Υπήρξαν ταιριαστές, αγαπημένες και είναι βεβαίως ακόμη διακριτή επάνω τους η φυσιογνωμία του προπάτορα που τις έφερε στον κόσμο. Οι «Επτά αδελφές» της Μόσχας – όπως είναι γνωστά τα επτά μνημειώδη κτίρια που χτίστηκαν για να εκφράσουν το μεγαλείο της Σοβιετικής Ενωσης την εποχή του Στάλιν – έζησαν μια πολυτελή ζωή, και μάλιστα σε περιόδους που ο πλούτος θεωρούνταν αποσυνάγωγος από το καθεστώς της χώρας. Στα χιλιάδες τετραγωνικά τους με τις απαστράπτουσες μαρμάρινες επιφάνειες και το ιλιγγιώδες ύψος τους έζησαν οι προνομιούχοι του καθεστώτος, με την κρατική μέριμνα για τον ευπρεπισμό των κτιρίων να θεωρείται δεδομένη. Ωστόσο σήμερα, περίπου εβδομήντα χρόνια μετά την ανέγερσή τους, δεν βιώνουν όλες τα ίδια καλά γεράματα. Οπως περιγράφει άρθρο των «New York Times», ορισμένες από αυτές έχουν καταντήσει μελαγχολική σκιά του παλαιότερου εαυτού τους και μπορούν μόνο να αναπολούν τα περασμένα μεγαλεία. Ιδίως το συγκρότημα διαμερισμάτων στην πλατεία Κουντρίνσκαγια, το οποίο στην εποχή της ακμής του στέγαζε προνομιούχους του καθεστώτος όπως εργαζομένους στη βιομηχανία της αεροπορίας, επιστήμονες, αστροναύτες κ.ά.
Το έτερο οικιστικό συγκρότημα στην παραποτάμια λεωφόρο Κοτελνιτσέσκαγια φιλοξενούσε ποιητές, ηθοποιούς και διασημότητες της τέχνης, όπως η χορεύτρια Γκαλίνα Ουλάνοβα.
Μετά την πτώση του σοσιαλισμού τη δεκαετία του ’90 τα συγκροτήματα αυτά ιδιωτικοποιήθηκαν και έκτοτε η κυβέρνηση θεωρεί πως είναι υποχρέωση των ιδιοκτητών να αναλάβουν τη συντήρησή τους. Οι ιδιοκτήτες από την πλευρά τους – στην πλειονότητά τους πτωχευμένοι ηλικιωμένοι οι οποίοι κληρονόμησαν τις κατοικίες από συγγενείς που συγκροτούσαν την πάλαι ποτέ αφρόκρεμα του καθεστώτος – πιστεύουν ότι είναι καθήκον του δήμου ή του Κρεμλίνου να συντηρήσει τα κτίρια που θεωρούνται ιστορικά μνημεία και αδιαμφισβήτητα αρχιτεκτονικά σύμβολα της Μόσχας. Οπως σημειώνεται στο άρθρο της αμερικανικής εφημερίδας, στη Ρωσία «δεν υπάρχει κουλτούρα της ακίνητης περιουσίας», με αποτέλεσμα άνθρωποι που είναι διατεθειμένοι να διαθέσουν εκατομμύρια για να αποκτήσουν ένα σπίτι να μην επιδεικνύουν τον αντίστοιχο ζήλο να ξοδέψουν έστω ένα καπίκι για να καθαρίζουν την αυλή του. Πρόσφατα, το κτίριο στην παραποτάμια λεωφόρο Κοτελνιτσέσκαγια έλαβε κρατική χρηματοδότηση και ανακαινίστηκε, αν και πολίτες διατείνονται ότι αυτό συνέβη επειδή ορισμένοι από τους κατοίκους του είναι υψηλόβαθμα στελέχη του Κρεμλίνου.
Στα πρότυπα της Δύσης
Η ιστορία και των «Επτά αδελφών» ξεκινά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οταν δηλαδή ο Στάλιν είχε θριαμβεύσει απέναντι στη ναζιστική Γερμανία και ήθελε να δει την υπεροχή της περίλαμπρης χώρας του να αντανακλάται πάνω στα κτίρια της πρωτεύουσάς της, Μόσχας. Μιας πόλης που έβγαινε από τον πόλεμο λαβωμένη, λίγο προτού συμπληρώσει τα 800 χρόνια από την ίδρυσή της (στις 7 Σεπτεμβρίου 1947). Το μεγαλείο της εποχής και η υπεροχή της Σοβιετικής Ενωσης έπρεπε να εκφραστούν πάση θυσία ως η προσωποποίηση της δύναμης της χώρας αλλά και ως δείγμα αλάνθαστο της επικείμενης ταχείας ανασυγκρότησής της. Και πρωτεύουσα του σύγχρονου ανεπτυγμένου κόσμου δεν θα μπορούσε να νοηθεί χωρίς ουρανοξύστες. Αυτό πίστευε ο Στάλιν ότι θα σκέφτονταν όσοι επισκέπτονταν το κέντρο της αυτοκρατορίας του και δεν θα αντίκριζαν σε αυτό κτίρια που θα προκαλούσαν το δέος με το ύψος τους, μια πεποίθησή του την οποία είχε πιστοποιήσει και ο Χρουστσόφ. Οχι βεβαίως παρόμοια με εκείνα που ξεφύτρωναν σωρηδόν στις αμερικανικές μεγαλουπόλεις αλλά πιστά στα σταλινικά αισθητικά πρότυπα. Κάπως έτσι ορθώθηκαν στον ορίζοντα της Μόσχας οι «Επτά αδελφές», φιλότιμες κόρες ενός αρχιτεκτονικού στυλ που συνδύαζε το ρωσικό μπαρόκ, τον ύστερο κλασικισμό, την Art Deco και το γοτθικό στυλ, σχεδιασμένες από ισάριθμα αρχιτεκτονικά σχήματα των δύο (ενίοτε και του ενός).
Επτά κτίρια-μεγαθήρια, μνημειώδη αλλά και πομπώδη, για κυβερνητική, οικιστική ή ξενοδοχειακή χρήση, τα οποία οικοδομήθηκαν και με τη συνδρομή των κρατουμένων των γκουλάγκ και υπό την επίβλεψη της KGB, στον αντίποδα θα έλεγε κανείς του μοντερνιστικού «less is more», την περίοδο 1947-1953. Τόσο ως προς τα αρχιτεκτονικά στοιχεία και την εσωτερική διακόσμηση όσο και ως προς τις διαστάσεις ή τον αριθμό των ανθρώπων που μπορούσαν να στεγάσουν, αλλά και τις πρωτιές που μπορούσαν να επιδείξουν. Το κεντρικό κτίριο του Κρατικού Πανεπιστημίου Λομονόσοφ της Μόσχας φέρ’ ειπείν μπορούσε να καυχιέται ότι με 240 μέτρα ύψος ήταν το ψηλότερο κτίριο της Ευρώπης μέχρι το 1990, όταν έχασε τα πρωτεία, με αποτέλεσμα σήμερα να περιορίζεται στην κατοχή του τίτλου «το ψηλότερο εκπαιδευτικό ίδρυμα του κόσμου». Το κτίριο εκτός από τις αίθουσες διδασκαλίας διέθετε 6.000 δωμάτια και στέγαζε όλους τους φοιτητές του μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’70.
Το «Hotel Ukraina», από την άλλη, υπήρξε το μεγαλύτερο ξενοδοχείο της Ευρώπης στην εποχή του, με 1.000 δωμάτια στο δυναμικό του, αλλά και το υψηλότερο του είδους του στον κόσμο μέχρι το 1976, όταν βρέθηκε άλλη πόλη να διεκδικήσει την εντυπωσιακή πρωτιά (συγκεκριμένα η Ατλάντα). Ο Στάλιν τα είχε καταφέρει. Η αρχιτεκτονική της Μόσχας ήταν σε θέση να εκφράσει το μεγαλείο της Σοβιετικής Ενωσης. Εάν μάλιστα δεν είχε πεθάνει το 1953, το πιο πιθανό είναι ότι θα είχε ολοκληρωθεί και η όγδοη «αδελφή» της οικογένειας, ένας ουρανοξύστης-διοικητικό κτίριο στην περιοχή Ζαριάντιε, ο οποίος άρχισε να κατασκευάζεται αλλά δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Στη θέση του ανεγέρθηκε αργότερα το ξενοδοχείο «Rossiya». Πάντως, τα οκτώ κτίρια είχαν εξαρχής σχεδιαστεί για να περιβάλλουν ένα ένατο που επίσης δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Ηταν το «Παλάτι των Σοβιετικών», στην κορυφή του οποίου θα τοποθετούσαν ένα άγαλμα του Βλαντίμιρ Λένιν διπλάσιο σε ύψος από το Αγαλμα της Ελευθερίας.
Νέα εποχή για τις «Επτά αδελφές»
Πάντως, ορισμένες από τις «αδελφές» εξακολουθούν να «κρατιούνται καλά», όπως στην πρώτη τους νεότητα.
Το ξενοδοχείο «Hotel Ukraina», για παράδειγμα, αγοράστηκε σε δημοπρασία το 2005 από τον δισεκατομμυριούχο επενδυτή ακινήτων Γκοντ Νισάνοφ αντί 67 εκατ. ευρώ περίπου. Ως «Radisson Royal Hotel» πλέον, προσφέρει από το 2010 τις αναβαθμισμένες υπηρεσίες του μέσα από τα 535 δωμάτιά του, έπειτα από την 300 εκατ. δολαρίων ανακαίνισή του. Ομοίως και το έτερο ξενοδοχείο, το «Leningradskaya», με τους τεράστιους κρυστάλλινους πολυελαίους και τα πολυάριθμα γλυπτά του, το οποίο σήμερα δεσπόζει ως «Hilton Moscow Leningradskaya» έπειτα από την εκτεταμένη ανακαίνισή του το 2007, όταν μεταξύ άλλων δομικών αλλαγών το υπόγειο καταφύγιό του μετατράπηκε σε πισίνα. Η κατάσταση του Κρατικού Πανεπιστημίου δεν είναι το ίδιο γνωστή και τη γνωρίζουν μόνο οι φοιτητές του, οι οποίοι διατείνονται ότι το κτίριο δεν έχει συντηρηθεί εδώ και δεκαετίες. Η είσοδος στο κτίριο, για την τοιχοδομή του οποίου καταναλώθηκαν 170 εκατομμύρια τούβλα και για το περίβλημά του 40.000 τόνοι ατσαλιού, δεν είναι ανοιχτή σε όλους τους δημοσιογράφους, ιδίως στους Αμερικανούς. Μάλλον το ίδιο ισχύει για το κτίριο του υπουργείου Εξωτερικών της Ρωσικής Ομοσπονδίας, το οποίο ωστόσο πρόκειται να ανακαινιστεί σταδιακά μέχρι το 2026 από την κυβέρνηση. Δεν είναι ποτέ αργά να μεριμνήσει κάποιος για το μέλλον των «Επτά αδελφών» και του ξεφτισμένου μεγαλείου τους.