Ερμονέλα Γιάχο: «Στη σκηνή ξεχνώ την τεχνική και ζω το δράμα»

Η διάσημη υψίφωνος που έχει συνεργαστεί με τους μεγαλύτερους σταρ της όπερας, ανάμεσά τους ο Πλάθιντο Ντομίνγκο και ο Γιόνας Κάουφμαν, πέταξε από τη Νέα Υόρκη για να κάνει το ελληνικό ντεμπούτο της, ερμηνεύοντας στην Εθνική Λυρική Σκηνή έναν από τους εμβληματικούς ρόλους της, τη «Μαντάμα Μπατερφλάι» του Πουτσίνι.

«Ας είμαστε ειλικρινείς, το κοινό θέλει αίμα», λέει η Ερμονέλα Γιάχο, «και ο τραγουδιστής που ερμηνεύει έναν ρόλο είναι σαν να δίνει το αίμα του εκείνη τη στιγμή. Ακούγεται πιθανώς μεγαλόστομο, αυτός όμως είναι ο τρόπος με τον οποίο εγώ προσεγγίζω τους ρόλους μου: Ως πράξη θυσίας». Οσοι την έχουν δει στη σκηνή (έστω στα δεκάδες αναρτημένα στο YouTube βίντεο από εμφανίσεις της) ξέρουν πως δεν υπερβάλλει: Η διάσημη υψίφωνος κυριαρχεί στα μεγαλύτερα θέατρα όχι μόνο με το τραγούδι της, αλλά κυρίως με τη σπάνια θεατρικότητα της ερμηνείας της. Με το σπαρακτικό δόσιμό της στον ρόλο τον οποίο υποδύεται κάθε φορά. Χαρακτηρισμένη από τους κριτικούς ως μία από τις μεγαλύτερες singing actresses των ημερών μας, απαράμιλλη κυρίως στα έργα του βεριστικού ρεπερτορίου, η Γιάχο έρχεται στην Αθήνα για να ερμηνεύσει στην Εθνική Λυρική Σκηνή τον μεγαλύτερο ρόλο της, τη «Μαντάμα Μπατερφλάι» του Πουτσίνι. Και με αφορμή το, καθυστερημένο είναι η αλήθεια, ελληνικό ντεμπούτο της, μιλάει στο BHMAgazino για μια ζωή που μοιάζει με παραμύθι. Για έναν αγώνα που καταλήγει θριαμβευτικά στις κατάφωτες σάλες της Μητροπολιτικής Οπερας της Νέας Υόρκης, της Σκάλας του Μιλάνου και της Βασιλικής Οπερας του Λονδίνου.

Παιδί ακόμα, έπειτα από μία παράσταση της «Τραβιάτα» του Βέρντι στην Οπερα των Τιράνων, η Ερμονέλα Γιάχο αποφάσισε να ασχοληθεί με το λυρικό τραγούδι. Να γίνει πριμαντόνα σαν το είδωλό της, τη Μαρία Κάλλας, την οποία όταν εκείνη πάνω-κάτω την εποχή την άκουσε σε μία κασέτα «ένιωσα σαν να συντελείται μπροστά μου ένα θαύμα. Για πρώτη φορά άκουγα μία φωνή να πηγαίνει πιο βαθιά από τις νότες, να φτάνει πέρα από τα όρια. Με συγκλόνισε και με ενέπνευσε, όσο κλισέ και αν ακούγεται». Χάρη στην αμέριστη συμπαράσταση των γονιών της, «στις θυσίες που έκαναν προκειμένου να μπορέσω να σπουδάσω και να πραγματοποιήσω το όνειρό μου», αλλά και στη δική της σκληρή δουλειά, βρέθηκε στην Ιταλία. Ηταν 19 χρόνων, «γεμάτη ενέργεια, γεμάτη όρεξη για να μάθω και να δημιουργήσω, αλλά και μόνη, χωρίς χρήματα, σε έναν κόσμο σκληρό και ανταγωνιστικό!». Με τη συμμετοχή της και τη βράβευσή της σε διεθνείς διαγωνισμούς άρχισε να δικτυώνεται. Το κοινό και οι κριτικοί εντυπωσιάστηκαν από αυτή τη μικροσκοπική, αδύνατη κοπέλα με την ντελικάτη λυρική φωνή που όταν ανέβαινε στη σκηνή μεταμορφωνόταν σε τραγωδό. Η «Τραβιάτα», η «Αδελφή Αγγελική» και η «Μαντάμα Μπατερφλάι» έγιναν τρεις από τους ρόλους με τους οποίους εδραίωσε τη φήμη της. Οι συνεργασίες της με καλλιτέχνες όπως οι τενόροι Πλάθιντο Ντομίνγκο, Γιόνας Κάουφμαν και Γκρέγκορι Κούντε και τον μαέστρο Αντόνιο Παπάνο έδωσαν ακόμα μεγαλύτερη λάμψη στο άστρο της.

Περιεχόμενο για συνδρομητές

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Έχετε ήδη συνδρομή;Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.