Τώρα που σταμάτησε να είναι στην επικαιρότητα η ιστορία της μικρής Μαρίας, θα ήθελα να πω τι μου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση. Οχι, δεν μου έκανε εντύπωση πως τη δεχτήκαμε ως πραγματική: υπήρξε εξαιρετικά σκηνοθετημένη. Δεν μου έκανε επίσης εντύπωση ότι την αναπαρήγαγαν ξένα ΜΜΕ χωρίς να την τσεκάρουν όσο θα έπρεπε: είναι μια συναισθηματική ιστορία και ο συναισθηματισμός πουλάει – ρίξτε μια ματιά στην κινηματογραφική παραγωγή, ευρωπαϊκή και εγχώρια. Η επιτυχία των fake news ήταν λογική: κι εγώ τα δέχτηκα όλα ως αληθινά και φυσικά καταστενοχωρήθηκα – κι ας με προβλημάτιζαν κάποιες λεπτομέρειες λόγω γνώσης του ποταμού Εβρου. Ηξερα π.χ. από τα χρόνια της στρατιωτικής μου θητείας εκεί ότι στα πέριξ του δεν έχει σκορπιούς. Αλλά δεν θα έκανα τέτοιου είδους ενστάσεις αν το γεγονός ήταν πραγματικό, όπως έμοιαζε.
Ωστόσο αυτό που με εντυπωσίασε είναι ότι διακρίνω την παράξενη στενοχώρια πολλών για την πιθανότητα η μικρή Μαρία να μην έχει πεθάνει. Αυτό που θα έπρεπε να είναι ένα χαρμόσυνο νέο, μια είδηση, αν μη τι άλλο, ανακουφιστική, μοιάζει να λειτουργεί ως αιτία δυσφορίας: το μόνο που δεν έχει ακουστεί ακόμη είναι η φράση «τι κρίμα που η μικρή Μαρία δεν πέθανε». Δεν αποκλείω όμως προσεχώς να το ακούσουμε και αυτό.
Είναι εκτός λογικής αυτή η αντίδραση; Ναι είναι, όσο κι αν είναι κομμάτι κατανοητή. Η μικρή Μαρία πολλούς τούς εξυπηρετούσε δυστυχώς πιο πολύ ως πεθαμένη. Ο θάνατος ενός παιδιού απαιτεί ενόχους. Στην αρχή, όταν προέκυψαν δημοσιεύματα Μέσων του εξωτερικού στηριγμένα σε φωτογραφίες και ηχητικά μηνύματα,όποιος τον θάνατο τον αμφισβητούσε έμοιαζε εντελώς ανάλγητος. Οταν η ιστορία πρωτομεταδόθηκε, ακόμα και όποιος προσπαθούσε να υποστηρίξει ότι τα περιστατικά δεν διαδραματίστηκαν στην Ελλάδα αλλά στην Τουρκία, αντιμετωπίστηκε από τον πιο πολύ κόσμο ως αναίσθητος: ανεξάρτητα από το πού κάτι είχε συμβεί, έπρεπε το κοριτσάκι να σωθεί, λέγαμε. Και είχαμε δίκιο. Διότι όταν μπορείς να σώσεις μια ανθρώπινη ζωή το τελευταίο που πρέπει να σε ενδιαφέρει είναι το πού ακριβώς το δράμα διαδραματίζεται: η ανθρωπιά δεν έχει να κάνει ούτε με σύνορα ούτε με χιλιόμετρα. Πλην, όμως, το να δείχνεις πως σε πειράζει το ότι μικρή Μαρία δεν υπήρξε (και κατά συνέπεια δεν πέθανε) είναι τρέλα κανονική. Σε λίγο η μικρή Μαρία θα είναι κάτι σαν μια Ιφιγένεια του καιρού μας, που θα πρέπει να θυσιαστεί. Αν αυτή που νομίζαμε πως υπάρχει τελικά δεν υπήρξε, θα πρέπει να ζητήσουμε να εμφανιστεί μια άλλη για να την τσιμπήσει σκορπιός, ώστε να μην πάνε στράφι τα δημοσιεύματα, οι κατάρες και τα δάκρυά μας – όσα τέλος πάντων υπήρξαν.
Τι εμποδίζει όποιον πίστεψε ότι η μικρή Μαρία υπήρξε και πέθανε να δηλώσει ανακουφισμένος και χαρούμενος που κανένα παιδάκι τελικά δεν έχασε τη ζωή του τον περασμένο Δεκαπενταύγουστο στον Εβρο; Νομίζω αυτό μπορούν να το απαντήσουν μόνο γιατροί που ασχολούνται με τα ψυχικά νοσήματα. Το όλο είναι πραγματικά απίστευτο αν σκεφτεί κανείς πως έτσι κι αλλιώς στα φουσκωμένα νερά της Μεσογείου νεκρούς μετανάστες θα έχουμε κι άλλους δυστυχώς. Το ότι η μικρή Μαρία δεν υπήρξε και δεν πέθανε δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν ή δεν θα ξαναϋπάρξουν θύματα στις θάλασσες. Σημαίνει απλά ότι η συγκεκριμένη ιστορία δεν ήταν πραγματική: μπορείς για αυτό να εκφράσεις την ανακούφισή σου και συγχρόνως να πεις ότι ο σκοπός πρέπει να είναι μικρές νεκρές Μαρίες να μην υπάρξουν ποτέ – το ένα δεν αποκλείει το άλλο. Μπορείς επίσης να κάνεις και κριτική σε όποιον κυβερνητικό αστέρα χαίρεται για το γεγονός ότι η ιστορία ήτανfake, θυμίζοντάς του πως θα έπρεπε να τον προβληματίζει το γεγονός ότι παρά τις εμφανείς υπερβολές και τις απίθανες αντιφάσεις που υπήρχαν στις διηγήσεις η ιστορία έγινε πιστευτή – και αυτό είναι πρόβλημα. Και μπορείς συγχρόνως, απαλλαγμένος από το βάρος που προκαλεί ο θάνατος ενός παιδιού, να κατευθύνεις τη συζήτηση σε αυτό που θα έπρεπε να είναι το βασικό ανθρωπιστικό ζητούμενο: τι πρέπει να συμβεί ώστε να μην υπάρχουν θύματα, καθώς, δυστυχώς, η ύπαρξή τους δεν έχει να κάνει με την επικοινωνία, τη δημοσιογραφία και ταfake news. Κι όμως, αντί να συμβούν αυτά, όποιος πίστεψε την ιστορία της μικρής Μαρίας και την έκανε πολιτικό θέμα μοιάζει να συμπεριφέρεται σαν να στενοχωριέται όχι απλώς γιατί εξαπατήθηκε, αλλά γιατί η εξέλιξη δεν δημιουργεί τη βεβαιότητα ότι ένα μικρό παιδί πέθανε! «Κάποιοι λένε ότι πέθανε και κάποιοι λένε όχι» άκουγα μια μέρα έναν εκπρόσωπο Τύπου κόμματος να λέει στην τηλεόραση. Και ειλικρινά περίμενα να προσθέσει ότι «όποιος τηλεθεατής πιστεύει πως πέθανε πρέπει να τηλεφωνήσει σε ένα νούμερο και όποιος δεν το πιστεύει σε ένα άλλο». Και ότι όλοι οι συμμετέχοντες θα πάρουν δώρο ένα μπλουζάκι, ανάλογα με το τι έχουν ψηφίσει: οι μεν ένα με στάμπα που να λέει «Αντίο, μικρή Μαρία» και οι δε ένα που να λέει «Γέλαγε η Μαρία, η Μαρία».
Το ακόμα χειρότερο είναι ότι διακρίνω πως μεταξύ όσων δηλώνουν σε κάθε ευκαιρία τον ανθρωπισμό τους υπάρχουν πολλοί που δείχνουν να στενοχωριούνται που δεν πεθαίνει κάθε μέρα ένα κοριτσάκι κάπου στα ελληνοτουρκικά σύνορα. Αυτό είναι και το πλέον ανυπόφορο. Το να ποντάρεις στο δάκρυ που προκαλεί ένας θάνατος για να πείσεις τον κόσμο ότι θα μπορούσε να υπάρχει μια άλλη πολιτική στο Μεταναστευτικό μπορεί να είναι αποδοτικό: δεν έχει καμία όμως σχέση με ανθρωπιστικές αξίες, εκτός κι αν ανθρωπισμός είναι να πανηγυρίζεις για φρικτά δράματα διότι σε εξυπηρετούν. Ούτε καν ο νεκροθάφτης τρίβει τα χέρια του όταν ακούει καμπάνες να χτυπάνε πένθιμα επιβεβαιώνοντας έναν θάνατο. Ο νεκροθάφτης είναι σοβαρός άνθρωπος: γνωρίζει πως αργά ή γρήγορα για όλους μας το μοιραίο θα έρθει. Ο ανθρωπιστής ο οποίος στο μοιραίο επενδύει έχει αντιθέτως ανάγκη σοβαρής ιατρικής παρακολούθησης – ευτυχώς η ψυχοθεραπεία ως επιστήμη έχει προχωρήσει.
Θα πρότεινα πραγματικά, αντί να ακούμε του κόσμου τα απίθανα, να αφήναμε έναν λυτρωτικό αναστεναγμό ανακούφισης διότι καμία μικρή Μαρία δεν άφησε την τελευταία της πνοή στα σύνορα το περασμένο καλοκαίρι. Και να το κάνουμε γιατί, σε πείσμα όσων προσπαθούν να μας κάνουν να το ξεχάσουμε, παραμένουμε άνθρωποι…