«Κατανοώ τον θυμό που μπορεί να αισθάνεται μερίδα των ψηφοφόρων για τους πολιτικούς» λέει ο Νικόλας Γιατρομανωλάκης, «αφού όταν το 2014 μπήκα στην πολιτική, με το Ποτάμι, ήμουν κι εγώ θυμωμένος. Ομως, στη συνέχεια άρχισα να έχω την ελπίδα πως η ενέργεια που είχα συσσωρεύσει με τον θυμό θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί θετικά, να γίνει δημιουργία. Αλίμονο αν δεν είχε συμβεί αυτό!». Γενικός Γραμματέας Σύγχρονου Πολιτισμού στο υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού από το 2019 έως το 2021 και σήμερα υφυπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού, αρμόδιος για θέματα Σύγχρονου Πολιτισμού, ο κ. Γιατρομανωλάκης προτείνει με το παράδειγμά του και με την επαγγελματική πορεία του το αυτονόητο: Αντί να είσαι διαρκώς θλιμμένος και εξοργισμένος για τα λάθη που έγιναν και για τις βελτιώσεις-διορθώσεις που δεν έγιναν, εργάσου και αγωνίσου για τις αλλαγές που θα οδηγήσουν σε έναν καλύτερο κόσμο. Η προσωπική ανάγκη του για κοινωνική προσφορά είναι εξάλλου, όπως ο ίδιος υποστηρίζει, ο λόγος που τον έσπρωξε να ασχοληθεί με την πολιτική: «Γιατί, με όλα τα προβλήματα που υπάρχουν στον χώρο, παρά την αμφισβήτηση της πολιτικής, που έχει ενταθεί τα τελευταία χρόνια, η ενασχόληση με τα κοινά παραμένει κατά τη γνώμη μου ο μόνος τρόπος για να καταφέρεις κάποιες αλλαγές ή για να επιφέρεις βελτιώσεις σε μεγάλη κλίμακα. Και για να μιλήσω και πιο προσωπικά, η δράση μου στον πολιτικό στίβο ικανοποιεί τη δική μου εγγενή ανάγκη να είμαι χρήσιμος».
Πρόκειται βεβαίως για έναν χώρο ιδιαίτερα σκληρό…
«Ε, και; Πείτε μου εσείς έναν εργασιακό χώρο που δεν είναι σκληρός! Ποια δουλειά δεν είναι απαιτητική;».
Εγινε όµως ακόµα πιο σκληρός λόγω της πανδηµίας, και όχι µόνο. Η περιρρέουσα πολιτική-κοινωνική κατάσταση, στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό, και δραµατικές εξελίξεις, όπως ο πόλεµος στην Ουκρανία, έφεραν ακόµα µεγαλύτερες δυσκολίες.
«Ο χώρος ήταν ανέκαθεν απαιτητικός. Μην ξεχνάτε τι έχουμε ζήσει στην καρδιά της κρίσης, με το δημοψήφισμα, την πόλωση, τους Αγανακτισμένους κ.λπ. Μεγάλο κομμάτι του κόσμου έχει πράγματι χάσει την εμπιστοσύνη του προς τους πολιτικούς, και αυτό νομίζω είναι ένα μεγάλο στοίχημα: πώς θα ξανακερδίσουμε τον ψηφοφόρο. Οχι τον κομματικό ψηφοφόρο, αλλά τον πολίτη ο οποίος έχει επίγνωση του σημαντικού ρόλου που μπορεί να παίξει ασκώντας τα δημοκρατικά δικαιώματά του».
Η πανδηµία, για να πιάσουµε ένα-ένα το προβλήµατα, βρίσκεται, ως φαίνεται, στην εκπνοή της. Πόσο πίσω µάς πήγε;
«Θεωρώ πως κυρίως μας έφερε μπροστά σε πολύ κρίσιμα ερωτήματα. Αλλα είναι υγειονομικά, άλλα επιστημονικά, άλλα νομικά, άλλα κοινωνικά. Μας προκάλεσε να δώσουμε λύσεις. Νομίζω πως οι απαντήσεις που δόθηκαν θα έχουν εφαρμογή και στο μέλλον. Για να επικεντρώσουμε στον πολιτισμό, είναι γνωστό πως πρόκειται για έναν τομέα ο οποίος επλήγη βίαια και βάναυσα στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς. Την ίδια στιγμή, η COVID-19 έγινε η αφορμή για να συζητηθούν και – θέλω να ελπίζω – να επιλυθούν μία σειρά από δομικά και συστημικά ζητήματα και προβλήματα, αγκυλώσεις που προϋπήρχαν. Παλαιότερα υπήρχε η πολυτέλεια να τις κρύβουμε κάτω από το χαλί. Αυτή η πολυτέλεια πλέον δεν υπάρχει. Για μία κυβέρνηση όπως η παρούσα, που είναι αποφασισμένη να κάνει τομές και μεταρρυθμίσεις, αυτό είναι καλό».
Ασχολείστε µε τον τοµέα του Σύγχρονου Πολιτισµού. Πώς, αλήθεια, θα εξηγούσατε τον ρόλο σας σε εκείνον που, δεδοµένων των συνθηκών, µπορεί και να θεωρεί πολυτέλεια µια τέτοια θέση;
«Θα του έλεγα πολύ απλά πως αυτό, ο σύγχρονος πολιτισμός, είναι η μουσική που ακούει στο ραδιόφωνο, στο YouTube ή στο Spotify. Είναι οι ταινίες που βλέπει στο Netflix και στις άλλες πλατφόρμες ή στις κινηματογραφικές αίθουσες. Είναι οι παραστάσεις που παρακολουθεί στα θέατρα, τα φεστιβάλ, οι συναυλίες. Είναι τα βιβλία που διαβάζει, είναι τα γλυπτά που βλέπει στον δρόμο, είναι οι πίνακες ή τα ντιζάιν αντικείμενα που έχει ή που θα ήθελε να έχει στο σπίτι του. Ολα αυτά έχουν πίσω τους δημιουργούς, ανθρώπους που δουλεύουν σκληρά για ένα καλό αποτέλεσμα. Η πρόκληση είναι συγκεκριμένη: πώς όλοι αυτοί θα μπορούν να ζουν από τη δουλειά που κάνουν».
Από πού αρχίζει και πού τελειώνει κανείς; Κάτω από τη λέξη «πολιτισµός» χωρούν πολλά και διάφορα… Πώς αποφασίζονται οι προτεραιότητες;
«Είναι πράγματι ένας χώρος που μοιάζει ανεξάντλητος, αυτή όμως η ποικιλία τον κάνει ακόμα πιο ενδιαφέροντα. Εχουμε κάνει συνειδητή προσπάθεια να εντάξουμε στον χώρο και ένα ευρύτερο κομμάτι εκείνου που λέμε «δημιουργική οικονομία», οπότε εκεί μπαίνουν και το ντιζάιν, η χειροτεχνία… Ολα αυτά είναι κομμάτι της καθημερινής μας ζωής και της ταυτότητάς μας, δεν είναι σε καμία περίπτωση πολυτέλεια. Η πρόσβαση στον πολιτισμό είναι αναφαίρετο δικαίωμα για κάθε πολίτη, παράλληλα όμως ο πολιτισμός είναι ένας σοβαρότατος κλάδος της οικονομίας μιας χώρας. Επομένως πρέπει να τον αντιμετωπίσουμε και έτσι. Γιατί τότε αρχίζουν να σε ενδιαφέρουν και τα εργασιακά και ασφαλιστικά θέματά του, και οι εξαγωγές και τα έσοδα και οι θέσεις εργασίας. Πιστεύω πολύ στην αναπτυξιακή δύναμη του πολιτισμού, ειδικά σε μία χώρα όπως η Ελλάδα».
Γιατί ειδικά σε µια χώρα όπως η Ελλάδα;
«Γιατί, αν και πάντα μας αρέσει να λέμε πως ο πολιτισμός είναι η βαριά μας βιομηχανία, δεν έχω δει καμία… πολιτιστική τσιμινιέρα. Εννοώ ότι πέρα από την υπερηφάνεια που αισθανόμαστε, και δικαίως, για την πολιτιστική μας κληρονομιά, το ενδιαφέρον παραμένει εν πολλοίς θεωρητικό, δεν αποτυπώνεται σε επενδύσεις ή μέριμνα για τους ανθρώπους του πολιτισμού, αλλά ούτε και σε επισκέψεις σε μουσεία και χώρους πολιτισμού. Και για αυτό δεν φταίνε οι πολίτες, εμείς πρέπει να βρούμε τρόπο να τους φέρουμε εκεί».
Και ο πολιτισµός θέλει λεφτά. Το έχουµε αντιληφθεί αυτό στην Ελλάδα; Ή µάλλον, έχουµε αποφασίσει να επενδύσουµε και στον πολιτισµό;
«Γίνεται σιγά-σιγά αντιληπτό πως όταν μιλάμε για χρήματα στον πολιτισμό αναφερόμαστε σε μία επένδυση και όχι σε μία δαπάνη. Είναι διαφορετικό αν το δεις έτσι. Υπάρχουν βεβαίως επενδύσεις οι οποίες γίνονται αμέσως ορατές και άλλες που επειδή πραγματοποιούνται με πιο αργούς ρυθμούς πολλές φορές δεν γίνονται άμεσα αντιληπτές. Ετσι, μπορεί να προκληθούν ψευτοδιλήμματα του τύπου «την ώρα που καιγόμαστε, εσείς μας μιλάτε για τραγούδια και μουσικές;». Ομως στις δυσάρεστες στιγμές που θα στερηθείς και τα τραγούδια και τις μουσικές, όπως συνέβη με την πανδημία, τότε γίνεται αντιληπτή η αξία τους. Επενδύοντας στον πολιτισμό ουσιαστικά επενδύεις στους πολίτες σου».
Πόσο εύκολα µπορούν να αλλάξουν και να βελτιωθούν τα πράγµατα;
«Δύσκολα και με πολλή επιμονή και υπομονή. Αυτά που ακούγονται ακόμα και από τους πολιτικούς κατά καιρούς, πως τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν με μία απόφαση, με έναν νόμο, δεν ισχύουν. Επειδή υπάρχουν πάντα και παντού αυτές οι διαβόητες αγκυλώσεις του παρελθόντος, συσσωρευμένα προβλήματα δεκαετιών. Ενας άλλος λόγος είναι πως το κράτος θέλει (και πρέπει) να έχει έλεγχο, κυρίως δε ως προς τη διαχείριση των χρημάτων των φορολογουμένων. Οπότε βάζει δικλίδες ασφαλείας, απαραίτητες για τη σωστή λειτουργία των πραγμάτων, οι οποίες όμως την ίδια στιγμή καθυστερούν πολλά ζητήματα. Πάντως, ακόμα και εν μέσω πανδημίας, όπου κάναμε μεγάλη προσπάθεια να κρατήσουμε τον κλάδο όρθιο με πάνω από μισό δισ. ευρώ ήδη και μέτρα όπως το Μητρώο Καλλιτεχνών, η επιδότηση θέσεων, η μείωση του ΦΠΑ, αυτή η κυβέρνηση έχει υλοποιήσει ή ολοκληρώσει μεγάλα έργα σύγχρονου πολιτισμού, όπως την έναρξη κανονικής λειτουργίας του ΕΜΣΤ μετά από 20 χρόνια, την επαναλειτουργία της Εθνικής Πινακοθήκης, την ίδρυση του Ακροπόλ, τη δημιουργία του GreekLit, για την προαγωγή του ελληνικού βιβλίου διεθνώς και άλλα».
Το ελληνικό κράτος έχει όµως τη φήµη ενός κράτους που κωλυσιεργεί. Αυτό πώς αντιµετωπίζεται;
«Από τη δική μου εμπειρία αυτό που συμβαίνει είναι ένας συνδυασμός πολυνομίας, η οποία δημιουργεί αμφιβολία για το ποια είναι η ενδεδειγμένη οδός, και έλλειψης συντονισμού ανάμεσα σε υπουργεία και δομές. Επιπλέον, σε κάθε έργο, σε κάθε μεταρρύθμιση, πρέπει να συμφωνήσουν πολλοί άνθρωποι για να δοθεί το τελικό οk. Η πολιτική ηγεσία έχει βεβαίως το όραμα και αναλαμβάνει και την ευθύνη. Αυτό πρέπει να κάνουμε, αυτό κάνουμε. Δεν μπορείς όμως να το κάνεις μόνος σου, δεν μπορείς να λειτουργήσεις ερήμην των υπηρεσιών σου. Συνολικά σε κυβερνητικό επίπεδο γίνεται μια προσπάθεια κωδικοποίησης της νομοθεσίας, αυτό θα βοηθήσει νομίζω».
Τι θα σας άρεσε να αφήσετε στο δικό σας πέρασµα από το υπουργείο Πολιτισµού;
«Είναι πολλές οι εκκρεμότητες, είναι πολλά εκείνα που πρέπει να γίνουν. Προτιμώ να διεκπεραιώσω αυτά που δεν είναι τα πιο επικοινωνιακά, που δεν είναι τα πιο… σέξι, αλλά που θα αποτελέσουν τις στέρεες βάσεις πάνω στις οποίες θα μπορέσουν να χτίσουν και οι επόμενοι. Καθήκον μου, κατά τη γνώμη μου, είναι να θέσω το σωστό πλαίσιο μέσα στο οποίο οι δημιουργοί θα μπορέσουν να κάνουν καλά τη δουλειά τους. Οπότε για εμένα το πιο σημαντικό είναι οι μεταρρυθμίσεις που προσπαθούμε να κάνουμε: Η εργασιακή χάρτα του πολιτισμού, δηλαδή μια ουσιαστική θωράκιση των δικαιωμάτων (εργασιακών και ασφαλιστικών) των εργαζoμένων στον πολιτισμό. Επίσης, η μεταρρύθμιση στην τριτοβάθμια καλλιτεχνική εκπαίδευση, όπου πολλά πράγματα έχουν να αγγιχτούν τα τελευταία 50-60 χρόνια. Ολα αυτά χρειάζονται εκσυγχρονισμό και αναβάθμιση. Από εκεί και πέρα, πρέπει οι ευκαιρίες που δίνει το Ταμείο Ανάκαμψης για επενδύσεις στον πολιτισμό να μη χαθούν! Και σε αυτό το θέμα «τρέχουμε» πολλά προγράμματα».
Οπως; Πείτε µας κάποιο ή κάποια που θεωρείτε ιδιαιτέρως ενδιαφέροντα.
«Ενα που μου έρχεται στο μυαλό είναι η αναβίωση και επανατοποθέτηση της ελληνικής χειροτεχνίας. Μπορεί και να ακούγεται απλό, έχει όμως μέσα του εργασιακά, οικονομικά, εκπαιδευτικά, έχει θέματα που έχουν να κάνουν με πρώτες ύλες, με στήριξη επιχειρήσεων, με εξαγωγές κ.λπ. Καθένα από αυτά τα προγράμματα είναι ένας σύνθετος μικρόκοσμος με πολλά επιμέρους προβλήματα. Αλλες δράσεις έχουν να κάνουν με τον ψηφιακό μετασχηματισμό του πολιτισμού, την ανάπτυξη δεξιοτήτων των δημιουργών, την πολιτιστική επιχειρηματικότητα, τον σχεδιασμό τοπικών πολιτιστικών αναπτυξιακών masterplan, το διεθνώς καινοτόμο πρόγραμμα της πολιτιστικής συνταγογράφησης, και φυσικά την αναβάθμιση των υπηρεσιών και υποδομών των πολιτιστικών φορέων της χώρας μας. Θεωρώ πως η προσπάθεια που έχουμε καταβάλει αρχίζει να αποδίδει. Χρειάζεται όμως ακόμα δουλειά και επιμονή. Αυτό που δεν περίμενα να συμβεί αλλά έχει αρχίσει να συμβαίνει είναι μια διεθνής αναγνώριση της παρουσίας μας. Εχουν π.χ. αρχίσει να μας καλούν ως ισότιμους συνομιλητές σε διεθνείς διοργανώσεις για τον Σύγχρονο Πολιτισμό, αρχίζουν να εμφανίζονται άρθρα σε ξένες εφημερίδες για τη σύγχρονη πολιτιστική παραγωγή της Ελλάδας. Είναι ενδιαφέρον αυτό, είναι ικανοποιητικό, καθώς έρχεται ως αποτέλεσμα του τρόπου με τον οποίο εργαζόμαστε αλλά και συνεργαζόμαστε. Είμαι αισιόδοξος γιατί έχουν αρχίσει και φαίνονται αποτελέσματα της δουλειάς που έχουμε ξεκινήσει».
Ηταν, τελικά, ένα από τα όνειρά σας να σταδιοδροµήσετε στον χώρο της πολιτικής; Νιώθετε άνετα στην καρέκλα που κάθεστε;
«Ερχεται κόσμος και μου λέει «εσύ δεν είσαι πολιτικός», εννοώντας ότι δεν είμαι το συνηθισμένο μοντέλο πολιτικού, όπως τουλάχιστον το αντιλαμβανόμαστε στην Ελλάδα. Για κάποιους αυτό μπορεί να είναι καλό, για κάποιους μπορεί να είναι κακό, δεν το κρίνω. Ομως η ενασχόληση με τα κοινά, με τον χώρο της πολιτικής, δεν θα πρέπει να αφορά έναν συγκεκριμένο φαινότυπο, και αν ο κλασικός φαινότυπος δεν αρέσει, ε, τότε θα πρέπει και οι πολίτες να απομακρυνθούν από αυτόν, αλλά όχι συνολικά από την πολιτική. Ιδανικά, οι άνθρωποι που εμπλέκονται στην πολιτική θα πρέπει να αντανακλούν την ποικιλομορφία που συναντά κανείς στην κοινωνία. Ας πούμε, οι γυναίκες είναι το 50% της χώρας μας, στη Βουλή δεν ξεπερνούν το 20%, και εδώ υπάρχει μία αναντιστοιχία».
Οποιος αξίζει θα διακριθεί. Ή δεν ισχύει κάτι τέτοιο; Υπάρχουν τελικά ίσες ευκαιρίες για όλους;
«Η σταδιακή ανανέωση του πολιτικού δυναμικού, με έναν παράλληλο σεβασμό σε αυτό που υπήρχε αλλά και με κατανόηση για αυτό που υπάρχει και για αυτό που έρχεται είναι νομίζω απαραίτητη. Πρέπει να χτιστεί ξανά μια σχέση εμπιστοσύνης».
Πώς θα γίνει αυτό;
«Νομίζω πως πρέπει να υποσχόμαστε λιγότερα και να πράττουμε περισσότερα. Χρειάζεται επιπλέον ένας πιο άμεσος τρόπος επικοινωνίας του πολιτικού με τον πολίτη, και επιστρέφω έτσι και πάλι στο θέμα της εμπιστοσύνης».
Γράφτηκαν πολλά για την περίπτωσή σας, για τον πρώτο (ανοιχτά) γκέι υπουργό σε ελληνική κυβέρνηση. Ησασταν ένα από τα πρόσωπα που σηµατοδότησε µε την παρουσία του την αλλαγή. Πώς το βιώσατε αυτό;
«Αυτό έγινε και πέρασε. Είχαμε και στην Ελλάδα τον πρώτο γκέι υπουργό. Ωραία. Αρκεί να μην είναι και ο τελευταίος. Ακουσα ακόμα και πως με βάλανε σε αυτή τη θέση μόνο και μόνο επειδή είμαι γκέι. Αστειότητες. Με τέτοιου είδους σχόλια δεν ασχολήθηκα και δεν πρόκειται να ασχοληθώ ποτέ. Εμένα εκείνο που με ενδιαφέρει είναι να φανεί η δουλειά που κάνω και στην τελική από αυτό θα κριθώ και έτσι πρέπει. Την ίδια όμως στιγμή, θεωρώ σημαντικό να βλέπεις σε μια θέση έναν άνθρωπο με κάποια χαρακτηριστικά τα οποία δεν είχαν οι προκάτοχοί του. Αυτό αλλάζει νοοτροπίες και προσεγγίσεις. Δείχνει στις νεότερες γενιές πως εκείνα που κάποτε θεωρούνταν ανέφικτα, τελικά γίνονται!».
Πόσο θάρρος πρέπει τελικά να έχει ένας άνθρωπος για να µιλάει ανοιχτά για το ποιος είναι; Ειδικά όταν βρίσκεται σε θέσεις όπως και η δική σας;
«Το θάρρος που αποκτά ο άνθρωπος ο οποίος, επειδή είναι διαφορετικός, έχει φάει γιούχα και έχει υποστεί μπούλινγκ από τα παιδικά του χρόνια. Δεν μιλάω αποκλειστικά για εμένα, μιλάω γενικά. Θα ακούσεις σχόλια, θα το δεις και γραμμένο στα social media σου, αν βρίσκεσαι σε μια θέση σαν τη δική μου θα το δεις πιθανώς γραμμένο και από μια μικρή μερίδα του Τύπου. Ε και; Αυτά δεν με ενοχλούν, είναι αναμενόμενα και περίμενα και χειρότερα, για να είμαι ειλικρινής. Εμένα με ενοχλεί πιο πολύ το να υπάρχουν άνθρωποι που ακόμα και αν (υποτίθεται πως) είναι προοδευτικοί, για τους δικούς τους ιδιοτελείς λόγους αποδομούν υπογείως μια ιστορία και μια επαγγελματική και πολιτική πορεία κάποιου. Από εκεί και πέρα, σιγά μη φοβηθώ! Αν φοβόμουν δεν θα ήμουν εδώ τώρα. Επίσης αυτό οφείλεται πολύ και στους ανθρώπους που με εμπιστεύθηκαν και με πίστεψαν, με πρώτο τον Πρωθυπουργό φυσικά».
Κάνετε εύκολα αυτοκριτική; Είναι και αυτή µια διαδικασία που προϋποθέτει θάρρος.
«Είμαι σκληρός κριτής και των άλλων και του εαυτού μου, κυρίως όμως του εαυτού μου. Δεν ψάχνω για δικαιολογίες. Θα κάτσω να στύψω το μυαλό μου να βρω λύσεις και τρόπους, πάντα μέσα στο πλαίσιο της νομιμότητας, για να γίνουν πράγματα που με μια πρώτη εκτίμηση κάποιοι άλλοι λένε πως απλώς δεν γίνονται».
Θα χαρακτηρίζατε τον εαυτό σας φιλόδοξο;
«Ναι! Είμαι φιλόδοξος, θέλω αυτό που κάνω να το κάνω όσο καλύτερα γίνεται. Ολη η πορεία μου είναι αποτέλεσμα προσωπικής δουλειάς και επιλογών. Αυτό που κάνω σήμερα είναι αυτό που σπούδασα και αυτό και με ενδιέφερε ανέκαθεν. Εχω τη φιλοδοξία να επιτύχω, δεν νομίζω πως υπάρχει άνθρωπος στον χώρο της πολιτικής που δεν είναι φιλόδοξος. Υπάρχει βέβαια η υγιής φιλοδοξία και υπάρχει και… η άλλη. Ελπίζω πως εγώ είμαι φιλόδοξος σε ένα πλαίσιο υγιές. Εξάλλου, όπως σας είπα και στην αρχή, η όποια φιλοδοξία μου είναι άμεσα συνδεδεμένη με την ανάγκη μου να είμαι χρήσιμος στο κοινωνικό σύνολο».
Η πολιτική είναι για εσάς ένας δρόµος στον οποίο θα συνεχίσετε να πορεύεστε και στο µέλλον;
«Τι να σας πω… Δεν μπορείς ποτέ να γνωρίζεις πόσο θα μείνεις σε μία θέση όπως η δική μου. Πρέπει να σχεδιάζεις σε βάθος χρόνου, γνωρίζοντας πως πιθανώς αυτά που σχεδιάζεις θα τα ολοκληρώσει κάποιος άλλος. Ή πως θα τα ακυρώσει κάποιος άλλος. Προσπαθείς στο πίσω μέρος του μυαλού σου να το συνηθίσεις αυτό. Από τη μία χρειάζεσαι την ενέργεια, τη θέληση και τη βούληση για να κάνεις όλα αυτά τα έργα, οπότε πρέπει να έχεις μακροπρόθεσμο σχεδιασμό και όραμα, από την άλλη πρέπει να είσαι έτοιμος να αντιμετωπίσεις τις όποιες αλλαγές. Αυτό που κάνω είναι να σχεδιάζω τη στρατηγική των επόμενων χρόνων, γνωρίζοντας όμως πάντοτε πως η σημερινή μπορεί να είναι η τελευταία μου ημέρα στη θέση αυτή. Είναι λίγο περίεργο, είναι όμως και ο τρόπος που με βοηθάει να διαχειριστώ μια αρκετά ρευστή κατάσταση. Η εμπλοκή μου με την πολιτική μπορεί και να είναι ένα ρίσκο. Ξέρω όμως και πως είναι διαδικασία που με κάνει πιο χρήσιμο και άρα ένα ρίσκο το οποίο αξίζει να πάρω».
Επί της υπουργίας σας ξέσπασε και το #MeToo, οι φοβερές καταγγελίες για ορισµένους ανθρώπους της τέχνης. Και για αυτό το θέµα επικρίθηκε από ορισµένους η ηγεσία του υπουργείου Πολιτισµού για τις επιλογές της και για τη στάση που κράτησε.
«Είναι άδικο να πιστεύει κανείς πως όλα αυτά που καταγγέλθηκαν αφορούν μόνο τους καλλιτέχνες. Απλώς ο καλλιτεχνικός χώρος φωτίζεται έντονα και τα νέα, οι καταγγελίες, αν και βρίσκουν το ίδιο δύσκολα τον δρόμο της δημοσιοποίησης, αποκτούν συγκριτικά πολύ μεγαλύτερη δημοσιότητα. Θεωρώ πως και εδώ έχουμε μια ιστορία που το θέμα είναι πιο βαθύ, πιο συστημικό, έχει να κάνει πιθανώς με τις πατριαρχικές δομές της χώρας μας και της κοινωνίας μας. Εχει να κάνει με διάφορες αντιλήψεις που ελπίζω πως σιγά-σιγά έχουν αρχίσει να αλλάζουν. Εχει να κάνει με περιθώρια κατάχρησης εξουσίας στην οικογένεια, στον κοινωνικό και στον εργασιακό χώρο. Από τη στιγμή που συνέβαιναν όλα αυτά, είναι υγιές το ότι αποκαλύφθηκαν. Από την πρώτη στιγμή είπα πως στηρίζουμε αυτή την ιστορία, πως είμαστε δίπλα στα θύματα. Αλλά και πως πρέπει να φτιάξουμε έναν κώδικα δεοντολογίας, να φτιάξουμε ένα πλαίσιο που θα αποτρέπει τέτοιες συμπεριφορές. Πρόκειται για θέματα που παλιά θεωρούσαμε πως δεν αφορούσαν την υψηλή πολιτική. Ηρθε η ώρα να ασχοληθούμε με θέματα που έχουν να κάνουν με τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ηρθε η ώρα να ασχοληθούμε και με τα δικαιώματα των ζώων, για να αναφερθώ σε ένα ακόμα καυτό ζήτημα που τελευταίως έχει αναδειχθεί και που επιτέλους συζητιέται. Με προβλήματα τα οποία πιθανώς πολιτικοί παλαιάς κοπής τα σνόμπαραν και τα απαξίωναν και που τώρα απασχολούν τους πάντες. Ηρθε η ώρα να ασχοληθούμε και με αυτά. Επομένως τώρα χρειάζονται και οι κατάλληλοι άνθρωποι να τα διαχειριστούν».
Υποθέτω πως οι υποθέσεις του υπουργείου σάς κρατούν διαρκώς απασχοληµένο. Πώς, αλήθεια, φορτίζετε τις µπαταρίες σας; Τι σας ξεκουράζει και σας ηρεµεί;
«Στην καθημερινή, εκτός εργασίας, ζωή μου υπάρχουν μια θετική και μια αρνητική πηγή ενέργειας. Η θετική πηγή είναι το σπίτι μου, ο γάτος μου, ο σκύλος μου και οι φίλοι μου. Ολα αυτά μου δίνουν χαρά, με ξεκουράζουν, δημιουργούν ένα περιβάλλον ηρεμίας και αγάπης. Επίσης, είμαι ευγνώμων που το αντικείμενο του χαρτοφυλακίου μου, ο πολιτισμός, είναι κάτι που, παρά τις δυσκολίες, προσφέρει πολλές στιγμές έμπνευσης. Η αρνητική πηγή ενέργειας – θα ακουστεί εξαιρετικά περίεργο – είναι αυτό που σας είπα και στην αρχή, ο θυμός. Ο θυμός επειδή κάποια πράγματα είναι όπως είναι. Ομως, όταν καταφέρνω να τον διαχειριστώ, και να τον μετατρέψω σε ενέργεια, στην ενέργεια που με βοηθά να κάνω αυτά που πρέπει, τότε μετατρέπεται σε πολύ μεγάλη κινητήρια δύναμη. Με αυτή τη δύναμη συνεχίζω».