Στο αυτοβιογραφικό κόμικ «Περσέπολις» της Μαρζάν Σατραπί, η συγγραφέας συνδέει την ανάμνηση της γιαγιάς της με τα άνθη του γιασεμιού που η ηλικιωμένη έβαζε μέσα στον στηθόδεσμό της. Και που όταν το βράδυ γδυνόταν για να φορέσει τη νυχτικιά της, έπεφταν στο πάτωμα γεμίζοντας τον χώρο υπέροχο άρωμα. Οταν διάβασα το βιβλίο, επηρεασμένος από τις εικόνες και τα συναισθήματα που δημιουργούσε, προσπάθησα να σκεφτώ ποιο είναι το δικό μου άρωμα των αναμνήσεων. Ποια μυρωδιά με ταξιδεύει στην αγκαλιά της δικής μου γιαγιάς, στα καλοκαίρια της Τήνου. Οσο και αν θα προτιμούσα να ήταν εκείνη των τριαντάφυλλων ή έστω των λεμονανθών, η μυρωδιά που πάντα μου φέρνει την εικόνα της είναι αυτή της χλωρίνης. Γιατί τη γιαγιά τη θυμάμαι διαρκώς να καθαρίζει, να απλώνει μπουγάδες, να απολυμαίνει την (εκτός σπιτιού) τουαλέτα και τις γωνίες της αυλής όπου πήγαιναν και ουρούσαν οι γάτες και κανένας περαστικός σκύλος. Καυτά νερά, χλωρίνες, λίγο λουλάκι, ασβέστης, πάλι χλωρίνες! Και τα βράδια που μου έβαζε να φάω και καθισμένη απέναντί μου μετρούσε τις μπουκιές μου (μη και μείνω νηστικός), παραπονιόταν (σχεδόν με νάζι) δείχνοντάς μου τα χέρια της: «Κοίτα πώς έχουν ανοίξει από τα νερά και τα φάρμακα». Την ίδια στιγμή, αν της έπαιρνες τα φάρμακα (δηλαδή τη χλωρίνη), την αφόπλιζες. Αυτήν είχε μάθει, αυτήν εμπιστευόταν. Εγώ, πάλι, μεγαλώνοντας, προτίμησα τα πολυκαθαριστικά που μυρίζουν λεβάντα, πράσινο μήλο, «ανθισμένο μπουκέτο», «τροπική βραδιά», «φρούτα του δάσους» κ.λπ. Η αλήθεια είναι πως δεν χρειάστηκε να καθαρίσω πολλές φορές μόνος, σχεδόν κάθε εβδομάδα ερχόταν η καλή κυρία που είχε αναλάβει την πάστρα του διαμερίσματός μου. Το τελευταίο δίμηνο όμως, που η καλή κυρία έμεινε, ως όφειλε, κλεισμένη στο σπίτι της και εγώ στο δικό μου, και που άκουσα τους ειδικούς να προτείνουν ένα μέρος χλωρίνη και δέκα μέρη νερό για την ιδανική απολύμανση, ξαναθυμήθηκα τα παλιά. Ετσι, όπως κάποιοι τιμούν τους νεκρούς τους θυμιατίζοντας, εγώ τίμησα το παρελθόν μου (και απολύμανα το παρόν μου) ψεκάζοντας παντού γύρω μου με χλωρίνη. Η μυρωδιά της γιαγιάς επέστρεψε στο σπίτι. Κάποια στιγμή πρόσεξα πως τα χέρια μου είχαν ερεθιστεί όπως και τα δικά της από την κατάχρηση του «φαρμάκου». Η εκδίκησή της, σκέφτηκα, για όλες εκείνες τις φορές που ως παιδί γέμιζα το σπίτι χώματα και άλλες βρωμιές ή που δεν σημάδευα καλά τη λεκάνη της τουαλέτας υποχρεώνοντάς τη να την πλύνει με χλωρίνη για πολλοστή φορά μέσα στην ημέρα παραπονούμενη «εμένα δεν με υπολογίζεις καθόλου». Αν και δεν γνώριζε τη λέξη εκδίκηση, μόνο να αγαπάει ήξερε. Και να εκδηλώνει την αγάπη της απολυμαίνοντας ξανά και ξανά το πάτωμα με χλωρίνη για «να μην κολλήσει τίποτα το παιδί που όλο κυλιέται κάτω σαν το γουρούνι». Αν ζούσε, και ο ίδιος ο κορωνοϊός θα την είχε φοβηθεί!
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Έχετε ήδη συνδρομή;Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω
Είσοδος