Είναι η γυναίκα που επιβίωσε από τη σαρωτική καταιγίδα με το όνομα Πικάσο. Εξήντα χρόνια μετά τον χωρισμό της από το απόλυτο φαινόμενο στην τέχνη του 20ού αιώνα, αυτό εξακολουθεί να είναι το βασικό διαπιστευτήριό της. Κι όμως, η Φρανσουάζ Ζιλό (1921-) υπήρξε ανέκαθεν μια ταλαντούχα ζωγράφος και σε ένα αθόρυβο παράλληλο σύμπαν, όπου παρέμενε σταθερά γνωστή ως «η πρώην ερωμένη», εκείνη έχτιζε μια αξιοπρεπέστατη καριέρα ως καλλιτέχνις. Μπορεί να το διακρίνει κανείς στις σελίδες ενός νέου λευκώματος με τίτλο «Françoise Gilot. Three Travel Sketchbooks: Venice, India, Senegal» (εκδόσεις Taschen), στο οποίο παρουσιάζονται σκίτσα της από τρία μεγάλα ταξίδια της σε Βενετία, Ινδία και Σενεγάλη από το 1974 έως το 1981.
Οπως συμβαίνει όμως με τις χαρισματικές αλλά κυρίως με τις αυτόφωτες γυναίκες, δεν θέλει να είναι γνωστή μόνο χάρη στη σχέση της με έναν ισχυρό άνδρα. Είναι άδικο για την ίδια και για την ευαισθησία της δουλειάς της, όμως όσα λευκώματα κι αν κυκλοφορήσει η Taschen για να αποκαταστήσει την καλλιτεχνική τιμή της παραγνωρισμένης Ζιλό, εκείνη θα παραμείνει για πάντα η πανέμορφη γυναίκα που περπατά ευθυτενής και χαμογελαστή στην παραλία ενώ ο Πικάσο ακολουθεί πίσω της κρατώντας μια ομπρέλα θαλάσσης σαν ομπρελίνο για να την προστατέψει από τον ήλιο, σχεδόν δουλικός. Μόνο αυτό δεν υπήρξε απέναντί της στην πραγματικότητα, καθότι είναι γνωστό πως ο σαδιστικός του χαρακτήρας την έδιωξε μακριά του ύστερα από δέκα χρόνια συμβίωσης και δύο παιδιά, όπως είχε αποκαλύψει η ίδια στην πολύκροτη αυτοβιογραφία της «Η ζωή με τον Πικάσο» το 1964.
Επαναστάτρια από κούνια
Γεννήθηκε στο Νεϊγί-σιρ-Σεν κοντά στο Παρίσι το 1921, κόρη ενός εύπορου επιχειρηματία ο οποίος ήθελε να τη δει να διαπρέπει στις θετικές επιστήμες, αλλά τελικά συμβιβάστηκε με τη σύντομη θητεία της στη Νομική Σχολή – ας όψεται η γερμανική εισβολή στη Γαλλία -, και μιας γυναίκας με καλλιτεχνικές κλίσεις, ιδιαίτερα στη ζωγραφική με ακουαρέλα, η οποία ενθάρρυνε τη μικρή Φρανσουάζ να ζήσει τη ζωή της όπως θα είχε επιθυμήσει και η ίδια αν δεν της το είχαν απαγορεύσει οι συμβάσεις της εποχής. Σίγουρα η δυναμική μητέρα της θα της είχε ενσταλάξει και την απαραίτητη δόση δυναμισμού ώστε να αναμετριέται με συμβάσεις της δικής της εποχής και να απαντάει κατάλληλα σε σεξιστικά σχόλια που άκουγε όταν έλεγε ότι είναι ζωγράφος, όπως «κορίτσια που έχουν τη δική σου εμφάνιση δεν θα μπορούσαν ποτέ να είναι ζωγράφοι».
Βέβαια, όταν της είπε αυτά ακριβώς τα λόγια ο Πικάσο, αφότου είχε δηλώσει καταγοητευμένος από την πρώτη τυχαία συνάντησή τους στο εστιατόριο «Le Catalan», η Ζιλό δεν υπεραμύνθηκε της τέχνης της. Ηταν το 1943, χρονιά που εκείνη είχε πραγματοποιήσει την πρώτη της έκθεση σε μια μικρή παρισινή γκαλερί μετά την αυτομόλησή της από τη Νομική και τη στράτευσή της στη ζωγραφική και στην Académie Ranson στην Αριστερή Οχθη του Σηκουάνα, όπου κατευθύνθηκε μαγεμένη από το έργο του Ανρί Ματίς και του Ζορζ Μπρακ. Παρεμπιπτόντως, μελλοντικά θα τους γνώριζε και τους δύο χάρη στον Πικάσο. Σίγουρα αναγνώρισε τον άνδρα που έτρωγε στο διπλανό τραπέζι με μια παρέα που περιελάμβανε μεταξύ άλλων και την τότε ερωμένη του, τη φωτογράφο και ζωγράφο Ντόρα Μάαρ, ανεπίσημη σύντροφό του από τα τέλη του 1935, όσο διατηρούσε δηλαδή σχέση και με τη Μαρί-Τερέζ Βαλτέρ, ενώ παράλληλα παρέμενε παντρεμένος με τη χορεύτρια Ολγα Χόχλοβα. Εκείνος πλησίασε το τραπέζι με μια γαβάθα με κεράσια και με μια πρόσκληση για ξενάγηση στο στούντιό του στη rue des Grands-Augustins.
Σίγουρα δεν πρέπει να διέφυγε την προσοχή του, αν όχι εκείνη την πρώτη φορά αλλά κάποια στιγμή μέσα στα δέκα χρόνια που ακολούθησαν, ότι η κατά σαράντα ολόκληρα χρόνια νεαρότερη από εκείνον γυναίκα είχε πέρα από την ομορφιά της και τσαγανό. Στο κάτω-κάτω είχε τολμήσει να αφήσει λίγα λουλούδια στο Μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη μετά την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και γι’ αυτόν τον λόγο είχε μπει σε μια μαύρη λίστα με «επικίνδυνους αγκιτάτορες», σύμφωνα με τη γαλλική Αστυνομία. Οπως θα αποδεικνυόταν και αργότερα, το θάρρος ήταν μία από τις μεγάλες αρετές της.
Ο πόλεμος, σύμφωνα με όσα εξομολογούνταν σε μια συνέντευξή της στην εφημερίδα «The Guardian» το 2016, ήταν και η αιτία που η γνωριμία με τον Πικάσο εξελίχθηκε σε σχέση. Ηταν μια εποχή που μύριζε παντού θάνατο, οπότε σκέφτηκε «θέλω να κάνω κάτι πριν πεθάνω, ή όχι; Πρέπει να αδράξω τη μέρα», προτού ενδώσει στον καρδιοκατακτητή ζωγράφο. Κάπως έτσι έζησε μαζί του έναν έρωτα που εκδηλωνόταν εγκεφαλικά και σωματικά αλλά επ’ ουδενί συναισθηματικά. Ο Πικάσο δεν διατηρούσε καλές σχέσεις με την τρυφερότητα και θεωρούσε δεδομένο ότι μια γυναίκα θα σταθεί στο πλευρό του μέχρι εκείνος να αποφασίσει ότι είχε έρθει η στιγμή για την αντικατάστασή της. Η Ζιλό αμφιταλαντεύτηκε για δύο χρόνια και στο τέλος, τον Σεπτέμβριο του 1953, το πήρε απόφαση. Μαζί με τα δύο παιδιά τους, τον Κλοντ (1947-) και την Παλόμα (1949-), θα έφευγε μακριά από αυτόν τον τυραννικό άνδρα. «Λίγο προτού το κάνω, του είπα: «Πρόσεχε καλά, γιατί ήρθα όταν το θέλησα αλλά πάλι, όταν το θελήσω, θα φύγω». Εκείνος είπε: «Καμία δεν αφήνει έναν άνδρα σαν κι εμένα». Κι εγώ είπα: «Αυτό θα το δούμε»».
Οταν τελικά έκανε πράξη τα λόγια της, ο Πικάσο αφενός βρήκε την αντικαταστάτριά της μέσα σε λίγες ημέρες (τη μετέπειτα δεύτερη σύζυγό του Ζακλίν Ροκ), αφετέρου έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να καταστρέψει την καριέρα της ως καλλιτέχνιδος. Οπως έγραφε στο «Η ζωή με τον Πικάσο», εκείνος υπερηφανευόταν ότι «κάθε φορά που αλλάζω γυναίκα πρέπει να «κάψω» την προηγούμενη. Μόνο έτσι μπορώ να απαλλαγώ».
Τελικά η Ζιλό εγκαταστάθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου το 1970 άρχισε τελικά να ζει μια ισορροπημένη ζωή στο πλευρό του ιολόγου Τζόνας Σολκ (1914-1995), ενός εξέχοντος επιστήμονα στον τομέα του καθώς υπήρξε εκείνος που εφηύρε το εμβόλιο κατά της πολιομυελίτιδας. Στο πλευρό του βρήκε την τρυφερότητα που είχε τόσο στερηθεί από τον Πικάσο και την ελευθερία για να ανθήσει μέσα από την τέχνη της. Από το σπίτι της στο Μανχάταν εξακολουθεί να αντικρίζει τη ζωή κατάματα στα 96 της χρόνια και είναι σε θέση να πει ότι δεν μετανιώνει για τίποτα. Ρίσκαρε, έχασε, κέρδισε, έμαθε, αλλά, το κυριότερο, μπορεί να ισχυρίζεται ότι δεν βαρέθηκε ποτέ, ούτε έγινε βαρετή. Ακόμη και ο δαιμονισμένος Πικάσο την είχε παραδεχτεί σε μια τηλεφωνική συνομιλία τους το 1965. «Φρανσουάζ, νίκησες, έχεις τον αμέριστο θαυμασμό μου».