Με μια μοναδική ικανότητα να αντιλαμβάνεται – και συχνά να ορίζει –
την τέχνη της αυτοκίνησης στο μέλλον, η Ferrari ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία της, παρουσιάζοντας το πρώτο πρωτότυπο μοντέλο της που σχεδιάστηκε αρχικά για τον κόσμο του μηχανοκίνητου αθλητισμού και δευτερευόντως ως πηγή έμπνευσης για τα αυτοκίνητα του είδους του.
Η αισθητική του αυτοκινήτου έχει τις ρίζες της στην αγωνιστική παράδοση του «Cavallino Rampante», με τον αριθμό 75 στις πλευρικές επιφάνειες να αντικατοπτρίζει την κληρονομιά της. Ταυτόχρονα η αποκάλυψη της Ferrari Vision Gran Turismo αποτελεί μέρος των εορτασμών της 75ης επετείου από τότε που το πρώτο αγωνιστικό αυτοκίνητο της μάρκας, η 125 S, πέρασε τις πύλες του εμβληματικού εργοστασίου το 1947.
Σύμφωνα με τους δημιουργούς της, «σηματοδοτεί ένα άλμα για τη Ferrari στο εικονικό περιβάλλον, όπου θα εμπνεύσει νέες γενιές παθιασμένων οδηγών επαναπροσδιορίζοντας τη στυλιστική γλώσσα της εταιρείας. Αντιπροσωπεύει επίσης ένα φουτουριστικό σχεδιαστικό μανιφέστο για τα αυτοκίνητα δρόμου της Ferrari, ενσαρκώνοντας τη μέγιστη έκφραση της ομορφιάς και της καινοτομίας».
Ο σχεδιασμός της Ferrari Vision Gran Turismo υπογράφεται από το Ferrari Centro Stile υπό τη διεύθυνση του Φλάβιο Μαντσόνι, ο οποίος μιλώντας για αυτή αναφέρθηκε στα θρυλικά σπορ πρωτότυπα της μάρκας στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, τα οποία γνώρισαν τεράστια επιτυχία σε αγώνες αντοχής, όπως οι 24 ώρες της Daytona και οι 24 ώρες του Le Mans, εκεί όπου η Scuderia κέρδισε συνολικά εννέα φορές.
«Διαθέτοντας δραματικές αναλογίες και φουτουριστικές γραμμές, το αυτοκίνητο πετυχαίνει τη στυλιστική του αποστολή ενσωματώνοντας το DNA αριστουργημάτων όπως η 330 P3 και η 512 S, αποτίνοντας ταυτόχρονα φόρο τιμής στην ένδοξη αγωνιστική ιστορία μας και προσφέροντας μια δελεαστική ματιά στη μελλοντική εξέλιξη των αγωνιστικών αυτοκινήτων» υπογραμμίζει ο Μαντσόνι.
Στο επίκεντρο της προσπάθειας της ομάδας του βρέθηκε η αεροδυναμική, με τη ροή του αέρα γύρω από το αμάξωμα και την αύξηση της κάθετης δύναμης να δημιουργούν νέα δεδομένα για το παρόν και το μέλλον των ιταλικών υπερ-αυτοκινήτων.
Ειδικά η αεροδυναμική τού πίσω τμήματος αναπτύχθηκε με βάση τις λύσεις που εξελίχθηκαν για την αγωνιστική Ferrari 499P (την οποία θα δούμε στις πίστες το 2023), κυρίως σε ό,τι αφορά τον διαχύτη και την πίσω πτέρυγα δύο τμημάτων.
Ασκήσεις ρεαλισμού
Στην εύλογη απορία μας πόσο εφικτό είναι να κυκλοφορήσει ένα τέτοιο αυτοκίνητο στον δρόμο η απάντηση είναι, για τη Ferrari, απλή. Οι Ιταλοί δεν δημιουργούν πρωτότυπα μοντέλα για το μουσείο τους. Η δημιουργία μιας Vision GT είτε ως one-off μοντέλο συλλεκτικής αξίας είτε ως σειρά περιορισμένης παραγωγής θεωρείται δεδομένη, αποφέροντας τεράστια κέρδη.
Σκεφθείτε ότι αυτό το αυτοκίνητο διαθέτει τον ίδιο turbo V6 κινητήρα που υιοθετήθηκε στις 296 GTB, 296 GTS και 296 GT3, ενώ η αρχιτεκτονική του αξιοποιήθηκε και στη νέα 499P. Στη συγκεκριμένη διαμόρφωσή του ο κινητήρας είναι ρυθμισμένος ώστε να αποδίδει 1.030 ίππους στις 9.000 σ.α.λ., ενώ επιπλέον 240 kW (326 ίπποι) είναι διαθέσιμοι χάρη σε τρεις ηλεκτροκινητήρες, ένας στον πίσω άξονα και ένας σε κάθε έναν από τους μπροστινούς τροχούς.
Αυτή η υβριδική τεχνολογία μεταφέρει αρχικά σε εικονικό περιβάλλον και μελλοντικά στον δρόμο την τεχνογνωσία στις στρατηγικές ηλεκτρικής ώθησης και ανάκτησης ενέργειας που έχει αναπτύξει η Ferrari στη Formula 1. Η συνεχής εξισορρόπηση της κατάστασης φόρτισης της μπαταρίας επιτρέπει στον οδηγό να αξιοποιεί πλήρως τη συνδυασμένη ισχύ από τον κινητήρα εσωτερικής καύσης και τους ηλεκτροκινητήρες, έτσι ώστε να είναι διαθέσιμη η μέγιστη δυνατή απόδοση τόσο κατά τη διάρκεια των γύρων κατάταξης όσο και κατά τη διάρκεια συνεχόμενων αγωνιστικών γύρων.
Η έννοια των αγώνων ταχύτητας καθορίζει και τον εσωτερικό σχεδιασμό του μοντέλου, αποτελώντας προέκταση του εξωτερικού, με μια μινιμαλιστική προσέγγιση που αποσκοπεί στην καλύτερη δυνατή λειτουργικότητα και εργονομία για τον οδηγό, ο οποίος καλείται να διαχειρισθεί ένα hi-tech τιμόνι επιπέδου Formula 1. Από αυτήν προέρχεται και η τεχνολογία του αυτόματου κιβωτίου διπλού συμπλέκτη οκτώ ταχυτήτων μέσω του οποίου η μετάδοση της ισχύος φθάνει σε όλους τους τροχούς, ενώ η κατανομή του βάρους των 1.250 κιλών (χωρίς καύσιμα ή άλλα υγρά και τον οδηγό) κατά 43,5% μπροστά και 56,5% πίσω αποτυπώνει, κατά τη Ferrari, την ικανότητά του να πετυχαίνει κορυφαίες επιδόσεις (με επιτάχυνση από στάση 0-100 χλμ./ώρα σε λιγότερο από δύο δευτερόλεπτα) τόσο στα ελικοειδή σιρκουί πόλης όσο και στις παραδοσιακές πίστες αγώνων αντοχής, με τη μέγιστη ταχύτητα σε αυτές να υπερβαίνει τα 350 χλμ./ώρα.