Το γκαράζ Νο 1 βρισκόταν στα έγκατα του πλοίου. Για να βγούµε στο κατάστρωµα, αφού παρκάραµε, ανεβαίναµε… και ανεβαίναµε… και ανεβαίναµε… Ξεκινούσαν όµως οι διακοπές µας και ακόµη και ο ανήφορος ανάµεσα στις λαµαρίνες µε τη σκουριά και µε τη µυρωδιά από γράσο και λάδια µηχανής έµοιαζε ανέµελος περίπατος. Οταν επιστρέφαµε από τις διακοπές είδαµε µε πιο καθαρό µάτι την (τροµακτική) διαδροµή. Τότε που κατεβαίναµε… και κατεβαίναµε… και κατεβαίναµε… ένα ποτάµι κόσµου, αλλά το γκαράζ Νο 1, ένα κλειστοφοβικό µεταλλικό «κουτί», ήταν ακόµη πιο κάτω… και πιο κάτω… και πιο κάτω. Κάποτε φτάσαµε. Για να διαπιστώσουµε πως τα παρκαρισµένα αυτοκίνητα ήταν τόσο στριµωγµένα που δεν µπορούσαµε όχι να ανοίξουµε την πόρτα του δικού µας, αλλά ούτε καν να το προσεγγίσουµε. Εµείς και πολλοί άλλοι. Η ατµόσφαιρα ήταν δυσάρεστη. Βαριά «καραβίλα», καυσαέριο από τις αναµµένες µηχανές, αίσθηση ασφυξίας.
Κάθε φορά που ταξιδεύω με πλοίο της γραμμής στην Ελλάδα φοβάμαι μήπως συμβεί το δυστύχημα. Κάθε φορά που παρακολουθώ στην τηλεόραση τα ρεπορτάζ με τους χιλιάδες παραθεριστές που φεύγουν την ίδια ημέρα εύχομαι να είναι τυχεροί και όπως χαρούμενοι αναχωρούν έτσι χαρούμενοι και σώοι να επιστρέψουν. Γιατί όλα αυτά τα χρόνια, που τίποτε δεν έχει αλλάξει προς το καλύτερο, το δυστύχημα δεν έχει γίνει από τύχη. Εύκολα μπορεί να συμβεί. Ενας σπινθήρας που θα γίνει φωτιά, ένας οδηγός που θα κάνει ένα λάθος, μια στραβοτιμονιά του καπετάνιου που θα δημιουργήσει χάος στα σωθικά του καραβιού. Εκείνο που επιβεβαίωσα και τώρα εγκλωβισμένος στο (βγαλμένο από θρίλερ) γκαράζ Νο 1 ήταν πως όλα, σχεδόν όλα, γίνονταν με τον λάθος τρόπο. Το στρίμωγμα, η έλλειψη προσωπικού (οι παρκαδόροι ήταν στους ορόφους όπου η επιβίβαση είχε ξεκινήσει), ακόμη και το τσιγάρο που άναψε ένα οδηγός περιμένοντας (και αυτό το είδαμε!), δημιουργούσαν αίσθηση κινδύνου.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Έχετε ήδη συνδρομή;Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω
Είσοδος