Το 1940 ο Χένρι Μίλερ, συγγραφέας, δοκιμιογράφος και φιλέλληνας, μορφή της αμερικανικής λογοτεχνίας, εκπατρισμένος επί μία δεκαετία στη Γαλλία, επιστρέφει στη γενέτειρά του, τη Νέα Υόρκη, σχεδιάζοντας ένα πολύμηνο ταξίδι. Σκοπός του είναι να αποτυπώσει σε βιβλίο την εμπειρία τού να διασχίζει κανείς τις Ηνωμένες Πολιτείες, ιδέα που τριγύριζε στο μυαλό του από το 1935. Προκλητικός στις απόψεις και στη γραφή του, ιδιότητες χάρη τις οποίες θα ενέπνεε τη γενιά των μπιτ στη δεκαετία του ’50, ο Μίλερ έλεγε ότι οραματιζόταν την έκδοση σαν «ένα γεμάτο όπλο στραμμένο στον κρόταφο της Αμερικής».

Η περιπλάνηση του δίνει άφθονα επιχειρήματα ενάντια στη χώρα που θεωρεί ότι θυσιάζει πια τα πάντα στον βωμό του χρήματος και των υλικών αγαθών. Το αμερικανικό όνειρο έχει αποβεί εφιάλτης – «Κλιματιζόμενος εφιάλτης», παρακαλώ. Δεν είναι τυχαίο το επίθετο που επιλέγει για τον τίτλο. Την εποχή αυτή, η επινόηση του air condition μετρά περίπου σαράντα χρόνια και είναι πλέον ευρέως διαδεδομένη.

Ο Μίλερ μνημονεύει ειρωνικά κλιματιζόμενα εστιατόρια και πολυτελή αυτοκίνητα, η σημαντικότερη όμως ανατροπή επίκειται και έχει να κάνει με την αρχιτεκτονική: η τεχνητή ψύξη του αέρα με μηχανικά συστήματα θα αυξήσει δραματικά την ευχέρεια οικοδόμησης τεράστιων ουρανοξυστών από γυαλί και ατσάλι σφραγίζοντας την εικόνα των μητροπόλεων του 20ού αιώνα.

Το αποτέλεσμα, έγραφε ο Σαμ Τζόνσον-Σλι στους «Financial Times» τον περασμένο Σεπτέμβριο, είναι ότι σήμερα βρισκόμαστε και εμείς στον εφιάλτη του Χένρι Μίλερ, θερμαίνοντας όλο και περισσότερο τον πλανήτη στην απέλπιδα προσπάθειά μας να ψύξουμε μια τσιμεντένια ζούγκλα. Η λύση για τον ίδιο είναι η απεξάρτηση από τον κλιματισμό, η ανάγκη να αντλήσουμε διδάγματα από την αρχιτεκτονική μιας άλλης εποχής.

«Παλάτια του πάγου» και «θερµικές νησίδες»

Η απόπειρα απόδρασης από τα καύματα του θέρους χρονολογείται ήδη στην αρχαιότητα, όταν οι έχοντες και κατέχοντες της Ρώμης την εγκατέλειπαν το καλοκαίρι για δροσερές εξοχικές κατοικίες στην ύπαιθρο του Λατίου. Από τις Βερσαλλίες και το Μπαλμόραλ ως το ανάκτορο της Αικατερίνης στο Τσάρσκογιε Σελό και το Νόισβανσταϊν της Βαυαρίας, η Ευρώπη είναι διάσπαρτη από θερινά ανάκτορα στα οποία κατέφευγαν οι βασιλικές οικογένειες με την πρώτη υποψία καύσωνα.

Σχεδιάγραμμα των Immeubles-Villas του Λε Κορμπιζιέ, μελέτη για μεγάλα κτίρια με ευάερα και ευήλια διαμερίσματα. © FLC-ADAGP

Ο Σαλβατόρε Μπαζίλε καταγράφει στο βιβλίο του με τίτλο «Cool: How Air Conditioning Changed Everything» (εκδ. Fordham University Press) πλήθος φιλόδοξων (και κατά κανόνα αποτυχημένων) εφευρέσεων του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα που επεδίωκαν με ευφάνταστους συνδυασμούς κίνησης του αέρα, πάγου και, αργότερα, ηλεκτρισμού να δημιουργήσουν τον παράδεισο της ψύξης.

Το αμερικανικό περιοδικό «Πάγος και ψύξη» («Ice and Refrigeration») ανήγγειλε το φθινόπωρο του 1891 την πρωτοποριακή εγκατάσταση μιας εταιρείας στο Σεντ Λούις η οποία μετέτρεπε την κεντρική αίθουσα ενός εστιατορίου και μπιραρίας, κατάλληλα διακοσμημένης με τοιχογραφίες που απεικόνιζαν σκηνές πολικών εξερευνήσεων, σε «παλάτι του πάγου» σταθερά χαμηλής θερμοκρασίας, ανεξαρτήτως της εξωτερικής.

Ωστόσο, η μόνη αποδεδειγμένα πρακτική, αν και ανεπαρκής, εφαρμογή της εποχής, η οποία από το 1910 και για τα επόμενα εβδομήντα χρόνια θα αποτελούσε μάλιστα σήμα κατατεθέν των βαγονιών του μετρό της Νέας Υόρκης, ήταν μία: οι ανεμιστήρες οροφής. Λίγο νωρίτερα, πάντως, το 1906, ο Φρανκ Λόιντ Ράιτ ολοκλήρωνε τα γραφεία της σαπωνοποιίας Λάρκιν στο Μπάφαλο, σταθμό στην αναγνώρισή του ως μείζονα αρχιτέκτονα, δημιουργώντας ένα περιβάλλον φωτεινό, αλλά ερμητικά κλειστό εξαιτίας της γειτνίασης με το εργοστάσιο και τη μόνιμη κάπνα του.

Για τη λύση του προβλήματος του εξαερισμού προέκρινε ένα σύστημα όπου «με μηχανικά μέσα φρέσκος αέρας εισέρχεται από την οροφή, διοχετεύεται στο υπόγειο, ξεπλένεται περνώντας από μια σειρά ψεκαστήρων νερού (που το καλοκαίρι μειώνουν τη θερμοκρασία του κατά δύο έως τρεις βαθμούς), θερμαίνεται (τον χειμώνα), κυκλοφορεί και τελικά αποβάλλεται». Ο Ράιτ μπορεί να διαφήμιζε το έργο του ως «το πρώτο κλιματιζόμενο κτίριο της Αμερικής», όμως τα αληθινά πρωτεία ανήκουν σε άλλον.

Το 1902 ο μηχανικός Γουίλις Χάβιλαντ Κάριερ κατασκεύασε το πρώτο σύστημα air condition που λειτουργούσε σύμφωνα με τις σύγχρονες αρχές του για να ελέγξει τη θερμοκρασία και την υγρασία του τυπογραφείου Sackett – Wilhelms στο Μπρούκλιν.

Εως τα τέλη της δεκαετίας του 1920 η νέα τεχνολογία θα προοριζόταν για επαγγελματικές και βιομηχανικές χρήσεις. Οι κινηματογράφοι, σημειώνει ο Σαμ Τζόνσον-Σλι στους «Financial Times», γνωστοποιούσαν με κεφαλαία γράμματα, ισοϋψή με εκείνα των τίτλων της ταινίας, ότι διέθεταν «ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΨΥΞΗΣ» και μπορούν να θεωρηθούν ως «το πρώτο δείγμα αρχιτεκτονικής μορφής που αναπτύχθηκε παράλληλα με τον κλιματισμό».

Βάλτερ Γκρόπιους, ο πατέρας του Bauhaus. Στα διάσημα διαγράμματά του τόνιζε την ανάγκη τα κτίρια να έχουν άφθονο φως και αέρα. Photo Imago Via Reuters

Fast forward στον 21ο αιώνα, όπου ο κλιματισμός είναι πανταχού παρών και η παγκόσμια αρχιτεκτονική χαρακτηρίζεται από ουρανομήκεις μορφές όπως το Burj Khalifa στο Ντουμπάι, το Merdeka 118 στην Κουάλα Λουμπούρ και το Shanghai Tower στη Σανγκάη.

Επιβλητικά, φουτουριστικά, τεκμήρια των ασύλληπτων δυνατοτήτων της σημερινής τεχνολογίας, είναι χτισμένα εν τούτοις με τον μηχανικό εξαερισμό ως προϋπόθεση, «χωρίς σκέψη για τις θερμικές ιδιότητες ή την κυκλοφορία του αέρα», γράφει ο Τζόνσον-Σλι. Σύμφωνα με την Τάρα Χίπγουντ του Πανεπιστημίου της Νορθάμπρια στη Βορειοανατολική Αγγλία, σε παρόμοια κτίρια, χωρίς αυλές ή πτέρυγες, οι μεγάλες αποστάσεις μεταξύ των παραθύρων καθιστούν «σχεδόν αδύνατο τον φυσικό εξαερισμό τους».

[Πράγματι, ακόμη και πρώιμα ευρηματικά δείγματα, όπως το κτίριο της UNESCO (1958) στο Παρίσι, έργο των Μπερνάρ Ζερφίς, Μάρσελ Μπρόιερ και Πιερ Λουίτζι Νέρβι, του οποίου οι προδιαγραφές θεωρητικά προέβλεπαν ότι χάρη στο ιδιαίτερο σχήμα και στην κυκλοφορία του αέρα που απέρρεε από αυτό δεν θα χρειαζόταν ψυκτικές μονάδες, υπήρξε για πενήντα χρόνια ένας υπερμεγέθης φούρνος ώσπου αποφασίστηκε να μετατραπεί σε κλιματιζόμενο το 2008.]

Απελευθερώνοντας τον αρχιτέκτονα από την ανάγκη να λαμβάνει υπ’ όψιν του την πιθανότητα δόμησης με διαφορετικές πρώτες ύλες, ταιριαστές στο κλίμα της κάθε περιοχής, ο κλιματισμός συμβάλλει στη χρήση υλικών όπως το οπλισμένο σκυρόδεμα που συσσωρεύουν θερμότητα: η επανεκπομπή της στο περιβάλλον, σε συνδυασμό με εκείνη που προκύπτει από τον τεχνητό εξαερισμό, προκαλεί το φαινόμενο της «θερμικής νησίδας» – την αύξηση της θερμοκρασίας στον πυκνό αστικό ιστό. Ενεργοβόρα και επιβαρυντική για την ατμόσφαιρα του πλανήτη, η διαδικασία του κλιματισμού, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων της ψυκτικής βιομηχανίας και των εφοδιαστικών αλυσίδων, υπολογίζεται ότι απαρτίζει το 7% των παγκόσμιων εκπομπών αερίων θερμοκηπίου.

Από τον Λε Κορµπιζιέ στον Μις βαν ντερ Ρόε

Δεν ήταν αυτές οι βάσεις της σύγχρονης αρχιτεκτονικής, παρατηρεί ο Ντάνιελ Μπάρμπερ, καθηγητής Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου του Σίδνεϊ, στο βιβλίο του «Modern Architecture and Climate. Design before Air Conditioning» (εκδ. Princeton University Press): αυτή «διαμορφώθηκε αρχικά ως στρατηγική κλιματικής προσαρμοστικότητας».

Το 1930, σε μια διάλεξή του στο Μπουένος Αϊρες, ο Λε Κορμπιζιέ παρότρυνε το κοινό: «Διδάξτε στα παιδιά σας ότι αρχιτεκτονική είναι το ηλιόφως στο πάτωμα». Μέριμνα των πρωτεργατών του μοντερνισμού ήταν η αρμονική σχέση του εξωτερικού με το εσωτερικό, η εκμετάλλευση του φυσικού φωτός και η επίτευξη εξαερισμού μέσω αρχιτεκτονικών μεθόδων, όχι τεχνητών μέσων. Τα διαγράμματα του Βάλτερ Γκρόπιους, πατέρα του Bauhaus, εστίαζαν στον συσχετισμό μεταξύ του ύψους του κτιρίου, του προσανατολισμού του και των ιδιοτήτων του τόπου υποδεικνύοντας σχετικά μεγάλες αποστάσεις μεταξύ των δομών προκειμένου να εξασφαλίζεται άπλετο φως και αέρας.

Το Immeuble Clarté του Λε Κορμπιζιέ στη Γενεύη.

Η Οικία Τούγκεντατ (1928) του Λούντβιχ Μις βαν ντερ Ρόε στο Μπρνο της σημερινής Τσεχίας διέθετε έναν γυάλινο τοίχο στη νότια πρόσοψή της ο οποίος μπορούσε να κατέβει μηχανικά ανοίγοντας τον χώρο διαβίωσης στο περιβάλλον. Πολύ μετά την αξίωσή του για την οικοδόμηση του πρώτου κλιματιζόμενου κτιρίου στην Αμερική, ο Φρανκ Λόιντ Ράιτ εμπνεύστηκε το Ημικυκλικό Ηλιακό Σπίτι (1946) στο Μίντλτον του Ουισκόνσιν που ήταν προορισμένο με τη θέση και τον σχεδιασμό του να αντλεί το μέγιστο δυνατό ηλιακό φως τον χειμώνα, ενώ η προτεταμένη οροφή του θα κρατούσε τα παράθυρα στη σκιά το καλοκαίρι.

Οι σπουδές και τα έργα του Λε Κορμπιζιέ αποτελούν για τον Μπάρμπερ αντικείμενο που χρήζει ιδιαίτερης προσοχής. Ιδέες μεγάλης κλίμακας όπως τα Immeubles-Villas του 1922, 120 μεζονέτες σε ένα οικοδόμημα περιμέτρου 400 x 200 μέτρων, προέβλεπαν μεγάλες προσόψεις, ανοίγματα και εσωτερικούς αεραγωγούς για τη δημιουργία ρευμάτων αέρα.

Αυτού του είδους ο εξαερισμός υπήρξε διαρκής παράμετρος των σχεδίων του Λε Κορμπιζιέ, ο οποίος συχνά λάμβανε υπ’ όψιν του τις γωνίες προσανατολισμού των κτιρίων προκειμένου το άνοιγμα των παραθύρων ενός διαμερίσματος να συντελεί στη ροή του αέρα μέσα στο σπίτι. Μία άλλη ιδέα του ήταν η βάθυνση της πρόσοψης, χαρακτηριστικά αποτυπωμένη το 1952 στη λεγόμενη Πολυκατοικία της Μασσαλίας (L’ Unité d’ Habitation), έμπνευση του κινήματος του μπρουταλισμού.

Σε αυτό το μεγαθήριο των 337 διαμερισμάτων και σε άλλα παρόμοια που το γραφείο του έχτισε στη Ναντ, στο Μοριέ, στη Φεμινί-Βερ και στο Βερολίνο τα παράθυρα απέχουν από την πρόσοψη ώστε να δημιουργείται σκιά.

Στο Immeuble Clarté της Γενεύης (1931-1932) εφάρμοσε μια ποικιλία διαφορετικών προσεγγίσεων: βεράντες, εξωτερικά ρολά, εσωτερικά παντζούρια, σκέπαστρα και τέντες βοηθούσαν στη ρύθμιση της θερμοκρασίας στο εσωτερικό. Ολες οι παραπάνω προτάσεις, κατά τον Μπάρμπερ, ισοδυναμούσαν με εκλεπτυσμένες τεχνικές προσεταιρισμού των κλιματικών συνθηκών προκειμένου να καταστεί δυνατή η διαχείριση του ηλιακού φωτός και της θερμοκρασίας.

Κλιµατιζόµενα υπερφίαλα µαστόδοντα

Αρκούν όμως τα παραδείγματα ενός περασμένου αιώνα για τις ανάγκες και τον πληθυσμό του σημερινού; Το ερώτημα είναι θεμιτό, ωστόσο θα πρέπει κανείς να το σκεφτεί σε σχέση με ένα άλλο: είναι εφικτή η συνέχιση του σημερινού προτύπου στέγασης στις μεγάλες μητροπόλεις υπό την απειλή της κλιματικής υπερθέρμανσης;

Ο Τζο Τζακ Γουίλιαμς του βρετανικού αρχιτεκτονικού γραφείου Feilden Clegg Bradley Studios έλεγε στον Σαμ Τζόνσον-Σλι ότι η καλύτερη λύση θα ήταν να εξαλείψουμε στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό τον μηχανικό εξαερισμό και την ψύξη των κτιρίων από τον σχεδιασμό τους – «η ροή του αέρα, η ακτινοβολία των επιφανειών και οι μεταβολές της θερμοκρασίας μπορούν να μεγαλώσουν το εύρος των θερμοκρασιών στο οποίο αισθάνονται άνετα οι άνθρωποι».

Η Οικία Τούγκεντατ του Μις βαν ντερ Ρόε στο Μπρνο της Τσεχίας, πλήρης ηλιακού φωτός.

Ο Τζόνσον-Σλι πρόσθετε το παράδειγμα των χωρών του ευρωπαϊκού Nότου, όπου σε αντίθεση με τον Bορρά όλα τα σπίτια έχουν εξωτερικά παντζούρια ή ρολά. Υπάρχουν βέβαια και άλλοι παράγοντες που εδώ δεν θίγονται, όπως το ύψος δόμησης, το μέγεθος των κτιρίων και η συνακόλουθη έκταση του αστικού χώρου. Με άλλα λόγια, η ελάττωση του κλιματισμού απαιτεί πιθανώς νέα κριτήρια αξιολόγησης των αρχιτεκτονικών ιδεών και πρακτικών, νέες θεωρήσεις στην κατεύθυνση των «πράσινων» οικοδομημάτων, την αναθεώρηση της σχέσης του κτιρίου με το περιβάλλον του αλλά και την επανεκτίμηση μιας σειράς αξιών.

«Ενα ψηλό γυάλινο δάσος από πύργους γραφείων είναι ο κυρίαρχος δείκτης της παγκόσμιας οικονομικής εξουσίας στο Λονδίνο, στη Νέα Υόρκη, στη Σιγκαπούρη, στη Σανγκάη, στο Λάγος, στο Ρίο, στο Τορόντο ή σε πολλά άλλα μέρη» σημειώνει ο Ντάνιελ Μπάρμπερ. «Η παγκοσμιοποίηση ως γεωπολιτική και γεωφυσική ισχύς, με τους όρους του άνθρακα και του κλίματος, ήταν η διασπορά του κλιματισμού ανά τον κόσμο». Τώρα που συνειδητοποιούμε ότι ο κόσμος οφείλει να αλλάξει, αν θέλει να επιβιώσει, η μεταβολή των οικονομικών προτεραιοτήτων ίσως πρέπει να συνδυαστεί με τη μετάβαση από τα κλιματιζόμενα υπερφίαλα μαστόδοντα σε ταπεινότερα κτιριακά σύμβολα.