Το πρωινό, µου είπαν στο µικρό ξενοδοχείο όπου παραθέριζα, ξεκινάει στις εννέα και διαρκεί ως τις δώδεκα το µεσηµέρι. «Αυτό δεν είναι πρωινό, µεσηµεριανό είναι» σχολίασα. Γέλασαν (προφανώς βρήκαν αστεία την έκπληξή µου) και µου εξήγησαν πως οι πελάτες τους σπανίως κατεβαίνουν πριν από τις εννέα, οπότε δεν υπάρχει λόγος να ανοίγουν την κουζίνα πιο νωρίς. Η αλήθεια είναι πως αυτό το πρόβληµα το έχω αντιµετωπίσει πολλές φορές στις ανά την Ελλάδα διακοπές µου. Ως άνθρωπος που ξυπνάει πάντα πολύ νωρίς αναγκάζοµαι να περιµένω στο δωµάτιό µου ή να κάνω βόλτες γύρω από το ξενοδοχείο ώσπου να πάει τουλάχιστον οκτώ για να πάρει µπροστά το σύστηµα και να µπορέσω να πιω έναν καφέ. Μόνο στα µεγάλα και ακριβά ξενοδοχεία, που έχουν περισσότερο προσωπικό, το σέρβις ξεκινάει στις επτά. Η εβδόµη πρωινή, αυτή είναι η πιο λογική, κατά τη γνώµη µου, ώρα για να αρχίζει να σερβίρεται το πρωινό. Κατά τα άλλα, πράγµατι, στην περίοδο των διακοπών οι περισσότεροι κοιµούνται λίγο παραπάνω. Οπότε ένα µικρό ξενοδοχείο όπου όλα περνάνε από τα χέρια δύο, τριών το πολύ ανθρώπων, θα προσαρµόσει τη λειτουργία του στις συνήθειες των επισκεπτών του. Ακόµα και αν δεν µε συµφέρει, δεν είναι παράλογο. Γι’ αυτό έχω αποφασίσει να µην είµαι ο σπαστικός, εκείνος που αν και το πρωινό σερβίρεται στις εννέα, ζητάει να του το σερβίρουν στις οκτώ. Κάθε επιχείρηση λειτουργεί µε τους δικούς της κανόνες, αν δεν σου κάνουν, να επιλέξεις κάποια άλλη. Οµως, άλλο να σέβεσαι τον ύπνο των πελατών σου και άλλο να κοιµάσαι περισσότερο από εκείνους. Κατέβηκα, που λέτε, για πρωινό στις εννέα το πρωί, ενώ είχα ξυπνήσει από τις 6.30 και το στοµάχι µου έπαιζε ταµπούρλο από την πείνα. Οχι µόνο βρήκα το εστιατόριο άδειο, αλλά και σκοτεινό. Το πάτωµα ήταν ασκούπιστο, σε µερικά τραπέζια υπήρχαν ακόµα ποτήρια και άδεια µπουκάλια από το προηγούµενο βράδυ. Κάθισα σε µια άκρη και περίµενα. Επειτα από δέκα λεπτά κατευθύνθηκα προς την κουζίνα, από όπου ακουγόταν κάτι σαν θόρυβος. Μια κυρία που στο ένα χέρι κρατούσε µια σκούπα και στο άλλο έναν φραπέ µε ενηµέρωσε πως «δεν έχει έρθει ακόµα ο σεφ, καθίστε στο τραπέζι σας και θα δω τι µπορώ να κάνω». Κάθισα, περίµενα για µερικά λεπτά ακόµα – η ώρα ήταν εννέα και τέταρτο – όταν η ίδια κυρία εµφανίστηκε µε έναν δίσκο που περιείχε ένα µπουκάλι νερό, δύο ποτήρια και ένα τασάκι. «Καπνίζετε;» ρώτησε. «Οχι». Ψέκασε βαριεστηµένα µε απολυµαντικό το τραπέζι, τοποθέτησε πάνω του το νερό και τα ποτήρια και εξαφανίστηκε ξανά στην κουζίνα µε τον δίσκο και το τασάκι. Ησυχία! Στις 9.30 εµφανίστηκε ο σεφ. Αγουροξυπνηµένος, µε τον καφέ του στο χέρι – τη στιγµή που εµείς είχαµε µόνο νερό. Καληµέρισε, απολογήθηκε γιατί είχε δουλειά ως αργά και δεν άκουσε το ξυπνητήρι. «Ετσι κι αλλιώς, καλοκαίρι είναι, και όλα πάνε στο χαλαρό» χαµογέλασε. Αποµείναµε να αναρωτιόµαστε αν ήµασταν εµείς οι παράξενοι ή αν πράγµατι κάτι δεν λειτουργούσε σωστά.

Περιεχόμενο για συνδρομητές

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Έχετε ήδη
συνδρομή;

Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω

Θέλετε να γίνετε συνδρομητής;

Μπορείτε να αποκτήσετε την συνδρομή σας από εδω