Μία συνέντευξη με τον Γιάννη Κουκουράκη έχει πάντα ενδιαφέρον. Ισως γιατί ο ίδιος κουβαλά έναν καλώς εννοούμενο «τσαμπουκά» και την ίδια στιγμή ένα βαθύ νοιάξιμο για τη δουλειά του και τους ανθρώπους. Δεν θα πει λοιπόν τα τετριμμένα, δεν θα προσπαθήσει να στρογγυλέψει τις γωνίες. Εχοντας αποτινάξει εξαρχής τον μανδύα ενός ακόμη «βαρετού ζεν πρεμιέ», ο Κουκουράκης μοιάζει να ψάχνει τις ρωγμές των ηρώων του.

Εφέτος συναντά, στο Θέατρο Τζένη Καρέζη, το δυνατό, οριακό έργο του σουηδού συγγραφέα Λαρς Νoρέν «Demons», σε σκηνοθεσία Xρήστου Σουγάρη. Ο Νορέν, ο οποίος έφυγε από τη ζωή το 2021 σε ηλικία 76 ετών από επιπλοκές της COVID-19, θεωρείται για τους Σκανδιναβούς ο «εγγονός» του Στρίντμπεργκ, ακριβώς για τον τρόπο που ανατέμνει το έρεβος των οικογενειακών δεσμών και τα αδιέξοδα ανάμεσα στα δύο φύλα.

Στο έργο «Demons» παρουσιάζει την άγρια νύχτα δύο ζευγαριών (παίζουν ακόμη ο Ιωάννης Παπαζήσης, η Ιωάννα Παππά και η Μαρίζα Τσάρη). Καθώς οι χαρακτήρες αρχίζουν να προβάλλουν τις απογοητεύσεις τους για τη ζωή τους, δοκιμάζοντας σταδιακά όλο και πιο σουρεαλιστικά και μοχθηρά κοινωνικά παιχνίδια, το δυαδικό σύνδρομο εξάρτησης – μίσους έρχεται στο φως με έναν σκληρό ρεαλισμό, πολλές φορές ακόμη και με ένα πικρό χιούμορ χωρίς αναισθητικό.

Κύριε Κουκουράκη, τι σας γοητεύει στο έργο «Demons»;

Στο επίκεντρο του έργου βρίσκονται οι ανθρώπινες σχέσεις, η ανάγκη για επαφή, η αποξένωση μέσα στην ίδια τη σχέση, η ατομική μοναξιά, η καταπίεση που προκαλούν οι συμβιβασμοί, η ανάγκη για φως μέσα στο σκοτάδι του καθένα, ο εθισμός στην τοξικότητα, η συνθήκη τού να γίνεται η φυλακή σου η ελευθερία σου. Ουσιαστικά μπαίνει ο ίδιος ο άνθρωπος στο μικροσκόπιο και οι δαίμονές του. Είναι ένα βαθιά ανθρώπινο έργο και άκρως ρεαλιστικό. Αυτή είναι και η μαγεία του.

Υποδύεστε τον Τόµας, ο οποίος µαζί µε την Γκένα αποτελούν µάλλον ένα συνηθισµένο ζευγάρι: παντρεµένοι, αφοσιωµένοι στα παιδιά τους, όµως πνιγµένοι στον µικροαστισµό τους. Ποιοι είναι οι «δαίµονες» του ήρωά σας;

Είναι η ανάγκη να ξεφύγει από την καθημερινότητα που περιγράψατε. Είναι ένας άνθρωπος που έχει καταπιέσει σεξουαλικές επιθυμίες, συναισθήματα, προσωπικά «θέλω». Είναι βουλιαγμένος σε μια καθημερινότητα που αγωνίζεται να είναι εντάξει σε όλες τις υποχρεώσεις του. Γι’ αυτό και όταν του δίνεται η ευκαιρία, ξεσπά και βγάζει από μέσα του όλα αυτά που καταπιέζει χρόνια. Βρίσκεται μια ρωγμή και από μέσα βγαίνει όλη η λάσπη.

Ομως αγαπάει την Γκένα, δεν θέλει να καταστρέψει ό,τι έχουν χτίσει. Είναι πολλές φορές η ανάγκη να ξέρεις πως έχεις επιλογή να κάνεις κάτι άλλο από αυτό που κάνεις, και ας μην το κάνεις εν τέλει. Το να ξέρεις, για παράδειγμα, πως έχεις την επιλογή να φύγεις ένα διήμερο είναι μεγάλη ανάσα και ας μην το κάνεις. Είναι ψυχολογικό. Ετσι λειτουργούμε όλοι, θεωρώ. Θέλουμε επιλογές και όχι τελεσίγραφα και τετελεσμένα.

Εάν δεν απατώµαι, υπάρχει µια σκηνή που ο άλλος χαρακτήρας του έργου, ο Φρανκ (τον υποδύεται ο Ιωάννης Παπαζήσης), ζητάει ένα φιλί από τον ήρωά σας και εκείνος του απαντά µε µπουνιές…

Θεωρώ ότι η κίνηση του Φρανκ έχει να κάνει με την ανάγκη του για επαφή. Δεν έχει να κάνει με σεξουαλικές προτιμήσεις, ταμπού ή κάτι παρεμφερές. Δεν διευκρινίζεται ούτε υποδηλώνεται στο έργο πως ο Φρανκ έχει ρευστή σεξουαλικότητα, αφήνεται κάπως ανοιχτό. Οπότε αυτή η κίνηση αποτελεί μια απελπισμένη προσπάθεια για ανθρώπινη επαφή. Είναι λυπηρό, εάν το σκεφτεί κανείς.

Ο Τόμας πάλι είναι πιο στερεοτυπικός, πιο τετράγωνος. Αυτή η κίνηση του Φρανκ τού κλονίζει κάποιους πυλώνες και σε βαθύτερη ανάγνωση ίσως του θέτει έναν προβληματισμό ή ερώτημα του τύπου: «Λες να μου αρέσει;». Είναι κάτι που δεν μπορεί σίγουρα να διαχειριστεί και αυτό εκδηλώνεται με επιθετικότητα. Είναι ένα παιχνίδι επιβολής μεταξύ δύο ανδρών.

Οι ήρωες του έργου µοιάζει να µην έχουν άλλον τρόπο να εκφραστούν παρά µόνο µε την κακοποιητική συµπεριφορά απέναντι στον άλλον. Η κόλασή τους είναι τελικά ο σύντροφός τους ή ο ίδιος τους ο εαυτός;

Τα πάντα πηγάζουν από εμάς για αρχή. Και ελκύουμε ό,τι εκπέμπουμε. Το μυαλό είναι το μεγαλύτερο όπλο υπέρ ή κατά σου. Η ευτυχία μπορεί να είναι απόφαση και επιλογή κάποιες φορές. Οι τοξικές σχέσεις έχουν κάτι το εθιστικό για τους ανθρώπους που εμπλέκονται. Το να μείνεις ή να φύγεις στο τέλος είναι απόφαση προσωπική.

Εσείς µεγαλώνοντας πιστεύετε περισσότερο στο «µαζί» ή τελικά ο άνθρωπος γεννιέται και πεθαίνει µόνος του;

Το «σωστό» μαζί είναι πάντα γλυκό. Πρακτικά, βέβαια, ο καθένας μόνος του παλεύει με τους δαίμονές του και ας περιβάλλεται από ανθρώπους γύρω του. Είναι πολύ φιλοσοφική συζήτηση αυτή. Γενικά πιστεύω στο «μαζί» και στις ανθρώπινες σχέσεις.

Μιλώντας για «δαίµονες», ποιοι είναι οι δικοί σας;

Εχω παλέψει με τον δαίμονα τού να με αγαπήσω και να με αποδεχθώ όπως είμαι. Είχα την τύχη από αρκετά νωρίς να το πετύχω και να συμφιλιωθώ με αυτό που φέρω, ό,τι κι αν είναι, όπως και αν είναι. Δεν έρχεται εύκολα αυτό, θέλει αγώνα μεγάλο. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν το καταφέρνουν ποτέ και τρώγονται μέσα τους ως το τέλος. Αυτό είναι μια κόλαση. Είναι πολύ ωραίο να καταφέρεις να πεις στον εαυτό σου: «Φίλε μου, μαζί θα πορευτούμε έτσι κι αλλιώς, οπότε δεν γινόμαστε φίλοι να τελειώνουμε;» 

Την ίδια στιγµή πρωταγωνιστείτε στο «Grand Hotel». Tην αγαπάτε την τηλεόραση;

Δεν την αγαπώ απλά, τη λατρεύω. Δεν είναι καθόλου εύκολη δουλειά. Θέλει πολύ μεγάλο δόσιμο και αφοσίωση. Είναι ένας άλλος τρόπος υποκριτικής και σκέψης.

Εχετε παίξει πολύ επιτυχηµένα σε κωµωδία στο θέατρο, σε επιθεώρηση, µοιάζει γενικά να «παίζετε» µε την εικόνα σας. Φοβηθήκατε την τυποποίηση σε ρόλους ζεν πρεµιέ στις αρχές της καριέρας σας εξαιτίας του φιζίκ σας;

Μικρότερος ναι, το φοβόμουν. Και μάλιστα πολύ. Και αυτός είναι ο λόγος που από πολύ νωρίς έλεγα «όχι» σε ανάλογες προτάσεις, με το ρίσκο
βέβαια να μην έχω δουλειά – όπως και έγινε. Προτιμούσα να κάνω κάτι άλλο, όπως το να είμαι σερβιτόρος. Είχα πει στον εαυτό μου ότι εάν είναι να παραμείνω σε αυτόν τον χώρο, θέλω να είμαι με δικούς μου όρους και όχι με άλλων.

Θεωρείτε ότι εν γένει η οµορφιά αντιµετωπίζεται µε καχυποψία στην Ελλάδα;

Πιστεύω πως αυτό το στερεότυπο πλέον βρίσκεται στη δύση του. Γιατί το να συμβαίνει είναι κάτι εντελώς ηλίθιο. Προσωπικά, όταν μπήκα στον χώρο, το φαινόμενο αυτό ήταν στο «ντάλα μεσημέρι» του και είχε πλάκα κάποιες φορές.

Για παράδειγμα, ο λόγος που επανέλαβα το 1ο έτος στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου (έμεινα δηλαδή στο 1ο έτος) ήταν το γεγονός ότι παράλληλα έκανα μόντελινγκ, κάτι που μου έδινε λεφτά για το φαγητό μου και τα ενοίκιά μου. Εάν δεν με άφηναν στο ίδιο έτος, θα είχα παρατήσει τη σχολή, αλλά επειδή το έπραξαν, μου την έδωσε τόσο, που πείσμωσα και είπα: «Θα με φάτε στη μούρη και θα την τελειώσω τη σχολή, γιατί εγώ θα αποφασίσω τι θα κάνω, κανένας άλλος». Με πρόλαβαν δηλαδή, και αυτό μου την έσπασε.

Μία άλλη πλευρά σας είναι η συγγραφή σεναρίων. Αλήθεια, συνεχίζετε να γράφετε;

Φυσικά και συνεχίζω. Εχω στα σκαριά κάτι καινούργιο. Και μόλις βρω τον χρόνο θα το αρχίσω. Η συγγραφή είναι ένα απίστευτο ταξίδι-διαδικασία. Δημιουργείς ολόκληρους κόσμους από το μηδέν και ξαφνικά φτιάχνονται ήρωες που έχουν τον δικό τους μηχανισμό, τα δικά τους πάθη, συναισθήματα, χαρακτήρα και η ιστορία από ένα σημείο και μετά τρέχει και εσύ τρέχεις πίσω της. Είναι πραγματικά μαγικό αυτό.

Ως τώρα έχω ολοκληρώσει τρία θεατρικά έργα, όλα κωμωδίες. Τα δύο έχουν ανεβεί στην Κρήτη σε δική μου παραγωγή και θέλω να τα δω και σε σκηνή της Αθήνας να παίρνουν ζωή. Είναι στα επόμενά μου σχέδια, να είμαστε πρώτα καλά.

 

INFO

«Demons»: Θέατρο Τζένη Καρέζη (Ακαδημίας 3), Τετάρτη έως Σάββατο. Πρεμιέρα στις 18 Οκτωβρίου.

*Αγοράστε εισιτήρια για όλες τις κορυφαίες εκδηλώσεις στο inTickets.gr.