Ο γάτος του ο Τζεφ με υποδέχεται στην πόρτα του διαμερίσματος. Κινείται νωχελικά, με την αρμονία χορευτή κλασικού μπαλέτου. «Ισως επειδή έχει ακούσει ατελείωτες ώρες κλασικής μουσικής» σκέπτομαι. Γιατί κάθε εκατοστό των τοίχων του διαμερίσματος του Γεώργιου Π. Μαλούχου είναι καλυμμένο με δίσκους κλασικής μουσικής, προσεκτικά τοποθετημένους σε δισκοθήκες. Η κλασική μουσική είναι ένα από τα μεγάλα πάθη του, ίσως και το μεγαλύτερο, μαζί με την πολιτική και τη διεθνή Ιστορία, ιδίως του γερμανικού ηγεμονισμού από τον Μπίσμαρκ και μετά. Ο αρθρογράφος των «Νέων» και συγγραφέας που ο Μίκης Θεοδωράκης, ο τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος, αλλά και ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής Ιάκωβος εμπιστεύθηκαν για να του αφηγηθούν τη ζωή τους επιστρέφει εκδοτικά με κάτι πολύ διαφορετικό, ένα βιβλίο που φέρει τον αινιγματικό τίτλο «Η πιο σωστή στιγμή για να πεθάνεις» (εκδ. Πατάκη). Μια ελεγεία για τον θάνατο λοιπόν, ή πιο σωστά μια ελεγεία για τη ζωή. Είναι ένα βιβλίο που «περικυκλώνει» τις αντιλήψεις μας περί θανάτου από κάθε πλευρά τους: τα αρχέτυπα, το πώς τον αντιμετώπισαν οι θρησκείες, η τέχνη, η επιστήμη, η σκέψη, αλλά και το πώς τον βιώνουν οι άνθρωποι στο βάθος των πολιτισμών και του χρόνου. Και επιχειρεί να τις εναρμονίσει με τον 21ο αιώνα και την εκπληκτική του πρόοδο.
Την ίδια στιγμή, στον απόηχο της τραγωδίας των Τεμπών, μία φράση του βιβλίου του γραμμένη σε μια εποχή αθωότητας, τότε που βλέπαμε ακόμη ρομαντικά το τρένο και όχι ως μια φονική μηχανή, φαντάζει ανατριχιαστικά προφητική: «Οι κοινωνίες έχουν αποτύχει παταγωδώς να μαζέψουν τη δύναμη αυτού του θανατηφόρου, μαύρου τίποτα, που παραμονεύει παντού τους νέους ανθρώπους» γράφει. Τελικά μέσα από αυτή την πραγματεία θα δώσει απάντηση στο ερώτημα που τον βασανίζει ήδη από τον τίτλο του βιβλίου, δίχως να παραλείψει και ορισμένα ψήγματα χιούμορ: η πιο σωστή στιγμή για να πεθάνεις είναι η στιγμή που μπορείς να πεις ότι έζησες μια ζωή εκπληρωμένη.
Κύριε Μαλούχο, γιατί αποφασίσατε να γράψετε τώρα αυτό το βιβλίο;
«Δεν χρειάζεται να υπάρχει έναυσμα για να ασχοληθείς με τον θάνατο. Δεν χρειάζεται να τον ψάξεις εσύ, είναι πανταχού παρών στη ζωή μας – και δεν εννοώ μόνον με την προφανή του έννοια: στα βιβλία που διαβάζουμε, στις ταινίες που βλέπουμε, στη μουσική που ακούμε, στα παιδιά που παίζουν videogames. Ο θάνατος είναι το πιο καθοριστικό ζήτημα που απασχολεί τη σκέψη αλλά και τη διασκέδαση. Μας αρέσει να βλέπουμε θρίλερ, να βλέπουμε τον δολοφόνο με το πριόνι. Είναι οξύμωρο, αν το σκεφτείς. Πολύ περισσότερο, θάνατος υπάρχει παντού σε όλη τη μεγάλη τέχνη. Πρόκειται για μια θεματική ανεξάντλητη, πανταχού παρούσα, αλλά το μόνο που δεν κάνουμε είναι να συζητάμε για αυτήν με σοβαρό τρόπο. Αισθάνθηκα την ανάγκη να σπάσει αυτό που θα έλεγα ότι είναι το τελευταίο «στεγανό». Γιατί ο θάνατος παραμένει το μόνο θέμα που αρνούμαστε να αγγίξουμε σε σοβαρό επίπεδο».
Γιατί συμβαίνει αυτό;
«Μα γιατί φοβόμαστε. Δεν τον κοιτάμε ποτέ στα μάτια, γιατί αυτή είναι η κουλτούρα μας. Νομίζω θα ήταν όλα πολύ καλύτερα εάν η κουλτούρα μας τον ενσωμάτωνε στη ζωή. Γιατί, ξέρετε, ξορκίζοντάς τον αφήνουμε τη ζωή μας να πηγαίνει χαμένη. Οταν δεν σέβεσαι το πεπερασμένο της ύπαρξης, περνάς τον καιρό σου με σκουπίδια. Αντίθετα, εάν έχεις συνείδηση ότι η ζωή σου είναι πεπερασμένη, μπορεί να προσπαθήσεις να την κάνεις καλύτερη, θρέφοντάς τη με κάποια από τα ασύλληπτα επιτεύγματα του πολιτισμού που δεν σου φτάνουν ούτε 100 ζωές για να τα γνωρίσεις».
Μολονότι γράφετε για τον θάνατο, διαβάζοντας το βιβλίο σας αισθάνθηκα ότι τελικά πραγματεύεστε τη ζωή…
«Το μεγάλο στοίχημα με την αποδοχή του θανάτου είναι να καταφέρεις να μη σου δηλητηριάζει ο φόβος του επερχόμενου τέλους όλη την πορεία της ζωής σου. Γιατί ο φόβος του θανάτου εγκαθιστά μέσα σου και την κουλτούρα του φόβου εν τέλει για τα πάντα. Για να κερδίσεις απέναντι στον φόβο του θανάτου είναι πρωταρχικής σημασίας να ζήσεις μια πιο εκπληρωμένη, πιο αληθινή ζωή. Για να συμβεί αυτό πρέπει να συνειδητοποιήσεις ότι η ζωή έχει αρχή, μέση και τέλος. Ετσι το μοναδικό πράγμα που δεν μπορεί να εξαγοράσει ούτε η εξουσία ούτε το χρήμα ούτε οι σχέσεις είναι ο χρόνος».
Οπότε η πιο σωστή στιγμή για να πεθάνεις είναι όταν έχεις ζήσει μια ζωή εκπληρωμένη;
«Ναι. Ακούγεται τόσο απλό, ενώ είναι τόσο σύνθετο. Η εκπλήρωση είναι αυτό το γεγονός που ανοίγει τον δρόμο στη σωστή στιγμή. Αυτό που κλείνει τον δρόμο στη σωστή στιγμή είναι να νομίζει κάποιος ότι όσο παρατείνει τον χρόνο της ύπαρξης ζει περισσότερο. Αντιθέτως, πολλές φορές, τη ζωή που ζει έτσι, καλύτερα να μην τη ζούσε».
Και αν κάποιος δεν έχει χορτάσει ακόμη τη ζωή;
«Δεν θα τη χορτάσει στο παρά πέντε καθηλωμένος στο κρεβάτι. Το να χορτάσεις τη ζωή είναι θέμα συνειδητότητας και εδώ χρειάζεται η παιδεία, η σκέψη, να μην έχεις το μυαλό του σε πράγματα ανούσια. Δεν πρέπει να σπαταλά κανείς την ύπαρξη. Ας αναρωτηθεί ο κάθε άνθρωπος που θα διαβάσει αυτό το βιβλίο σε ποιον βαθμό ζει στον αυτόματο πιλότο. Και σε αυτό το σημείο θέλω να ξεκαθαρίσουμε κάτι, επειδή αυτή τη στιγμή υπάρχει πίσω μας μια φοβερή τραγωδία: δεν υπάρχει σωστή στιγμή για να πεθάνεις όταν είσαι νέος άνθρωπος. Νέος άνθρωπος και θάνατος δεν πάνε μαζί».
«Πώς μπορεί να βοηθήσει όλους αυτούς τους νέους ανθρώπους να γλιτώσουν από τέτοιο κακό πριν αυτό τους βρει στον δρόμο τους; Γιατί άμα τους βρει, συνήθως είναι ήδη πια πολύ αργά. Εχουν πια ήδη γίνει θυσία στο τίποτα…». Μοιάζει να συνοψίσατε όλη την πραγματικότητα που ζούμε αυτό το διάστημα σε μία φράση…
«Το βιβλίο γράφτηκε πολύ πριν από αυτή την τραγωδία. Δυστυχώς είδαμε να συμβαίνει η θυσία στο τίποτα, που είναι εξοργιστική, και ακόμα πιο εξοργιστικός είναι ο τρόπος που επιχειρείται να ωραιοποιηθεί και να χρησιμοποιηθεί. Δεν μπορώ να μιλάω για τον θάνατο νέων ανθρώπων. Είναι κάτι που δεν το αντέχω».
Κύριε Μαλούχο, ηρωικός θάνατος υπάρχει;
«Ο ηρωικός θάνατος αξίζει το όνομά του πολύ σπάνια. Πρόκειται για μία λεπτή και επικίνδυνη ισορροπία. Πολλές φορές οι άνθρωποι που νομίζουν ότι πεθαίνουν ηρωικά, πεθαίνουν ως θύματα εξουσιών που τους βάζουν και σκοτώνονται για εντελώς διαφορετικό λόγο από εκείνον που πιστεύουν ότι αγωνίζονται. Είναι το ένα από τα δύο αρχέτυπα θανάτου. Το άλλο είναι ο θάνατος από αγάπη. Αυτά τα δύο είναι θεμελιακά στον πολιτισμό μας. Ομως η έννοια του θανάτου κυριαρχήθηκε πάνω απ’ όλα από την επίδραση της θρησκείας. Και εκεί πρέπει να σταθεί κανείς πολύ, περισσότερο ίσως από καθετί άλλο.
Στις σελίδες του βιβλίου σας υπάρχει και ένα ιδιαίτερα προσωπικό κομμάτι, στο οποίο κάνετε αναφορά στον θάνατο του πατέρα σας, όταν ήσασταν μόλις 11 ετών.
«Δεν ήξερα αν έπρεπε να το κάνω. Μου το ζήτησε η εκδότις μου, η Αννα Πατάκη. Το έκανα τελικά γιατί λειτουργεί και ως ένα είδος «νομιμοποίησης». Μπορεί πολλοί να πουν: «Ποιος είσαι εσύ που θα μιλήσεις για θάνατο;». Η απάντηση είναι: «Κανείς δεν είμαι». Αλλά και: «Ποιος τελικά έχει το δικαίωμα να μιλάει;». Δεν υπάρχει επιστήμη του θανάτου, δεν υπάρχει τεκμηριωμένο γνωστικό πεδίο. Εγώ νομίζω ότι οι άνθρωποι μπορούν να εκφράζονται για ό,τι θέλουν. Απλώς, μέσα από τις ιστορίες ίσως επιτρέπεις στους ανθρώπους να ταυτίζονται περισσότερο με αυτά που λες. Αν και εγώ δεν είμαι άνθρωπος των ιστοριών, είμαι περισσότερο της καθαρής σκέψης».
Μπορεί λοιπόν ένα 11χρονο παιδί να χωρέσει μέσα του την έννοια του θανάτου;
«Μπορεί. Αλλά το κόστος είναι ότι κοιμάται παιδί και ξυπνά ένα άχρονο πλάσμα, μπαίνει σε ένα απροσδιόριστο σχήμα χώρου και χρόνου και προσωπικότητας, δεν ξέρει πλέον τι είναι. Εγώ μετά τον θάνατο του πατέρα μου έχασα αμέσως κάθε ίχνος παιδικότητας που συνάδει με την ηλικία ενός 11χρονου παιδιού. Ηταν πολύ δύσκολη η διαχείριση. Γιατί πρέπει να φτιάξεις μόνος σου τον δρόμο, αλλιώς θα σε πάει η ζωή όπου θέλει. Αυτού του είδους οι απώλειες, όσο δύσκολο και αν είναι, τελικά ξεπερνιούνται. Αυτό που δεν ξεπερνιέται ποτέ, είναι η αίσθηση της αβεβαιότητας. Πάντως, σε εμένα, η ρήση «η ζωή είναι μία μελέτη θανάτου» βρίσκει την απόλυτη εφαρμογή της. Και γέννησε αυτό το βιβλίο. Που είναι αισιόδοξο. Oχι πεισιθάνατο».
Ομως αυτή η βίαιη ωρίμαση – θα ακουστεί σκληρό αυτό που θα πω – τελικά σε κινητοποιεί να μπεις στη ζωή πιο γρήγορα απ’ ό,τι οι υπόλοιποι…
«Ναι, αλλά είναι και πολύ πιο μοναχικά. Εμένα προσωπικά με έσωσε η μουσική. Δεν είσαι «κανονικός» άνθρωπος μετά από ένα τέτοιο γεγονός. Αυτό φέρει τα καλά του αλλά και τα κακά του, τα οποία είναι πολύ βαριά. Θέλει γερά νεύρα να είσαι μόνος σου».
Για το τέλος, μια προσωπική ερώτηση. Εσείς έχετε συμβιβαστεί με την ιδέα του τέλους;
«Ναι, με τον θάνατο έχω συμβιβαστεί, γιατί έχω αισθανθεί ότι εκείνα που ήθελα να κάνω ή να γνωρίσω στη ζωή, τα κατάφερα. Oμως μην γίνει παρεξήγηση: έτοιμος, δεν σημαίνει ότι θέλεις να πεθάνεις. Καθόλου μάλιστα. Με αυτό που δεν συμβιβάζομαι είναι το να πετάς τη ζωή σου στα σκουπίδια. Γι’ αυτό και το βιβλίο είναι περισσότερο ένα εγκώμιο στη ζωή».
Είστε ένας άνθρωπος που σας εμπιστεύθηκαν μεγάλες προσωπικότητες για να σας αφηγηθούν τη ζωή τους.
«Ξεκίνησα με τον Αρχιεπίσκοπο Ιάκωβο, μετά ήρθε ο Μίκης Θεοδωράκης που ήταν μία εμπειρία ζωής. Εγώ από πολύ μικρός ήξερα τι σημαίνει Θεοδωράκης και καταλάβαινα ότι δεν είχε γίνει κατανοητός. Ο πιο διάσημος άνθρωπος στην Ελλάδα και ο πιο διάσημος Ελληνας στον κόσμο ήταν άγνωστος. Είχα αποφασίσει ότι κάτι πρέπει να γίνει για αυτό το θέμα. Υστερα ήρθε ο τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος».
Οι τρεις τόμοι με τις αφηγήσεις του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου κυκλοφόρησαν για μία ακόμη φορά με «Το Βήμα» και προκάλεσαν πάταγο.
«Μου φαινόταν αδιανόητο να στερείται το δικαίωμα του λόγου σε έναν άνθρωπο που διετέλεσε αρχηγός του κράτους σε μια τέτοια περίοδο. Αυτή τη δουλειά που έκανα εγώ, της προφορικής ιστορίας, όφειλαν να την έχουν κάνει πανεπιστήμια. Ηταν μια αδιανόητη νεοελληνική μισαλλοδοξία και εγώ με τη μισαλλοδοξία δεν τα πάω καλά. Ουδέποτε τα πήγα».