Την 11η Σεπτεμβρίου, στο Θέατρο Βράχων, θα δώσει ο Φοίβος Δεληβοριάς τη μοναδική μεγάλη αθηναϊκή συναυλία του για φέτος. Παρέα με τους χαρισματικούς μουσικούς του (Σωτήρης Ντούβας, Κωστής Χριστοδούλου, Κώστας Παντέλης, Γιοέλ Σότο, Χρήστος Λαϊνάς) αλλά και με την παρουσία και, κυρίως, την όμορφη φωνή της Νεφέλης Φασούλη θα παίξει τραγούδια από όλη τη δισκογραφία του, όμως την τιμητική του θα έχει το πολύ ωραίο πρόσφατο άλμπουμ «ΑΝΙΜΕ» και ενδεχομένως να μας εκπλήξει και με οτιδήποτε καινούργιο θα έχει έτοιμο έως τότε. Ο δημοφιλής τραγουδοποιός και τραγουδιστής μίλησε ευθέως και χωρίς περιστροφές για την πρόσφατη επικαιρότητα, τη βία που μοιάζει πανταχού παρούσα, την έμπνευση και την αξία της καλοσύνης.
Εχετε παίξει πολλές φορές στo Θέατρο Βράχων, σε πολύ διαφορετικές µεταξύ τους φάσεις της ζωής και της καριέρας σας. Ποιες στιγµές θυµάστε πιο έντονα;
«Θυμάμαι με πολλή αγάπη τις πρώτες μου συναυλίες εκεί, όταν ακόμη ο κόσμος ήταν αρκετά λιγότερος, πολύ συνειδητός και με αγάπη όμως. Ξεχωρίζω πάντως εκείνη των επτά τραγουδοποιών το 2003, μόνο με τις κιθάρες μας: Μάλαμας, Περίδης, Αλκίνοος, Πασχαλίδης, Θηβαίος, Φάμελλος κι εγώ. Με πρόσκληση από τον Μελωδία και τον Οδυσσέα Ιωάννου. Και με ποιητική αναφορά στις βάσεις μας, στα «παιδιά με τις κιθάρες» των μπουάτ, του δρόμου, του προβάδικου και της ταράτσας, επώνυμα και ανώνυμα, που άφησαν ίχνη και πέταξαν ψίχουλα και χαλίκια πίσω τους».
Σε ποια διανοητική και συναισθηµατική κατάσταση σας βρήκε αυτό το καλοκαίρι;
«Είχα πολύ μεγάλη κούραση από τα «Νούμερα». Η δουλειά ήταν αδιανόητη. Σενάριο, ερμηνεία, μουσική, πρόβα ατέλειωτη με τους καλεσμένους. Κέφι μεγάλο βέβαια – και ενθουσιώδης παρέα. Αλλά τον Ιούνιο ήμουν σαν αυτούς τους βετεράνους του Βιετνάμ που έβλεπαν στον ύπνο τους ελικόπτερα. Ηθελα να διαβάσω, να ακούσω μουσική και να παίξω με τη Βάσω και την Ιόλη. Εξαφανίστηκα στην Κρήτη, την ερωτεύτηκα ακόμα περισσότερο και γύρισα έτοιμος να ξανακαταταγώ. Από την άλλη, έφταναν στη μοναξιά μου οι αναθυμιάσεις από τις πυρκαγιές και από την αναπνοή των νέων ταγμάτων ασφαλείας, που κανένας επίσημος δεν τα σταματάει, που δρουν με χολιγουντιανή περηφάνια, που δεν φοβούνται πια να μιλήσουν και να δηλητηριάσουν κάθε ψέλλισμα δημοκρατικού λόγου».
Μου δίνετε τον τελευταίο καιρό την αίσθηση ότι κρατάτε συνειδητά χαµηλό δηµόσιο προφίλ. Είναι όντως έτσι;
«Πάντα τέτοιο κρατούσα. Δεν είμαι απ’ αυτούς που ποστάρουν καθημερινά, σχολιάζοντας την επικαιρότητα. Οταν το αποφασίσω όμως, μιλάω πολύ αυστηρά για την επίσημη εξουσία, που – μες στη μέθη της – υιοθετεί απάνθρωπα και ολοκληρωτικά χαρακτηριστικά, και επιτίθεται σε πολιτιστικές και δημοκρατικές κατακτήσεις δεκαετιών. Αυτό δεν σκοπεύω να το σταματήσω κι ας έχει, όπως φαντάζεστε, το κόστος του. Λες κάτι και σου επιτίθεται κατευθείαν ένας στρατός τσανακογλειφτών, διαστρέφοντάς το. Εχει και τα καλά του όμως. Δεν θα δεις ποτέ πρόσωπα της εκάστοτε κυβέρνησης στις συναυλίες μου και στις παρέες μου. Νιώθω πολύ ωραία με αυτό».
Υπάρχει πλέον διάχυτη η αίσθηση µιας βίας που παραµονεύει παντού στην κοινωνία µας. Τι φταίει για αυτό;
«Το ότι τη χρησιμοποιεί κυνικά η εξουσία για να καλύψει την ανικανότητά της να παρέχει ασφάλεια. Δεν μπορείς να φτιάξεις σωστό επιτελικό κράτος να σώσεις τα σπίτια μας από τις ετήσιες πυρκαγιές; Σιγοντάρεις τους διάφορους αυτόκλητους Τσαρλς Μπρόνσον, πατώντας στα χειρότερα στοιχεία που κρύβει μέσα της η κοινωνία. Δεν έχω ξαναδεί τόση Αστυνομία ποτέ. Νιώθω όμως ότι δρα και κάνει αισθητή την παρουσία της μόνο στις ειρηνικές διαδηλώσεις των πολιτών. Σπανίως όταν τη χρειαζόμαστε».
Κλιµατική κρίση. Τι θα προστατεύατε στη φύση πάση θυσία αν είχατε τη δυνατότητα;
«Οτιδήποτε προσφέρει ανάσα. Το να καεί ένας δρυμός ή «του Οσιου Λουκά το μοναστήρι» το ίδιο καταστροφικό είναι στα μάτια μου. Οι μελλοντικοί άνθρωποι ακρωτηριάζονται μαζί με το παρελθόν τους. Το χειρότερο είναι πως δεν βλέπω φιλότιμο, ούτε καν στην επικοινωνία πια. Οι δε διανοούμενοι, που στην περίπτωση του Ματιού – πολύ σωστά – μιλούσαν, τώρα αποδεικνύουν πόσο λίγοι, κομματικοί, ανελεύθεροι είναι. Στον πάτο του πηγαδιού, φυσικά, οι πανεπιστημιακοί Dirty Harry».
Με κάθε απώλεια καλλιτέχνη που σφράγισε την εποχή του γίνεται φανερό ότι τα δικά µας χρόνια δεν αναδεικνύουν σε κανένα σχεδόν πεδίο τέτοιες µεγάλες, καθοριστικές προσωπικότητες. Είναι πρόβληµα αυτό;
«Ελεγε ο Βακαλόπουλος για πλάκα στον Παπαγιώργη: «Εχεις προσέξει πως από τότε που πέθανε ο Ομηρος το επίπεδο κάθε χρόνο πέφτει;». Οσο πιο αθώα και φιλοπερίεργη η εποχή, τόσο μεγαλύτερος και ο ηγέτης, ο καλλιτέχνης, ο επιστήμονας. Δεν πειράζει. Η εκστρατεία δεν σταμάτησε ποτέ. Και στην εποχή μας υπάρχουν μεγαλύτερα πρόσωπα από τα μέτρα της. Οι επόμενοι θα κλαίγονται γι’ αυτά. Προχωράμε τη δουλειά μας και την υπέροχη, ζωηφόρα μελέτη του παρελθόντος. Για μένα άλλωστε τίποτα μεγάλο δεν πέθανε ποτέ. Είναι όλοι εδώ για πάντα».
Ποιο είναι το µυστικό για να µένει κανείς για πάντα νέος στην ψυχή; Η αστείρευτη περιέργεια;
«Ναι. Και το χιούμορ, ο αυτοσαρκασμός».
Κάνετε συχνά προτάσεις για ταινίες, σειρές, τραγούδια και βιβλία στα µέσα κοινωνικής δικτύωσης. Θα κάνετε κάποια και στους αναγνώστες µας;
«Μου άρεσε πάρα πολύ το βιβλίο «Cinema Speculation» του Ταραντίνο. Δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά ακόμη, είναι συναρπαστικό όμως, πραγματικά. Από τα πιο ωραία και στοχαστικά και μαζί απολύτως ποπ βιβλία που έχω διαβάσει. Και με έναν πολύ περίεργο τρόπο έρχεται και απαντάει σε πολλά σύγχρονα ερωτήματα, σε πολλές κουβέντες της παρέας. Σε μια φάση που το σινεμά, μέσω «Barbenheimer», ξαναπρωταγωνιστεί στην ποπ κουλτούρα, το βιβλίο έρχεται λουκούμι».
Τι έχει περισσότερη αξία; Μια µικρή, αναπάντεχη πράξη καλοσύνης ή ένα αριστουργηµατικό έργο τέχνης;
«Μα και το αριστούργημα, αναπάντεχη πράξη καλοσύνης είναι. Σε κάθε περίπτωση, το πρώτο είναι το ζητούμενο. Και δεν περιορίζεται στους φιλότεχνους».
Πώς φαντάζεστε την εξέλιξή σας από εδώ και πέρα; Σας φοβίζει το ενδεχόµενο να στερέψει η έµπνευση;
«Οχι. Με φοβίζει να επαναλαμβάνομαι και να μην το καταλαβαίνω. Δύσκολο όμως. Τραγούδια γράφω σπάνια – και μόνο εμπνευσμένος. Ολον τον υπόλοιπο καιρό βρίσκω πράγματα που κρατάνε αναμμένο το μυαλό και τις αισθήσεις μου».
Νεφέλη Φασούλη. Τι έχει αυτή η τραγουδίστρια και την ξεχωρίσατε κατ’ αρχάς εσείς και στη συνέχεια το κοινό;
«Μεγάλη δεξιοτεχνία και μουσικότητα σε διάφορες, αντίθετες μεταξύ τους, παραδόσεις. Και κάτι όμορφο με την έννοια του αγριολούλουδου. Δεν έχει τίποτα το «συνθετικό» στα υλικά της».