Όπου και να πας, σε ακολουθεί το Αραράτ. Με το αδρό του περίγραμμα μόλις να διακρίνεται μέσα στη θολή, πνιγηρή ατμόσφαιρα του καυτού καλοκαιριού που πυρώνει τους πολυσύχναστους δρόμους του Γερεβάν, το βιβλικό όρος που είναι ταυτόσημο με τον αρχαίο αρμενικό πολιτισμό στέκει σε απόσταση επιβλητικό και σε τουρκικό έδαφος, ένας σιωπηλός μάρτυρας και φορέας μιας ταραχώδους εθνικής ιστορίας.
Δεν ξέρω ποιος είναι ακριβώς ο λόγος που νιώθεις οικειότητα και συγκινείσαι όταν βρίσκεσαι στο Γερεβάν στον Νότιο Καύκασο, μόλις δυόμισι ώρες από την Αθήνα με το αεροπλάνο, αλλά σε ένα γεωγραφικό σημείο-φωτιά, περιστοιχισμένο από την Τουρκία, τη Γεωργία, το Ιράν και βεβαίως το Αζερμπαϊτζάν, όπου εκδηλώνονται οι πιο πρόσφατες εχθροπραξίες για την εδαφική κυριότητα του περίκλειστου Ναγκόρνο-Καραμπάχ στα ανατολικά της χώρας.
Μπορεί να οφείλεται στις εφαπτόμενες διαδρομές Ελλήνων – Αρμενίων, κυρίως όσον αφορά παραγνωρισμένες γενοκτονίες, μπορεί να είναι η σύμπνοια που ενώνει τις μικρές, περιφερειακές και ομόθρησκες χώρες, οι λαοί των οποίων έχουν συνυπάρξει και έχουν ανταλλάξει δημιουργικά γεύσεις και μουσικές, τέχνες και χορούς.
Καθώς όμως περπατάς ελεύθερα και χωρίς τον παραμικρό φόβο ως γυναίκα ελαφρά ενδεδυμένη στους 35 βαθμούς Κελσίου, που είναι πλέον μια μέση θερμοκρασία στα καυτά καλοκαίρια, νιώθεις ότι το Γερεβάν είναι μια πόλη του 21ου αιώνα που δεν αναπαύεται μόνο στις δάφνες του ένδοξου παρελθόντος της, 3.500 χρόνων παρακαλώ.
Και ας κοιτάζει προς τα πίσω με λαχτάρα, αν κρίνει κανείς από τη λατρεία για τον πανταχού παρόντα Σαρλ Αζναβούρ, τον αρμενικής καταγωγής «γάλλο Φρανκ Σινάτρα», τον οποίο συναντάς μέσα από αφίσες, οδούς και πλατείες βαπτισμένες στη μνήμη του.
H «ροζ πόλη», όπως λέγεται το Γερεβάν χάρη στον τόφφο, τη ροδαλή ηφαιστειακή ιζηματογενή πέτρα από την οποία έχουν κτιστεί τα περισσότερα κτίριά του, σφύζει από ζωή που μοιάζει να έχει ανθρώπινους ρυθμούς και να μην είναι προσανατολισμένη με λυσσαλέο τρόπο προς τον τουρισμό.
Το νιώθεις στα πολύβουα εστιατόρια και cafés της – όπου σερβίρονται και κρύοι καφέδες! –, στα πολυάριθμα πάρκα και στα παιχνιδιάρικα σιντριβάνια της, όπου ο κόσμος εκμεταλλεύεται τον άπλετο διαθέσιμο δημόσιο χώρο.
Είτε για να χαλαρώσει, θαυμάζοντας τους πίδακες που χορεύουν στους ρυθμούς κλασικής μουσικής στην κεντρική Πλατεία Δημοκρατίας, η οποία περιστοιχίζεται από σημαίνοντα κτίρια, όπως εκείνα της Εθνικής Πινακοθήκης και του Κρατικού Μουσείου Αρμενικής Ιστορίας, είτε για να δροσιστεί όπως κάνουν παιδιά της πόλης από τις στήλες νερού που αναβλύζουν στο πάρκο Ντιάνα Αμπκάρ, βαπτισμένο προς τιμήν της πρώτης αρμένισσας γυναίκας διπλωμάτισσας, η οποία έζησε την περίοδο 1859-1937.
Μνημεία και επιβλητικά κτίρια
To Γερεβάν, πόλη της χώρας που έχει ακρωτηριαστεί επανειλημμένα, μεταξύ της Οθωμανικής και της Περσικής Αυτοκρατορίας, μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας, έγινε πρωτεύουσα μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Για την πιο πρόσφατη εικόνα της είναι υπεύθυνος ο αρχιτέκτονας Αλεξάντερ Ταμανιάν (1878-1936), ο οποίος την περίοδο που η Αρμενία ήταν μία από τις 15 Σοβιετικές Δημοκρατίες της ΕΣΣΔ τη μετέτρεψε σε μια μοντέρνα μητρόπολη, γκρεμίζοντας πολλά από τα παλαιότερα κτίρια για να τα αντικαταστήσει με σοβιετικού τύπου αρχιτεκτονήματα, με τη γνωστή μονολιθική μεγαλοπρέπεια, αλλά όχι με το ίδιο μουντό γκρι – ας όψεται η προαναφερθείσα ηφαιστειακή πέτρα.
Oπότε το σοβιετικό παρελθόν της πόλης δεν το λες και διακριτικό, τα κτίρια σχεδιάστηκαν για να εντυπωσιάζουν και να προκαλούν δέος (και φόβο;). Ωστόσο στην περίπτωση του Γερεβάν υπάρχουν δείγματα αυτής της μεγαλομανίας που βρίσκονται σε αγαστή σχέση με το περιεχόμενό τους.
Οπως το Μνημείο που είναι αφιερωμένο στα θύματα της Γενοκτονίας των Αρμενίων από τους Τούρκους την περίοδο 1915-17. Χτίστηκε στον λόφο Τσιτσερνακαμπέρντ σε σχέδια του αρχιτέκτονα Αρθούρου Ταρκανιάν το 1967 και το επισκέπτονται χιλιάδες Αρμένιοι κάθε χρόνο στις 24 Απριλίου, ημέρα μνήμης της Γενοκτονίας.
Το αντίστοιχο Μουσείο (Armenian Genocide Museum-Institute) εγκαινιάστηκε στην 80ή επέτειο της μαζικής εξόντωσης, το 1995. Υπάρχει και το εντυπωσιακό κτίριο του Εθνικού Ακαδημαϊκού Θέατρου Οπερας και Μπαλέτου, και αυτό έργο του Ταμανιάν, που χτίστηκε το 1933 προς τιμήν του Αλεξάντερ Σπεντιαριάν, ιδρυτή της αρμενικής εθνικής συμφωνικής μουσικής.
Εκεί παρουσιάζονται παραστάσεις χορού, όπερας ή και μιούζικαλ – το πρόγραμμα του Ιουλίου περιλάμβανε, για παράδειγμα, έργα με μουσική Αράμ Χατσατουριάν (1903-1978), ενός από τους κορυφαίους σοβιετικούς συνθέτες, αλλά και ένα μιούζικαλ για τη ζωή του Τουλούζ-Λοτρέκ σε μουσική Σαρλ Αζναβούρ (να τος πάλι!). Υπάρχει επίσης το μεγάλης σπουδαιότητας Μουσείο Χειρογράφων Ματενανταράν ή Ινστιτούτο Αρχαίων Χειρογράφων «Μεσρόπ Μαστότς».
Ο οποίος Μεσρόπ Μαστότς υπήρξε ο δημιουργός του αρμενικού αλφαβήτου, γιατί βέβαια οι Αρμένιοι διαθέτουν και αυτή την ιδιαιτερότητα. Το γιγαντιαίο άγαλμά του βρίσκεται στην είσοδο του εντυπωσιακού μουσείου, το οποίο είναι το μεγαλύτερο αποθετήριο αρχαίων αρμενικών χειρογράφων και βιβλίων στον κόσμο (χρονολογούνται από τον 5ο έως τον 18ο αιώνα).
Το αρχιτεκτονικό παράδοξο
Ομως αν μιλάμε για «εντυπωσιακό», «μεγαλομανές», «εξωπραγματικό», τότε πρέπει να περιγράψουμε το Cascade Complex. Ενα σύμπλεγμα που εικονοποιεί στον νου αθέατα μυστήρια και θαύματα όπως οι Κρεμαστοί Κήποι της Βαβυλώνας.
To oραματίστηκε ο αρχιτέκτονας Αλεξάντερ Ταμανιάν το 1924 ως μια καταπράσινη περιοχή με καταρράκτες και κήπους, αλλά δεν το είδε να υλοποιείται. Το μεγαλεπήβολο πρότζεκτ αναβίωσε στα τέλη των 70s από τον επικεφαλής αρχιτέκτονα της πόλης Τζιμ Τοροσιάν, ο οποίος πρόσθεσε τις μνημειακών διαστάσεων σκάλες ένθεν και ένθεν του συμπλέγματος αλλά και εσωτερικές κυλιόμενες κλίμακες.
Οι εργασίες ξεκίνησαν στα 80s, αλλά διακόπηκαν εξαιτίας του καταστροφικού σεισμού που έπληξε τη Βόρεια Αρμενία το 1988 (o σεισμός του Σπιτάκ), άλλη μία ιδιαίτερα κρίσιμη στιγμή στην ιστορία της πόλης και της χώρας, καθώς σκοτώθηκαν δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι και η Αρμενία αντιμετώπισε πολλές οικονομικές δυσκολίες.
Μέχρι που ήρθε ο Τζεράρντ Λεόν Καφεστζιάν (1925-2013), ο αρμενικής καταγωγής αμερικανός επιχειρηματίας νομικών εκδόσεων (West Publishing) και ευπατρίδης, ο οποίος αναζωογόνησε το σύμπλεγμα για να φιλοξενήσει το Cafesjian Center for the Arts, ένα κέντρο σύγχρονης τέχνης που εγκαινιάστηκε το 2009.
Το αντικρίζει κανείς από τον πεζόδρομο της οδού Ταμανιάν, όπου δεσπόζει το γιγαντιαίο άγαλμα του αρχιτέκτονα από τον οποίο πήρε το όνομά του και ξεκινά μια υπαίθρια έκθεση γλυπτικής του Κέντρου Καφεστζιάν.
Το Γερεβάν είναι γεμάτο – μα γεμάτο! – με αγάλματα μνημειωδών διαστάσεων που έσπειρε το σοβιετικό καθεστώς, όμως εδώ συναντά κανείς και το έργο διάσημων ξένων καλλιτεχνών, όπως ο Φερνάντο Μποτέρο, ο Γιούε Μιντζούν κ.ά.
Η έκθεση συνεχίζεται από όροφο σε όροφο εντός του συμπλέγματος αλλά και στα μικρά ξέφωτά του με τα σιντριβάνια, από όπου οδηγείσαι σταδιακά προς την κορυφή του Cascade σε ύψος άνω των 300 μέτρων, αλλά και ακόμα παραπάνω, στο Monumental Terrace, άλλο ένα σοβιετικό μνημείο που ανεγέρθηκε για την επέτειο των 40 χρόνων της ενσωμάτωσης της Αρμενίας στην ΕΣΣΔ και «συνομιλεί» με τη Mother Armenia, ένα άγαλμα που στέκεται σε ύψος 51 μέτρων και είναι ορατό από πολλά σημεία της πόλης.
Οι fit επισκέπτες επιλέγουν να ανέβουν τα 572 σκαλιά του συμπλέγματος – άνετα, η αλήθεια, στον διασκελισμό, καθώς έχουν μεγάλα πατήματα. Οι υπόλοιποι πηγαίνουν με τις εσωτερικές κυλιόμενες, μια προτεινόμενη λύση τους μήνες του καλοκαιριού που οι θερμοκρασίες είναι υψηλές, αντίστοιχες με της Ελλάδας.
Τι εστί (αρμενικό) βερίκοκο
Η Αρμενία είναι η γη του βερίκοκου, αν σκεφτεί κανείς ότι ακόμα και η βοτανική ονομασία του είναι Prunus Armeniaca. Οπότε είναι το εθνικό φρούτο, μάλιστα βαπτίζουν προς τιμήν του ακόμα και φεστιβάλ, όπως το Golden Apricot International Film Festival που διοργανώνεται εδώ και είκοσι ένα χρόνια στο Γερεβάν παρουσία διεθνών κινηματογραφιστών.
Είναι πράγματι πεντανόστιμα αυτά τα μεγάλα και λευκόσαρκα φρούτα στην αρμενική εκδοχή τους, γεμάτα χυμούς – υπάρχει μάλιστα ο μύθος ότι και ο Μέγας Αλέξανδρος τα είχε γευθεί και αργότερα η χάρη τους έφτασε ως την Ελλάδα.
Η αλήθεια χάνεται στα βάθη των αιώνων, όμως το σίγουρο είναι ότι οι παστουρμάδες και τα σουτζούκια όντως μας ήρθαν από την Αρμενία, από ανθρώπους που ακολούθησαν τον δρόμο της προσφυγιάς.
Η δε αρμενική κουζίνα αυτή καθαυτήν είναι πολύ οικεία σε εμάς τους Ελληνες, καθώς έχει κοινά πιάτα ή επιρροές από χώρες όπως η Τουρκία, ο Λίβανος, με τα λαχματζούν, τους ντολμάδες, τα χουνκιάρ μπεγιεντί, τις μελιτζανοσαλάτες, αλλά και η Γεωργία.
Για παράδειγμα, το χινκάλι – πουγκιά ζύμης γεμιστά με κρέας – το αγαπούν πολύ οι Αρμένιοι και δικαίως. Το, ας το πούμε, εθνικό τους φαγητό είναι το χαρισά, ένας χυλός από κρέας και πλιγούρι.
Αυτό όμως που είναι διεθνώς γνωστό είναι το μπράντι Ararat, για το οποίο λέγεται ότι ήταν το αγαπημένο του Ουίνστον Τσόρτσιλ, και πραγματικά αξίζει τη δημοφιλία του. Μάλιστα, το αποστακτήριο του ποτού βρίσκεται στις παρυφές της πόλης, στον λόφο του Γερεβάν, σε ένα επιβλητικότατο κτίριο διακοσμημένο με παραδοσιακά αρμενικά ανάγλυφα, το οποίο είναι επισκέψιμο.
Το Μουσείο Σεργκέι Παρατζάνοφ
Είναι σημείο αναφοράς σε κάθε ταξιδιωτική λίστα με τα must do της πόλης, όμως από τις φωτογραφίες δύσκολα μπορείς να καταλάβεις για ποιον λόγο ξετρελαίνονται όλοι, πέρα από το ότι από τη στιγμή που μιλάμε για έναν «από τους σπουδαιότερους σκηνοθέτες του 20ού αιώνα» όλο και κάποιο ενδιαφέρον θα παρουσιάζει ένας χώρος με προσωπικά του αντικείμενα.
Τίποτα δεν σε προετοιμάζει για το σύμπαν του αρμενικής καταγωγής δημιουργού, ο οποίος γεννήθηκε στην Τιφλίδα της Γεωργίας το 1924, έζησε στην Ουκρανία και δημιούργησε μια αριστουργηματική ταινία για την επιβίωση του αρμενικού πολιτισμού, «Το χρώμα του ροδιού» (1969), με το πρόσχημα της αφήγησης της ζωής του αρμένιου ποιητή του 18ου αιώνα Σάγιατ-Νόβα (1712-1795).
Υπ’ όψιν, το ρόδι είναι για τους Αρμένιους το φρούτο της ζωής – οι πιο προληπτικοί πιστεύουν ότι ένα ώριμο τέτοιο φρούτο περιέχει 365 σπόρους για κάθε ημέρα του χρόνου – και συναντάται ως σύμβολο στα αρχαία χειρόγραφα.
Ο ίδιος ο Παρατζάνοφ, πάντως, πίστευε ότι η δημιουργικότητά του δεν είχε εθνικό πρόσημο, αλλά ανήκε σε όλους – άλλωστε, οι ουκρανοί εθνικιστές τον «προσεταιρίστηκαν» τρόπον τινά χάρη στην εξίσου παροξυσμική, σουρεαλιστική ταινία του «Στις σκιές των ξεχασμένων προγόνων» (1965), την οποία ερμήνευσαν ως μια επιστολή προς την κάποτε ελεύθερη χώρα τους, δεδομένου ότι βασίστηκε στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Ουκρανού Μικαΐλο Κοτσιουμπίνσκι και γυρίστηκε στα ουκρανικά.
Σε κάθε περίπτωση, διώχθηκε ανελέητα από το σοβιετικό καθεστώς. Το έργο του απαγορεύθηκε και ο ίδιος συνελήφθη το 1973 και στάλθηκε σε φυλακή ύψιστης ασφαλείας στην Ουκρανία με πρόσχημα την αμφιφυλοφιλία του και κατηγορίες περί πορνογραφίας.
Μια τεράστια φωτογραφία όπου ποζάρει γελαστός με τα χέρια του περασμένα έξω από κάγκελα φυλακής βρίσκεται στον αύλειο χώρο του μικρού, διώροφου κτιρίου που λειτουργεί ως μουσείο και έχει θέα στη γέφυρα του υδραγωγείου του ποταμού Ραζντάν που διασχίζει την πόλη, με το πρόσωπό του να το φωτίζει ένα σαρδόνιο, παιχνιδιάρικο χαμόγελο.
Γιατί ακόμα και όταν βρέθηκε φυλακισμένος επί σχεδόν μία πενταετία (την περίοδο 1974-77, μια και αφέθηκε ελεύθερος έναν χρόνο νωρίτερα χάρη στην παρέμβαση του Λουί Αραγκόν και στην πίεση της ρωσίδας συγγραφέως Λίλια Μπρικ), δεν σταμάτησε να δημιουργεί με όσα πενιχρά μέσα διέθετε – να ζωγραφίζει με στιλό διαρκείας, να κάνει κολάζ από ξερά λουλούδια, κλωστές και κάθε λογής χαρτιά, να ράβει κούκλες από κουρέλια, να σμιλεύει καπάκια αλουμινίου με τα νύχια του για να φτιάξει ανάγλυφες φιγούρες.
Η δημιουργική ευφυΐα και η φαντασία του ήταν ανεξάντλητες και κάπου έπρεπε να διοχετευθούν, καθώς του είχε απαγορευτεί να γυρίζει ταινίες για περισσότερο από μία δεκαετία.
Εντός του μουσείου, λοιπόν, παρουσιάζεται ένα γενναίο δείγμα – περί τα 600 έργα και αντικείμενα – της οργιώδους φαντασίας του και της ιδιόμορφης αισθητικής του. Εργα που βρίσκονται στα όρια πολλών εικαστικών ιδιωμάτων, αλλά δεν μπορείς να τα κατατάξεις πουθενά.
Έργα ζωγραφικά, δισδιάστατα και τρισδιάστατα κολάζ – «το κολάζ είναι μια συμπιεσμένη κινηματογραφική ταινία» έλεγε –, ασεμπλάζ, «storyboards», ψηφιδωτά, κούκλες, καπέλα, ένα δερμάτινο σακ βουαγιάζ που έχει μετατραπεί στην κεφαλή ενός ελέφαντα, επιστολές που έχει λάβει από σκηνοθέτες όπως ο Φεντερίκο Φελίνι, οικογενειακές φωτογραφίες, τα έπιπλα του σπιτιού της παιδικής του ηλικίας στην Τιφλίδα, όπως το μπαούλο όπου συνήθιζε να κρύβεται όταν ήταν μικρός.
Σημειωτέον, το μουσείο έγινε πραγματικότητα μετά την κινητοποίηση του φίλου του Ζαβέν Σαργκσιάν, ένα σχέδιο που στήριξε η αρμενική κυβέρνηση από το 1988, όταν το κτίριο χτιζόταν ακόμη, όμως ο ίδιος δεν πρόλαβε να το χαρεί.
Το 1988 η Αρμενία χτυπήθηκε από έναν καταστροφικό σεισμό, όπως προαναφέρθηκε, οι εργασίες σταμάτησαν και ο Παρατζάνοφ πέθανε από καρκίνο στον πνεύμονα έναν χρόνο πριν από το άνοιγμα του μουσείου το 1991, δίχως να προλάβει να ζήσει μέσα σε αυτό, όπως είχε τόσο επιθυμήσει.
Όπως είχε πει: «Ολη μου η ζωή είναι σαν την «Τραβιάτα»! Οταν επιτέλους έρχεται ο Αλφρέντο, η Βιολέτα φταρνίζεται και πεθαίνει!».