Εχει κατακτήσει τη φήμη ως ο πιο γνωστός και αγαπημένος καλλιτέχνης της Νότιας Αμερικής, ο δημιουργός του ιδιώματος που φέρει το όνομά του, «Βoterismo», και είναι άμεσα αναγνωρίσιμο για τις πληθωρικές και αισθησιακές μορφές του. Οι πίνακες αλλά και τα γλυπτά του κοσμούν εμβληματικούς δημόσιους χώρους στη Νέα Υόρκη, στο Παρίσι, στη Βαρκελώνη, στη Μαδρίτη, στην Ιερουσαλήμ, ενώ πωλούνται σε δημοπρασίες σε τιμές που μπορεί να φτάσουν ακόμα και τα 4.320.000 δολάρια, όπως συνέβη εξάλλου με το ένα από τα τρία γλυπτά «Man on a Horse» (1999) όταν αυτό διατέθηκε από τους Christie’s στη Νέα Υόρκη το 2022. Διανύοντας πλέον τη δέκατη δεκαετία της ζωής του μετά τα πρόσφατα 91α γενέθλιά του, ο Φερνάντο Μποτέρο μπορεί να αισθάνεται ότι δεν έχει αφήσει κανένα κάστρο απόρθητο. Ξεκινώντας από μια μικρή πόλη της Κολομβίας κατέκτησε όλον τον κόσμο της τέχνης, έχοντας μάλιστα στο πλευρό του, τα τελευταία 43 χρόνια, τη «δική μας» διακεκριμένη εικαστικό Σοφία Βάρη.
Τα πράγματα δεν ήταν πάντα τόσο ρόδινα για τον Φερνάντο Μποτέρο. Γεννημένος στο Μεντεγίν με τις μπαρόκ εκκλησίες στις 19 Απριλίου του 1932, όταν δηλαδή η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Κολομβίας μετά την Μπογκοτά ήταν σχετικά μικρή και απομονωμένη και όχι ένα από τα πιο επικίνδυνα μέρη στον πλανήτη που εξελίχθηκε στην πορεία, αφημένη στο έλεος των ναρκοσυμμοριών. Βρέθηκε ορφανός από πατέρα στα τέσσερά του χρόνια όταν εκείνος, ένας περιπλανώμενος πωλητής, έφυγε ξαφνικά από τη ζωή στα σαράντα του χρόνια από καρδιακή ανακοπή, αφήνοντας πίσω τη μοδίστρα γυναίκα του με τρία παιδιά να αναθρέψει – ο Φερνάντο ήταν ο δεύτερος από τους τρεις γιους της οικογένειας. Το μέλλον του διαγραφόταν δύσκολο, κάτι που προσπάθησε να αποτρέψει ένας θείος-προστάτης επιδιώκοντας να τον κάνει ταυρομάχο όταν ήταν μόλις 12 ετών. Ομως η σύντομη φοίτησή του στη σχετική σχολή απέδειξε ότι τον ενδιέφερε περισσότερο το να αποτυπώσει όσα έβλεπε παρά το να είναι ενεργό μέρος τους. Το ταλέντο του ήταν εμφανές ήδη από τότε και οι πρώτες του ζωγραφιές με ταυρομάχους έγιναν ανάρπαστες – δημιουργίες του έφτασαν ακόμη και στις σελίδες ενθέτου της εφημερίδας «El Colombiano», ενώ έκτοτε έγιναν το κεντρικό θέμα σε πάνω από 150 έργα του. Στα 19 του έτη θα πραγματοποιούσε την πρώτη του ατομική έκθεση στην Μπογκοτά και σταδιακά θα ακολουθούσε όλος ο κόσμος.
Ο Μποτέρο ανέκαθεν θεωρούσε εαυτόν αυτοδίδακτο, και ας φοίτησε σε σχολές στην Ευρώπη αφότου πέρασε τον Ατλαντικό, όταν το 1958 απέσπασε το πρώτο βραβείο στο Salón de Artistas Colombianos στην Μπογκοτά. Στη Μαδρίτη, στο Παρίσι αλλά και στη Φλωρεντία μελέτησε τους μεγάλους ζωγράφους και ιδιαίτερα τα διδάγματα των σπουδαίων της ιταλικής Αναγέννησης, όπως ο αγαπημένος του Πιέρο ντέλα Φραντσέσκα. Βέβαια, η πιο εμφανής επιρροή, τουλάχιστον στα πρώτα του βήματα, προερχόταν από τον ισπανόφωνο κόσμο και ήταν το έργο του Πικάσο, του Χουάν Γκρις και των μεξικανών muralistas Χοσέ Κλεμέντε Ορόθκο, Νταβίντ Αλφάρο Σικέιρος, Ντιέγκο Ριβέρα, για να μην πούμε βέβαια για την τέχνη της προκολομβιανής Αμερικής και την παράδοση των Ολμέκων. Το μαντολίνο που ζωγράφισε το 1956, με μια ασυνήθιστα μικρή οπή στο ογκώδες «σώμα» του, ήταν η αρχή της διαμόρφωσης του ιδιώματος που θα τον έκανε διάσημο σε όλα τα μήκη και πλάτη της Γης.
Η μεγάλη παρεξήγηση
Ο Μποτέρο ζωγραφίζει σκηνές ετερόκλητων θεματικών. Από τους ταυρομάχους, το τσίρκο, τα γυμνά και τους οίκους ανοχής, τα καθημερινά στιγμιότυπα στους δρόμους της Λατινικής Αμερικής και τις νεκρές φύσεις, τις προσωπικές αναπαραστάσεις εμβληματικών έργων από την ιστορία της δυτικής τέχνης έως τα πορτρέτα των πολιτικών προσώπων αλλά και των ανθρώπων που συνδέονται με τη βία των καρτέλ ναρκωτικών της πατρίδας του, όπως ο Πάμπλο Εσκομπάρ – ο οποίος υπήρξε επίσης «παιδί» του Μεντεγίν – και του πανίσχυρου καρτέλ του, ή τα βασανιστήρια των ιρακινών κρατουμένων στις φυλακές Αμπου Γκράιμπ λίγο έξω από τη Βαγδάτη. «Το δράμα της Κολομβίας είναι τόσο μεγάλο που δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει τους χιλιάδες εκτοπισμένους και νεκρούς, τις πομπές με τα φέρετρα. Ενάντια σε όλες τις αρχές μου έπρεπε να ζωγραφίσω τη βία» έχει πει σχετικά. Και το έκανε σταθερά με τον δικό του τρόπο: με φιγούρες ευτραφείς, στρογγυλεμένες, ογκώδεις, ένα μέσο για να εκφράσει τον αισθησιασμό της φόρμας χειραγωγώντας τον χώρο και την προοπτική για να εστιάσει στη μνημειακότητα των μορφών.
«Οχι, δεν ζωγραφίζω χοντρούς ανθρώπους» επέμενε ανέκαθεν ο ίδιος. «Η ανθρωπότητα που ενοικεί τους πίνακες του Μποτέρο, ενός καλλιτέχνη που παραμένει φανατικά προσηλωμένος στην παραστατική ζωγραφική και στην ανθρωποκεντρική παράδοση είναι υπερτροφική, υπερθετική, με μνημειακές διαστάσεις. Και δεν είναι μόνο οι άνθρωποι που είναι υπερφυείς στους πίνακες του κολομβιανού καλλιτέχνη, αλλά και ολόκληρος ο κόσμος που τους περιβάλλει, ο φυσικός και ο τεχνητός: ζώα, δέντρα, φυτά, καρποί, έπιπλα πλάστηκαν με την ίδια αισθησιακή υπερβολή· είναι σαν να έχουν όλοι και όλα μπολιαστεί από ένα ερωτικό, ευγονικό ελιξίριο ζωτικότητας. H ανθρωπότητα του Μποτέρο με την υπερφυή πλαστικότητά της διεκδικεί τον ζωτικό της χώρο όχι μόνο στη ζωγραφική επιφάνεια αλλά και στην ίδια την κοινωνία» έγραφε η αείμνηστη Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα στο «Βήμα» το 2008, δύο χρόνια αφότου είχαν πραγματοποιηθεί δύο μεγάλες εκθέσεις του καλλιτέχνη στην Εθνική Πινακοθήκη (αναδρομική με 142 πίνακες) και στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (με 29 γλυπτά).
Ο επίμονος Κολομβιανός
Πολίτης του κόσμου, που ζει μεταξύ Νέας Υόρκης, Παρισιού, Πιετρασάντα στην Τοσκάνη αλλά και Ερέτριας στην Εύβοια, για να μην ξεχνάμε τη σύνδεσή του όσο και την αγάπη του για την Ελλάδα, ο Φερνάντο Μποτέρο δεν ξέχασε ποτέ την πατρίδα του, την Κολομβία, και ιδιαίτερα το Μεντεγίν, ακόμα και προτού αυτό «καθαρίσει» και γίνει μια πόλη-υπόδειγμα, καινοτόμα, συμπεριληπτική και βιώσιμη, όπως θεωρείται τα τελευταία χρόνια. Eίναι μια επιλογή που είχε τα ρίσκα της, για παράδειγμα το 1994 έγινε μια αποτυχημένη απόπειρα απαγωγής εναντίον του, ενώ έναν χρόνο μετά η ομάδα ανταρτών FARC εγκατέστησε 10 κιλά δυναμίτιδας κάτω από το γλυπτό του «Pájaro» (Πουλί), το οποίο είχε δωρίσει στην πόλη του Μεντεγίν – υπάρχει ένα ολόκληρο πάρκο στο κέντρο της πόλης με 23 γλυπτά του. Το συγκεκριμένο έργο στην πλατεία San Antonio καταστράφηκε μερικώς, ενώ τουλάχιστον 30 άτομα βρήκαν τραγικό θάνατο και περισσότερα από 200 τραυματίστηκαν. Eιπώθηκε ακόμα και ότι η επίθεση ήταν ένα «μήνυμα» προς τον Φερνάντο Μποτέρο Ζέα, τον υιό Μποτέρο, έναν από τους τρεις που απέκτησε με την πρώτη σύζυγό του, ο οποίος την περίοδο εκείνη εκτελούσε χρέη υπουργού Αμυνας. Ο καλλιτέχνης Μποτέρο δεν πτοήθηκε, φιλοτέχνησε ένα νέο γλυπτό που τιτλοφόρησε «La Paloma de la Paz», το οποίο τοποθετήθηκε δίπλα στο ημικατεστραμμένο προηγούμενο. Ακόμη πιο πρόσφατα, το 2020, άγνωστοι βανδάλισαν γλυπτά του που είχε δωρίσει στη γενέτειρά του Μεντεγίν στις αρχές του 2000, πετώντας επάνω τους μπογιές – σε άλλες περιπτώσεις έχουν επιστρατευθεί γκραφίτι ή έχουν κλαπεί τμήματα δημόσιων γλυπτών του.
Ο Μποτέρο έχει ωφελήσει τη γενέτειρά του με πολλούς τρόπους. Για παράδειγμα, έχει δωρίσει δεκάδες έργα από τη συλλογή του στο Museum of Antioquia στο Μεντεγίν αλλά και στο Banco de la Republica στην Μπογκοτά – στην τελευταία περίπτωση αποτέλεσαν τη βάση για το Μουσείο Botero στη κολομβιανή πρωτεύουσα. Βρίσκονταν διάσπαρτα στα σπίτια του σε Νέα Υόρκη, Παρίσι, Μόντε Κάρλο και Πιετρασάντα, γιατί βέβαια εκτός από δημιουργός είναι και συλλέκτης προκολομβιανής τέχνης, όπως και σπουδαίων καλλιτεχνών του 19ου και 20ού αιώνα, στο πάνθεον των οποίων ανήκει δικαιωματικά και ο ίδιος.
Σοφία Βάρη, η γυναίκα δίπλα στον άνδρα
Βέβαια, δεν νοείται να μιλήσει κανείς για τον Μποτέρο δίχως να γίνει αναφορά στην επί 43 χρόνια συμβία του Σοφία Βάρη. Εικαστικός με διεθνή απήχηση, συνοδοιπόρος του κολομβιανού καλλιτέχνη, έχει δει έργα της να παρουσιάζονται σε μουσεία αλλά και σε εμβληματικά τοπόσημα μεγάλων πόλεων. Μάλιστα, από τις 29 Απριλίου και έως τις 31 Οκτωβρίου δώδεκα μνημειακά γλυπτά της Βάρη θα εκτεθούν στην Park Avenue της Νέας Υόρκης, από την 53η έως την 62η οδό, μια δημόσια έκθεση που θα ξεκινήσει με την αφορμή της Διεθνούς Ημέρας Γλυπτικής και διοργανώνεται σε συνεργασία με τη Nohra Haime Gallery και το Fund for Park Avenue, μεταξύ άλλων δημοτικών και εικαστικών φορέων. Στην Ελλάδα και στην Αθήνα συγκεκριμένα η τελευταία φορά που είδαμε έργα της ήταν στο προαύλιο του Κέντρου Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος, στο πλαίσιο της έκθεσης με τίτλο «Φόρμες και αντιθέσεις» το 2018, με τα μπρούντζινα γλυπτά μαύρου χρώματος, ορισμένα με λευκές λεπτομέρειες, «για να καθαρίζονται οι συνδέσεις τους», να βρίσκονται σε διάλογο με το κανάλι του ΚΠΙΣΝ. Βέβαια, η «παρουσία» της Βάρη είναι μόνιμη στην πόλη, όπως με τον «Θησέα», το επιβλητικό γλυπτό της στην πλατεία Κοτζιά, ενώ η υφαντή ταπισερί «I Love Greece» υποδέχεται τους ταξιδιώτες όταν εισέρχονται στις αφίξεις του Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών «Ελευθέριος Βενιζέλος» – εγκαινιάστηκε το καλοκαίρι του 2018 παρουσία της καλλιτέχνιδος και του βρετανού μουσικού Sting για τη στήριξη του έργου της Διεθνούς Αμνηστίας.
Η Σοφία Βάρη, μια πολύ αριστοκρατική, κομψή και βαθιά ευγενής γυναίκα, έχει ζήσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της εκτός Ελλάδας. Γεννήθηκε το 1940 και είναι το γένος Κανελλοπούλου – μάλιστα στην οικογενειακή έπαυλη στη Βάρη, από όπου δανείστηκε τελικά το όνομά της, υπογράφηκε η Συμφωνία της Βάρκιζας. Τα παιδικά και νεανικά της χρόνια τα έζησε σε Ελλάδα, Ηνωμένο Βασίλειο και Ελβετία, ενώ σπούδασε στην École des Beaux-Arts στο Παρίσι. Από όταν γνώρισε τον κολομβιανό σύζυγό της τη δεκαετία του ‘70 ζουν μεταξύ Ριονέγκρο στην Κολομβία, Πιετρασάντα στην Ιταλία, Παρισιού, Νέας Υόρκης, Εύβοιας – για να μην ξεχνιόμαστε – και φυσικά Μόντε Κάρλο, όπου βρίσκονται και τώρα. Πάντα και παντού όμως κουβαλούσε τη χώρα μέσα της, σε όλα τη μήκη και πλάτη της Γης όπου βρέθηκε χάρη στην οικογενειακή ιστορία και εν συνεχεία μαζί με τον Φερνάντο Μποτέρο.
Τα πρώτα της καλλιτεχνικά βήματα τα έκανε στο πεδίο της παραστατικής ζωγραφικής, όμως από τα μέσα της δεκαετίας του ‘80 στράφηκε στη γλυπτική. Χωρίς να ενταχθεί σε σχολές και καλλιτεχνικά κινήματα, άντλησε ερεθίσματα από τις εμπειρίες της και δημιούργησε το προσωπικό της, εν τέλει, αναγνωρίσιμο εικαστικό ιδίωμα. Γεωμετρικές φόρμες σε διάλογο μεταξύ τους όσο και με τον χώρο που τις περιβάλλει, όπως και με την ιστορία της τέχνης, τα διδάγματα του Πιέρο ντέλα Φραντσέσκα, τον κυβισμό ή και τα γλυπτά των Ολμέκων της Κεντρικής Αμερικής αλλά και εκείνα της αρχαίας Ελλάδας. Η Μεσόγειος ως έννοια και ως αύρα βρίσκεται βέβαια στο επίκεντρο του έργου της. Είτε όταν δημιουργεί τα κατάλευκα γλυπτά της από μάρμαρο Θάσου είτε όταν φιλοτεχνεί ζωγραφικά έργα μεικτής τεχνικής και κολάζ είτε όταν σμιλεύει κοσμήματα, επί της ουσίας μικρογραφίες των έργων της. «Ως Ελληνίδα που είμαι, με γοητεύουν το φως και η θάλασσα, στοιχεία που έχουν τις ιδιαιτερότητές τους. Το μεν φως βγάζει την ένταση από τους όγκους και τους κάνει πιο επίπεδους. Το δε νερό έχει μεγάλη ένταση, εμπλέκεται σε ένα παιχνίδι με τον αέρα, κάτι που δεν μπορεί να κάνει με τα γλυπτά. Προσπαθώ να δώσω στα έργα μου δύναμη, πάθος, κομψότητα, αρμονία, να παραπέμπουν στην απαλότητα του νερού αλλά και στην έντασή του» έλεγε με την αφορμή της υπαίθριας έκθεσης στο ΚΠΙΣΝ, απηχώντας όμως παράλληλα τη στόχευσή της με τις δημιουργίες της.