Γύρω στις 2 τα ξημερώματα της Κυριακής 13 Αυγούστου 1961, ο Γκετς Μπεργκάντερ, πολιτικός συντάκτης για το Ράδιο Ελεύθερο Βερολίνο, ξύπνησε από ένα τηλεφώνημα. «Γκετς, κλείνουν τα σύνορα. Πήγαινε επί τόπου να δεις τι συμβαίνει». Στο διαιρεμένο μεταπολεμικό Βερολίνο τέτοιου είδους φαινόμενα δεν ήταν άγνωστα: οι σοβιετικές αρχές κατοχής παλιότερα, οι διάδοχές τους ανατολικογερμανικές στη συνέχεια, επέβαλλαν τακτικά παρόμοιες ασκήσεις γυμναστικής. Ο Μπεργκάντερ οδήγησε τον Σκαραβαίο του στη λεωφόρο Αβους, στο Σαρλότενμπουργκ, στην Ινβαλιντενστράσε, για να καταλήξει τα ξημερώματα στην Πύλη του Βρανδεμβούργου. Δεν επρόκειτο για μεμονωμένο γεγονός. Παντού η επικοινωνία μεταξύ Ανατολικού και Δυτικού Βερολίνου είχε διακοπεί και οι προσβάσεις φρουρούνταν από οπλισμένους Ανατολικογερμανούς.
Ο Μπεργκάντερ χρειάστηκε να περιμένει δύο ώρες για να καταγράψει την αντίδραση των δυτικών δυνάμεων που στάθμευαν στην πόλη: ένα βρετανικό τζιπ ήρθε, είδε και απήλθε. Το μήνυμά τους ήταν σαφές, θα έλεγε πολλά χρόνια αργότερα στον βρετανό ιστορικό Φρέντερικ Τέιλορ, ο οποίος κατέγραψε τη μαρτυρία του στο βιβλίο «The Berlin Wall» (εκδ. Bloomsbury): «Not our business». Με τον τρόπο αυτόν, τον αιφνιδιαστικό και ελάχιστα δραματικό, χωρίς άμεσες αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις μεταξύ Αμερικανών, Γάλλων, Βρετανών και Σοβιετικών, καθιερώθηκε η τελεσίδικη διαίρεση της Ευρώπης. Ετσι, πριν από 60 χρόνια τέθηκαν οι θεμέλιοι λίθοι του Τείχους του Βερολίνου.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Έχετε ήδη συνδρομή;Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω
Είσοδος