Τα μεγάλα κίτρινα πουά που έγιναν διάσημα από το έργο της Γιαγιόι Κουσάμα γέμισαν τους τοίχους και τις τζαμαρίες του pop-up store που άνοιξε προσφάτως ο οίκος Lοuis Vuitton στο πολυσύχναστο Χαρατζούκου του Τόκιο. Ενα υπερμέγεθες, ολόσωμο άγαλμά της, που έφτανε ως τον πρώτο όροφο «τρυπώντας» το πάτωμα, υποδεχόταν τους επισκέπτες. Το κατάστημα λειτούργησε για μερικές μόνο ημέρες, κυρίως ως έκθεση με αξεσουάρ του brand που φέρουν την υπογραφή της εκκεντρικής καλλιτέχνιδας και κλείνει τον κύκλο του σήμερα Κυριακή. Την ίδια πάνω-κάτω περίοδο, μια τεράστια τρισδιάστατη οθόνη LED στην ανατολική έξοδο του πολυσύχναστου σταθμού του μετρό στην περιοχή Σιντζούκου της ασιατικής μητρόπολης αποκάλυπτε τρεις από τις εμβληματικές πολύχρωμες και πολυπλόκαμες κολοκύθες της Κουσάμα: έβγαιναν από μία από τις εμβληματικές βαλίτσες Lοuis Vuitton (διακοσμημένη επίσης με τα πολύχρωμες polka dots της ιδιοσυγκρασιακής δημιουργού), με τη μεσαία κολοκύθα να μεταμορφώνεται σε κράνος που φορούσε στο κεφάλι της το avatar της Κουσάμα. Αυτά στην πρωτεύουσα της Ιαπωνίας. Στη Νέα Υόρκη, στην boutique Lοuis Vuitton στην Πέμπτη Λεωφόρο, τις εντυπώσεις κλέβει αυτές τις ημέρες ένα ρομπότ που φέρει τη μορφή της Κουσάμα και τοποθετηµένο στη βιτρίνα ζωγραφίζει τα τζάµια της. Και στα καταστήµατα του Λονδίνου έκαναν την εµφάνισή της αγάλµατα της εικαστικού, µεταξύ άλλων έξω από το Harrods, το οποίο, επιπλέον διακόσµησε µε τη σειρά του την πρόσοψή του µε τα πολύχρωµα πουά της. Ενα τεράστιο installation µε τη µορφή της καλλιτέχνιδας δεσπόζει και στο επιβλητικό γωνιακό κτίριο που φιλοξενεί το κεντρικό κατάστηµα Lοuis Vuitton στην παρισινή λεωφόρο Champs Elysées: αγκαλιάζοντας τους τρεις επάνω ορόφους, η γιγάντια Κουσάμα σκύβει θαρρείς πάνω από την πόλη και παρατηρεί με περιέργεια την κίνηση στον δρόμο. Είναι προφανές: έχουν ξοδευτεί μεγάλα ποσά στη διαφημιστική καμπάνια για τη νέα συνεργασία της αειθαλούς εικαστικού με τον γαλλικό οίκο, σε μια συνάντηση κορυφής ανάμεσα στην πιο διάσημη γιαγιά της σύγχρονης τέχνης και σε έναν παγκόσμιο κολοσσό ειδών πολυτελείας – ο οποίος σημειωτέον ανήκει στον πλουσιότερο άνθρωπο του πλανήτη, τον Μπερνάρ Αρνό. Την ίδια στιγμή, το αποτέλεσμα και της καμπάνιας και της συνεργασίας είναι κάτι παραπάνω από ενδιαφέρον.
Πρόκειται δε για τη δεύτερη σύμπραξη της Κουσάμα με τη Louis Vuitton. Η πρώτη ήταν το 2012, δηλαδή πριν από 10 και πλέον χρόνια, με την 83χρονη τότε καλλιτέχνιδα να στολίζει με τις χαρακτηριστικές βούλες της πανάκριβες τσάντες και ρούχα. Η τωρινή επιστροφή της, με την Κουσάμα να υπογράφει μια νέα συλλογή για τον οίκο με περίπου 450 κομμάτια, επιβεβαιώνει πως στα 93 της χρόνια μπορεί ακόμη να χτίζει πολύχρωμους, ποπ κόσμους και να εντυπωσιάζει με τη νεανικότητα της έμπνευσης και του βλέμματός της: τα άμεσα αναγνωρίσιμα πουά της, μεταλλικές κουκκίδες-καρφιά, αλλά και οι επίσης διάσημες κολοκύθες της πλημμυρίζουν τα ρούχα, τις τσάντες, τις βαλίτσες, τα καπέλα, τα παπούτσια, τα δερμάτινα μπουφάν, τα κοσμήματα, τα μπουκάλια αρωμάτων, όλα τα αξεσουάρ του οίκου. Τη ίδια στιγμή που το Μουσείο Μ+ του Χονγκ Κονγκ τιμά την καλλιτέχνιδα με μια μεγάλη αναδρομική έκθεση με τίτλο «Yayoi Kusama: 1945 to Νow», η οποία θα διαρκέσει έως τις 14 Μαΐου, οι ευφάνταστες δημιουργίες της μέσα από τη συνεργασία της με το παριζιάνικο brand βγαίνουν στους δρόμους, φοριούνται από τους ανθρώπους (εκείνους, εννοείται, που μπορούν να δώσουν μερικές χιλιάδες ευρώ, π.χ., για μία τσάντα) και γεμίζουν με έντονα, αισιόδοξα χρώματα την καθημερινότητά τους.
Τα τραύματα της παιδικής ηλικίας
Ωστόσο η πολύχρωμη αισιοδοξία της Γιαγιόι Κουσάμα, έτσι όπως ξετυλίγεται μέσα από τα έργα της, στην πραγματικότητα κρύβει πίσω της πολλή σκοτεινιά, θλίψη και αγώνα. Γεννημένη το 1929 στην πόλη Ματσουμότο της Ιαπωνίας, η καλλιτέχνιδα μεγάλωσε σε μια οικογένεια εμπόρων-ιδιοκτητών φυτωρίου που δεν μπόρεσε ποτέ να κατανοήσει τις καλλιτεχνικές της δεξιότητες, με αποτέλεσμα να της βάζει, από τις πρώτες της κιόλας προσπάθειες, μεγάλα εμπόδια. Μεταξύ άλλων, η μητέρα της τής έπαιρνε τα έργα που ζωγράφιζε και τα κατέστρεφε για να την αποθαρρύνει να ασχοληθεί με την τέχνη. Ο πατέρας της ήταν σχεδόν πάντα απών, απασχολημένος με τις δεκάδες περιστασιακές ερωτικές περιπέτειές του. Η προδομένη και παραμελημένη γυναίκα του άρχισε να χρησιμοποιεί την κόρη τους ως κατάσκοπο, στέλνοντάς τη διαρκώς στο κατόπι του και ζητώντας της να την ενημερώνει λεπτομερώς για τις κινήσεις του και (κυρίως) για τις συναντήσεις του. Ο ρόλος αυτός καθόλου δεν άρεσε στη μικρή Γιαγιόι. Η οποία, σε ηλικία 10 χρόνων, πιθανώς λόγω της πίεσης που της ασκούσε το οικογενειακό της περιβάλλον, άρχισε να βιώνει έντονες παραισθήσεις, οι οποίες περιλάμβαναν μεταξύ άλλων «βροχές» από κουκκίδες (τις κουκκίδες τις οποίες στη συνέχεια έκανε έργα τέχνης) και λουλούδια και φυτά (σαν αυτά που καλλιεργούσαν οι δικοί της στο φυτώριό τους;) που της μιλούσαν. Η κόλαση της παιδικής ηλικίας της συνεχίστηκε όταν σε ηλικία 13 ετών και ενώ είχε ξεσπάσει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος την έστειλαν να εργαστεί σε εργοστάσιο που παρήγε αλεξίπτωτα για τον ιαπωνικό στρατό. Ωστόσο η Γιαγιόι ήταν πολύ σκληρή για να υποταχθεί, για να σκύψει το κεφάλι και για να ακολουθήσει τον δρόμο που χάραζαν για εκείνη οι δικοί της χωρίς να λαμβάνουν υπ’ όψιν τις επιθυμίες της.
Η ώρα της επανάστασης
Ετσι, με το τέλος του Πολέμου και την ενηλικίωσή της, άρχισε και η περίοδος της χειραφέτησης: σπούδασε ζωγραφική στο Κιότο, άρχισε να μελετά και να παρακολουθεί τα διεθνή ρεύματα διαφοροποιώντας άμεσα την αισθητική της από το στυλ που ακολουθούσαν οι περισσότεροι ιάπωνες εικαστικοί και ξεκίνησε να διοργανώνει εκθέσεις με δημιουργίες της σε διάφορες πόλεις της Ιαπωνίας. Μαζεύοντας όλο το θάρρος που είχε, κάποια στιγμή ανακοίνωσε στην οικογένειά της την απόφασή της να φύγει για τη Νέα Υόρκη. Η μητέρα της τής είπε πως δεν θα γίνει ποτέ ξανά δεκτή στο σπίτι τους. Ολομόναχη, σχεδόν άφραγκη, άφησε πίσω της την Ιαπωνία, αποφασισμένη να δοκιμάσει την τύχη της σε έναν κόσμο που γνώριζε μόνο από τα διαβάσματά της και που είχε πλάσει ως τον ιδανικό για εκείνη στα όνειρά της.
Οι απόπειρες αυτοκτονίας
Τον βρήκε, βεβαίως, πολύ πιο σκληρό και αφιλόξενο από όσο φανταζόταν. Εκείνη την εποχή μια γυναίκα εικαστικός έπρεπε να δουλέψει πολύ πιο σκληρά από έναν άνδρα ομότεχνό της για να αποδείξει την αξία της. Η Γιαγιόι Κουσάμα κατέβαλλε μεγάλες προσπάθειες αλλά λύγισε. Επαθε υπερκόπωση και στη συνέχεια απελπισμένη έκανε απόπειρα αυτοκτονίας. Παρά την απογοήτευση, κάποια στιγμή αποφάσισε να μαζέψει τα κομμάτια της και να συνεχίσει τις προσπάθειες. Συνέχισε να ζωγραφίζει και να διοργανώνει προκλητικά εικαστικά happenings. Κάποια στιγμή άρχισε να γίνεται γνωστή, όμως η δημοτικότητά της και οι «προκλητική» τέχνη της, με έμφαση στο γυμνό, θεωρήθηκαν από την οικογένειά της ντροπιαστικές. Η μοναξιά της έγινε ακόμα πιο έντονη. Εκανε δεύτερη απόπειρα αυτοκτονίας. Επέζησε και πάλι και συνέχισε να δημιουργεί επίμονα μεν αλλά χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Το 1973 επέστρεψε στην Ιαπωνία, όπου άρχισε να κερδίζει τα προς το ζην από το εμπόριο έργων τέχνης και από τη συγγραφή βιβλίων. Λόγω της κλονισμένης υγείας της, κυρίως της ψυχικής υγείας της, εισήχθη το 1977 στο νοσοκομείο Seiwa που περιθάλπει ασθενείς με ψυχικά νοσήματα, στο οποίο ζει μέχρι σήμερα. Στο μεταξύ, είχε ξεχαστεί σχεδόν εντελώς ως καλλιτέχνιδα.
Μια δεύτερη ευκαιρία
Ωστόσο, με αναδρομική έκθεσή της που διοργανώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’80 στη Νέα Υόρκη, επανήλθε στην επικαιρότητα και αυτή τη φορά έκανε πάταγο. Το 1993 η Κουσάμα έστησε το ιαπωνικό περίπτερο στην Μπιενάλε της Βενετίας. Κεντρικό έκθεμα ήταν μια κατακίτρινη αίθουσα με αμέτρητες μαύρες κουκκίδες που παρέπεμπαν στις αναγνωρίσιμες κολοκύθες της και έναν κύβο-καθρέφτη στο κέντρο, εξού και ο τίτλος της εγκατάστασης «Mirror Room (Pumpkin)» – μία ακόμα ανάμνηση από το φυτώριο της οικογένειάς της, η οποία επανέρχεται ξανά και ξανά στο έργο της. Το σύγχρονο κοινό την ανακάλυψε και η καλλιτέχνιδα άρχισε να πουλάει σε ιδιώτες και σε μουσεία σε όλο και πιο ακριβές τιμές, απολαμβάνοντας με όλη της την ψυχή τη δημοτικότητά της και λέγοντας: «Θέλω να γίνω διάσημη, θέλω να γίνομαι όλο και πιο διάσημη!». Ακολούθησαν δεκάδες εκθέσεις σε μεγάλες αίθουσες και μουσεία, με παλαιότερα έργα αλλά και με νέες δημιουργίες της. Επιπλέον, συνέχισε να γράφει και να εκδίδει τα γραπτά της, ενώ την ίδια στιγμή ασχολήθηκε και με τον κινηματογράφο.
Και σήμερα, που διανύει τη δέκατη δεκαετία της ζωής της, δημιουργεί ακατάπαυστα ως εικαστικός και designer. Οπως συνεχίζει να ασχολείται με τη μόδα. Ο φανταχτερός κόσμος της την απασχολούσε ήδη από το 1968, οπότε είχε ιδρύσει την Kusama Fashion Company, ενώ ακολούθως συνεργάστηκε με τη Lancôme το 2011, δημιουργώντας έξι συσκευασίες lip gloss, και με τον Μαρκ Τζέικομπς και τη Louis Vuitton. «Αν δεν είχα την τέχνη μου, θα είχα πεθάνει» είχε πει η ίδια κοιτώντας με συγκίνηση το παρελθόν της, τη στιγμή που αναγνωριζόταν διεθνώς ως μία από τις σημαντικότερες σύγχρονες εικαστικούς-γλύπτριες και performers της ποπ αρτ, του αφηρημένου εξπρεσιονισμού, του μινιμαλισμού και της φεμινιστικής τέχνης. Η Γιαγιόι Κουσάμα, εξαιρετικά δυναμική αλλά και συγκινητικά εύθραυστη την ίδια στιγμή, φλέρταρε πράγματι αρκετές φορές με τον θάνατο, κατάφερε όμως όχι μόνο να επιζήσει αλλά και να κάνει τα βαθιά τραύματα της ψυχής της πηγή έμπνευσης, φωτός και χρωμάτων. «Νομίζω πως στο τέλος θα μπορέσω να αναληφθώ πάνω από τα σύννεφα και, σκαρφαλώνοντας στη σκάλα προς τον ουρανό, θα μπορέσω να κοιτάξω κάτω στην όμορφη ζωή μου» λέει η ίδια, δημιουργώντας αυτή τη φορά με τα λόγια της μια ακόμα παραμυθένια, μεταφυσική εικόνα από αυτές που ως φαίνεται ήταν ανέκαθεν προορισμένη να φτιάχνει.