τώρα έχουμε γραφείο στο Παρίσι, στη Rue Cambon, που είναι ιστορική λόγω του ότι εκεί ήταν το πρώτο κατάστημα και το ατελιέ της Κοκό Σανέλ. Επίσης, έχουμε γωνιά δική μας μέσα στα fashion forward γαλλικά πολυκαταστήματα Le Bon Marché και στο Samaritaine και βρισκόμαστε σε άλλα 20 καταστήματα στη Γαλλία. Η παραγωγή και το δημιουργικό κομμάτι της δουλειάς μας παραμένει στην Αθήνα πάντα. Και μου αρέσει αυτό. Ολόκληρο το art direction γίνεται από τον Franck Durand, εκδότη του περιοδικού «Holiday» και υπεύθυνο για τις καμπάνιες των Ιsabel Μarant, Mellerio, Giuseppe Zanotti, Theory και άλλων. Ολη η εικόνα, οι φωτογραφίσεις, οι καμπάνιες. Τώρα τελειώσαμε τη χειμερινή καμπάνια με την οποία θα παρουσιάσουμε και μια καινούργια συλλογή. Τη δουλεύαμε δύο χρόνια, κυρίως μέσα στην COVID-19 και στις καραντίνες».
Από τι είναι εμπνευσμένη αυτή η σειρά;
«Από το τι βλέπω από το παράθυρο του σπιτιού μου εδώ στην Αθήνα. Και δεν θα πω τίποτε άλλο».
Τα προϊόντα σας, όμως, πηγαίνουν και πέρα από τη Γαλλία, σε μεγάλα καταστήματα της Νέας Υόρκης, του Λονδίνου κ.α.
«Ναι, οι αγορές μας είναι πολλές αλλά εγώ πιστεύω πάρα πολύ στο να εστιάζεις σε κάτι. Να βάζεις όλες τις δυνάμεις σου σε αυτό. Δεν έχουμε τα ασύλληπτα μπάτζετ που έχουν οίκοι όπως ο Saint Laurent που ανήκει στο Kering Group. Πρέπει να εστιάζεις τις δυνάμεις σου, αλλιώς χάνεσαι. Εμείς έχουμε επικεντρωθεί στην Ελλάδα και στη Γαλλία».
Πόσο εύκολο είναι να κάνεις καριέρα στο εξωτερικό;
«Δεν είναι εύκολο. Θέλει πάρα πολλή δουλειά. Ο ανταγωνισμός είναι υπερβολικά πολύ υψηλός. Είναι απίστευτη η δουλειά που έχω ρίξει τα τελευταία δύο χρόνια. Κι εγώ και όλη η ομάδα μου. Στη Γαλλία, αν τους αρέσει το προϊόν σου, είναι πρόθυμοι να σου ανοίξουν τις πόρτες, αλλά πρέπει η παρουσία σου να είναι τρομερά δομημένη. Θα πρέπει να έχεις ένα πολύ καλά οργανωμένο brand και το μήνυμά σου να είναι ξεκάθαρο. Να μην κάνεις από όλα. Κυρίως, χρειάζεται να έχεις ταυτότητα. Αν δεν έχεις ταυτότητα δεν πας πουθενά. Θεωρώ ότι ένα brand χτίζεται με τα «όχι». Να είσαι αυστηρός στις επιλογές σου. Θέλει βέβαια και πάρα πολλά χρήματα, γιατί έχεις να ανταγωνιστείς μεγαθήρια».
Αναφερθήκατε προηγουμένως στην ιστορική Rue Cambon, αλλά και εδώ βρίσκεστε σε έναν δρόμο της Αθήνας με όλα τα διεθνή brands και καινούργια να ανοίγουν συνεχώς.
«Το κατάστημά μου στην Αθήνα βρίσκεται στην οδό Βαλαωρίτου, στο νούμερο 5, περιτριγυρισμένο από διεθνείς οίκους. Να σας πω όμως ότι θα μου άρεσε περισσότερο, αντί για τους διεθνείς οίκους, να είχαμε στη Βουκουρεστίου και στη Βαλαωρίτου πολλά και ωραία στημένα μαγαζιά ελλήνων δημιουργών. Υπάρχουν πολλοί τουρίστες που ψωνίζουν, γιατί να πάρουν στην Ελλάδα μια τσάντα ενός μεγάλου διεθνούς brand που υπάρχει σε άλλες 55 χώρες και σε άλλα 2.000 σημεία πώλησης;».
Υπάρχει η έκφραση «Τα διαμάντια είναι παντοτινά». Θα πρέπει να επενδύουν οι άνθρωποι στα κοσμήματα για το μέλλον, για να τα αφήσουν στα παιδιά τους;
«Δεν είμαι αυτής της φιλοσοφίας. Εγώ πιστεύω ότι τα πάντα, από το κόσμημα μέχρι το σπίτι σου και το αυτοκίνητο που οδηγείς, θα πρέπει να είναι αυτό που σου αρέσει τη δεδομένη στιγμή που το αγοράζεις. Να το απολαμβάνεις γιατί αυτό σου αρέσει και σε κάνει χαρούμενο στην καθημερινότητα. Αν το βαρεθείς, να πάρεις άλλο. Αν όχι, φόρα το και για δέκα χρόνια. Να παίρνεις αυτό που σου αρέσει και όσο αντέχει η τσέπη σου και να το απολαμβάνεις στο σήμερα».