Η «Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ», η πρωτοποριακή όπερα του Ντμίτρι Σοστακόβιτς, επιστρέφει στην Εθνική Λυρική Σκηνή, τέσσερα χρόνια μετά την πανελλαδική πρεμιέρα της (το 2019), ως η παραγωγή με την οποία εγκαινιάζεται η νέα περίοδος λειτουργίας του οργανισμού. Η συγκλονιστική ιστορία της Κατερίνας Ισμαήλοβα, της γυναίκας που έζησε τις πιο σκοτεινές πλευρές του έρωτα διαγράφοντας τραγική πορεία προς τη συντριβή και τον θάνατο, αναβιώνει εκ νέου στην επιτυχημένη σκηνοθεσία της Φανί Αρντάν. Και η διάσημη ηθοποιός και σκηνοθέτις, λίγο προτού ανέβει η αυλαία στην αίθουσα Σταύρος Νιάρχος στο Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος, μιλώντας αποκλειστικά στο ΒΗΜΑgazino, μας εισάγει στην ατμόσφαιρα της παράστασής της και μοιράζεται μαζί μας εξαιρετικά ενδιαφέρουσες σκέψεις για το θέατρο αλλά και για τη ζωή.
Τελικά τι είναι αυτό που προκάλεσε το ενδιαφέρον σας ώστε να σκηνοθετήσετε τη «Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ»;
«Οταν ο καλλιτεχνικός διευθυντής της ΕΛΣ, ο Γιώργος Κουμεντάκης, μου πρότεινε να σκηνοθετήσω μια όπερα, ενθουσιάστηκα, ένιωσα λίγο σαν… το κυνηγόσκυλο μέσα στο δάσος. Μπορούσα, μάλιστα, να διαλέξω! Πάντα αγαπούσα τη ρωσική μουσική και ιδιαίτερα τον Σοστακόβιτς για το τραγικό του όραμα για τη ζωή και τον «αυθάδη» τρόπο του να μιλά για ελευθερία, να επιβάλλει την ελευθερία ό,τι και αν συνέβαινε γύρω. Επιπλέον, η «Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ» ήταν ένα έργο που δεν το είχα δει ποτέ στη σκηνή, οπότε μπορούσα να φανταστώ τα πάντα».
Ποιες πτυχές του χαρακτήρα της Κατερίνας Ισμαήλοβα, της κεντρικής ηρωίδας της όπερας, θέλατε να αναδείξετε στην παραγωγή σας; Πώς θα την περιγράφατε ως γυναίκα και τι σας ιντριγκάρει στον χαρακτήρα της;
«Εκείνο που μου αρέσει στην Κατερίνα είναι ότι δεν υποκλίνεται ποτέ μπροστά στην εξουσία. Είναι έτοιμη να κάνει τα πάντα για να σώσει την αγάπη της και προτιμά να πεθάνει παρά να ζει χωρίς αυτήν όταν την προδίδουν. Η Κατερίνα έχει διπλή προσωπικότητα: μια ευαίσθητη και παθιασμένη φύση που την κάνει εύθραυστη και ένα δυνατό μυαλό που δεν φοβάται τίποτα. Αυτό της δίνει δύναμη ενάντια στον κόσμο. Αλλά είναι μοναχική. Επιλέγει μια ζωή με ελευθερία και πάθος. Δεν υπακούει στους κανόνες μιας στενής, συμβατικής, πουριτανικής κοινωνίας. Και είναι έτοιμη να πληρώσει το τίμημα για να ζήσει ελεύθερη και με αγάπη».
«Ποτέ δεν σκέφτηκα με όρους καριέρας. Πάντα πίστευα στη φαντασία, στην ελευθερία της ζωής και πολύ εύκολα αγαπούσα εκείνο που μου προσφερόταν»
Ποια πιστεύετε ότι είναι τα βασικά θέματα και τα μηνύματα του έργου που έχουν απήχηση στο σύγχρονο κοινό;
«Θα υπάρχουν πάντα δύο στρατόπεδα στην κοινωνία: εκείνο των σκυλιών και εκείνο των λύκων. Η ασφάλεια ενάντια στην ελευθερία – οι μύθοι του Λα Φοντέν. Το σύγχρονο κοινό δεν αντιμετωπίζει βεβαίως τους θανάσιμος κινδύνους που αντιμετώπιζε στην εποχή του Στάλιν, αλλά το καθήκον του είναι να σκέφτεται πάντα, να προβληματίζεται προτού υπακούσει τυφλά. Αυτό που αγαπώ στη δημοκρατική κοινωνία είναι η δυνατότητα να ζούμε μαζί, ακόμη και αν δεν έχουμε τις ίδιες ιδέες, ακόμα και αν δεν κάνουμε τις ίδιες σκέψεις».
Και πώς βλέπετε τη σχέση μεταξύ της μουσικής και της αφήγησης σε αυτή την έντονα θεατρική όπερα;
«Στη «Λαίδη Μάκβεθ» η μουσική δεν σταματά ποτέ. Μπορείτε να παρακολουθήσετε ολόκληρη την ιστορία όπως σε μια ταινία με αδιάλειπτη δράση, με γλαφυρούς χαρακτήρες και με έντονα συναισθήματα. Οι λέξεις και οι ήχοι συνδέονται στην ίδια βία, στην ίδια ποίηση, στις ελπίδες και στις λύπες».
Αλήθεια, τι σας ενέπνευσε ώστε να ασχοληθείτε μετά την υποκριτική και με τη σκηνοθεσία;
«Η ζωή έχει περισσότερη φαντασία από εμάς. Θυμάμαι την πρώτη φορά που ένας από τους διευθυντές της Οπερας των Παρισίων μού πρότεινε να σκηνοθετήσω τη «Veronique» του Αντρέ Μεσαζέρ. Είπα «ναι» αμέσως, χωρίς να το σκεφτώ πολύ. Νομίζω πως πάντα συμπεριφερόμουν έτσι. Οταν αισθάνομαι χαρά, ρίχνομαι στον άγνωστο κόσμο, πηγαίνω κατευθείαν προς το άγνωστο. Και βήμα-βήμα παθιάζομαι με αυτό που ανακαλύπτω, που αρχίζω να κατανοώ, που στο τέλος αγαπώ. Ποτέ δεν σκέφτηκα με όρους καριέρας. Πάντα πίστευα στη φαντασία, στην ελευθερία της ζωής και πολύ εύκολα αγαπούσα εκείνο που μου προσφερόταν. Ακόμη και ως ηθοποιός προτίμησα να λέω «ναι» σαν να βρίσκομαι κάθε φορά μπροστά σε ένα δώρο, παρά να χτίζω καριέρα με συγκεκριμένες στρατηγικές».
Πώς όμως ισορροπείτε ανάμεσα στους δύο ρόλους, της ηθοποιού και της σκηνοθέτιδος;
«Είναι σαν να ταξιδεύω ανάμεσα σε αυτά τα δύο. Κάποια στιγμή υπάρχει καταιγίδα, μερικές φορές καλός καιρός. Δεν είμαι, ούτως ή άλλως, ένας φρόνιμος άνθρωπος».
«Στον κόσμο του θεάτρου και του κινηματογράφου νομίζω ότι οι καλύτεροι άνθρωποι είναι αυτοί που ρίχνονται με πάθος, με όλη την καρδιά τους σε εκείνο που κάνουν»
Ποιες είναι οι προκλήσεις που αντιμετωπίσατε στην ιστορικά ανδροκρατούμενη βιομηχανία του θεάματος;
«Κατά έναν περίεργο τρόπο, ποτέ δεν σκέφτηκα με όρους άνδρα ή γυναίκας, αλλά με όρους ανθρώπου. Ποτέ δεν θαύμασα την ισχύ, ποτέ δεν θαύμασα τη δύναμη κανενός, γιατί η αγάπη για την εξουσία διαφθείρει. Στον κόσμο του θεάτρου και του κινηματογράφου νομίζω ότι οι καλύτεροι άνθρωποι είναι αυτοί που ρίχνονται με πάθος, με όλη την καρδιά τους σε εκείνο που κάνουν. Που επενδύουν σε αυτό όλη την εξυπνάδα, την εφευρετικότητα, το θράσος, την πρωτοτυπία, την παραδοξότητά τους».
Τι ρόλο παίζει η συνεργασία στη δημιουργική διαδικασία μιας παράστασης; Εσείς πώς καλλιεργείτε ένα περιβάλλον συνεργασίας μεταξύ των μελών της ομάδας σας;
«Μια τόσο δημιουργική διαδικασία όσο το στήσιμο μιας παράστασης είναι μια πρόσκληση σε χορό. Και μου αρέσει πολύ να χορεύω. Στις πρόβες φτάνω με τις ιδέες μου, τις οποίες έχω αναπτύξει μόνη μου, στο σκοτάδι. Ομως μου αρέσει να διαχειρίζομαι αυτές τις ιδέες σε συνεργασία με τους άλλους. Με τους τραγουδιστές, με τον μαέστρο της ορχήστρας, με τη χορωδία. Θυμάμαι στην Αθήνα, όταν στήναμε για πρώτη φορά τη «Λαίδη Μάκβεθ», μου άρεσε πολύ να έρχομαι κάθε μέρα και να βοηθάω στην εξέλιξη της παραγωγής. Οι προτάσεις των ηθοποιών, οι εξηγήσεις από τον σκηνογράφο, κάποιες δυσκολίες στη μουσική, το τραγούδι, οι κινήσεις, το ντεκόρ, τα φώτα, η προσπάθεια να λειτουργήσουν όλα σε τέλειο συγχρονισμό… Πάντα με γοήτευε το χάος, αλλά τελικά η αρμονία είναι δώρο. Πάντως η όλη διαδικασία είναι σαν να ορμάς μέσα στο άγριο δάσος. Αυτός είναι ο τρόπος μου για να σκηνοθετώ».
Πρόσφατα παίξατε έναν ρόλο στη νέα ταινία του Ρόμαν Πολάνκσι «The Palace». Πώς ήταν η συνεργασία σας;
«Η πρώτη μου φορά με τον Ρόμαν Πολάνσκι ήταν όταν με σκηνοθέτησε στο θέατρο ως Μαρία Κάλλας στο «Master Class». Είναι σπουδαίος σκηνοθέτης και μου αρέσει ο τρόπος με τον οποίο δουλεύει με τους ηθοποιούς: έχει εξυπνάδα, γενναιοδωρία, χιούμορ, αλήθεια.
Ημουν χαρούμενη που συνεργάστηκα ξανά μαζί του σε αυτή την ταινία, σε έναν εντελώς διαφορετικό για εμένα ρόλο: μια τρελή κυρία, χαμένη στο χιόνι. Λατρεύω την ενέργεια του Πολάνσκι, το πάθος με το οποίο δουλεύει, αναζητά, αυτοσχεδιάζει».
Είστε ικανοποιημένη με τη μέχρι σήμερα καριέρα σας; Με αυτά που έχετε καταφέρει;
«Αλίμονο, δεν ένιωσα ποτέ την αίσθηση της ολοκλήρωσης. Υπάρχει πάντα μια σκοτεινή πλευρά στον εαυτό μου, που με ωθεί να αναζητήσω το απόλυτο, αλλά το απόλυτο πάντα μου ξεφεύγει».
Τελικά πώς διαχειρίζεστε τις απαιτήσεις της επαγγελματικής και της προσωπικής ζωής για να διατηρήσετε μια υγιή ισορροπία;
«Oπως σας είπα, μου αρέσει το χάος και δεν είμαι λογικός άνθρωπος. Περπατάω κάτω από τη βροχή ή κάτω από τον ήλιο, άλλες φορές στη μοναξιά της ερήμου, άλλες στην πολύβουη πόλη».
Μπορείτε να μοιραστείτε μαζί μας ένα πολύτιμο μάθημα που πήρατε στη ζωή και στην καριέρα σας και το οποίο είχε διαρκή αντίκτυπο επάνω σας;
«Eμαθα πολλά από την «Ιλιάδα» που διάβαζα πολύ μικρή. Και θυμάμαι τι έγραψε ένας μεγάλος φιλόσοφος για εκείνα που πρέπει να καταλάβουμε και να μην ξεχάσουμε ποτέ. Ποτέ μην πιστέψετε ότι μπορούμε να ξεφύγουμε από το πεπρωμένο. Ποτέ μη θαυμάζετε τη δύναμη. Ποτέ να μη μισείτε τους εχθρούς σας. Και (όπως είπε και η Σιμόν Βέιλ), ποτέ μην περιφρονείτε τους δυστυχισμένους. Συγχωρέστε με, με τα αγγλικά μου δεν μπορώ να μεταφέρω την ομορφιά όλων αυτών των λέξεων που όμως τις γνωρίζω απ’ έξω».
«Μου αρέσει το χάος και δεν είμαι λογικός άνθρωπος»
Τι θα συμβουλεύετε τους επίδοξους ηθοποιούς και σκηνοθέτες; Υπάρχουν συγκεκριμένες δεξιότητες ή τακτικές που πιστεύετε ότι είναι κρίσιμες για την επιτυχία;
«Καθώς η ζωή είναι μακρά και σύντομη ταυτόχρονα, θα έλεγα στους νέους ηθοποιούς ή σκηνοθέτες να ακολουθήσουν την καρδιά τους, να μη φοβούνται ποτέ να είναι διαφορετικοί, να μην προσπαθούν να γίνουν σαν τους άλλους για να γίνουν αποδεκτοί, να παλέψουν για το πάθος τους, να μην αγαπήσουν ποτέ το χρήμα ή τη δύναμη της δόξας, να αγαπούν το θέατρο και τον κινηματογράφο όπως αγαπούν έναν ξεχωριστό άνθρωπο, χωρίς να προδίδουν αυτό που πιστεύουν και αυτό που θέλουν να ζήσουν. Από τη στιγμή που όλα έχουν ειπωθεί, το πιο σημαντικό είναι ο τρόπος με τον οποίο εσείς βλέπετε τα πράγματα, χωρίς να προσχωρείτε εύκολα στις σκέψεις και στις απόψεις των πολλών. Αυτός ο τρόπος θα σας βοηθήσει να ζωντανέψετε όσα έχετε στο μυαλό σας».
«Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ»: Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος, ΚΠΙΣΝ. Πρεμιέρα στις 21 Οκτωβρίου. Παραστάσεις θα δοθούν και στις 24, 27, 31 Οκτωβρίου καθώς και στις 5 και 9 Νοεμβρίου. Μουσική διεύθυνση Φαμπρίτσιο Βεντούρα. Στον πρωταγωνιστικό ρόλο η Σβετλάνα Σοζντάτελεβα. Μαζί της εμφανίζονται οι: Γιάννης Γιαννίσης, Γιάννης Χριστόπουλος, Σεργκέι Σεμισκούρ, Σοφία Κυανίδου, Νίκος Στεφάνου, Πέτρος Μαγουλάς, Τάσος Αποστόλου, Μαρισία Παπαλεξίου, Μαρία Μητσοπούλου, Μαξίμ Κλονόφσκι κ.ά.