Παρίσι, 2012. Παραμονή Χριστουγέννων, ξημερώματα. Ο Εντουάρ Λουί περπατά στην Πλας ντε λα Ρεπουμπλίκ κρατώντας κάποια βιβλία που του είχαν δωρίσει οι φίλοι του. Δεν βλέπει την ώρα να φτάσει στο σπίτι του για να τα ξεφυλλίσει. Ομως εκεί δεν θα επιστρέψει μόνος του, διότι εν τω μεταξύ τον προσεγγίζει ο Ρεντά, ένας μεγαλύτερός του νεαρός, αλγερινής (βερβερίνικης) καταγωγής. Η έλξη αποδεικνύεται αμοιβαία και καταλήγουν μαζί στο διαμέρισμα του νεαρού γάλλου συγγραφέα. Ο ίδιος, στην «Ιστορία της βίας» (2016), περιέγραψε πώς ακριβώς η τυχαία εκείνη συνάντηση πήρε μια απρόβλεπτη, σκοτεινή τροπή και λίγο έλειψε να του στοιχίσει τη ζωή. Κατόπιν, ο γερμανός σκηνοθέτης Τόμας Οστερμαϊερ διασκεύασε το έργο αυτό (σε συνεργασία με τον Λουί) για το θέατρο και τον Ιούνιο του 2018 έγινε η πρεμιέρα του στη βερολινέζικη Σάουμπινε. Η παράσταση ταξίδεψε επιτυχώς σε όλον τον κόσμο (από τη Νέα Υόρκη ως το Τόκιο) και, την περασμένη εβδομάδα, την παρακολουθήσαμε και στην Αθήνα, στην Πειραιώς 260, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών – Επιδαύρου 2021.
Ο Εντουάρ Λουί, ο οποίος δεν έχει κλείσει ακόμη τα 30 του χρόνια, έτυχε να βρεθεί πριν από λίγες ημέρες στην ελληνική πρωτεύουσα, την οποία επισκέπτεται συχνά, και το BHMAgazino είχε την ευκαιρία να συνομιλήσει αποκλειστικά μαζί του σε ένα café στο κέντρο της πόλης. «Αν και θα ήθελα πολύ να μείνω για την παράσταση, δεν γίνεται επειδή πρέπει να φύγω για τη Γερμανία, στις αρχές Οκτωβρίου έχουμε με τον Τόμας την πρεμιέρα του «Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου» (2018) στη Σάουμπινε, μετά από πολλές αναβολές λόγω της πανδημίας» εξήγησε ο Λουί, ο οποίος κλήθηκε αυτή τη φορά από τον Oστερμαϊερ να ενσαρκώσει, σαν ηθοποιός, τον εαυτό του. Και πρόσθεσε: «Σκέφτομαι, κυρίως με αφορμή την «Ιστορία της βίας», ότι αυτή είναι η ομορφιά του θεάτρου, να κρατά στη θέση μου ό,τι έζησα εγώ, ανεξαρτήτως αν είμαι παρών ή όχι. Για εμένα υπάρχει ένα θεμελιώδες δικαίωμα, να μην κρατά ένας άνθρωπος τον πόνο που δεν επέλεξε. Και το θέατρο είναι το κλειδί αυτού του πράγματος, επειδή λειτουργεί ως μια θετική ιδιοποίηση του πόνου. Ξέρετε, δεν επέλεξα να μου επιτεθεί κάποιος σεξουαλικά, να με βιάσει και να απειλήσει τη σωματική μου ακεραιότητα. Πάλεψα για να τα καταγράψω όλα αυτά στο βιβλίο και πιστεύω ότι οι ηθοποιοί που παίζουν, που λένε την ιστορία μου, κρατούν αυτή την πάλη για λογαριασμό μου». Κρατούν άραγε και το τραύμα; «Ναι, κατά κάποιον τρόπο, το εκφράζουν, το καθιστούν ορατό. Σήμερα γκρινιάζουν πολλοί (οι διάφοροι συντηρητικοί ιδίως και ασφαλώς η Ακροδεξιά) για την υπερβολική θυματοποίηση, όπως την αποκαλούν, ότι «έχει παραγίνει». Εγώ όμως, παρατηρώντας τον κόσμο και την εξέλιξή του, έχω την ακριβώς αντίθετη εντύπωση. Γιατί όταν πονάς είναι δύσκολο να το πεις, να πεις ότι υποφέρεις. Βλέπουμε πόσες γυναίκες κακοποιημένες ή βιασμένες δεν βρίσκουν από φόβο τη δύναμη να εξωτερικεύσουν τα τραύματά τους.
Το πρόβλημα επομένως είναι ότι όσοι υποφέρουν δεν μιλούν. Και το κρίσιμο είναι πώς θα τους βοηθήσουμε να αντιδράσουν, να σηκωθούν και να μιλήσουν. Αυτό αποτελεί το πρώτο βήμα για τη διαχείριση και την καταπολέμηση του τραύματος. Εχω γνωρίσει ανθρώπους που το έκαναν, αφού είδαν την παράσταση. Διέρρηξαν το πλέγμα της ντροπής και προχώρησαν» τόνισε ικανοποιημένος ο Λουί και, εν συνεχεία, αναφέρθηκε στην οικογένειά του: «Μετά την έκδοση του «Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ» (2014), η μητέρα μου παραπονέθηκε έντονα. Επειδή έγραψα ότι ήμασταν φτωχοί. Καταλαβαίνετε, ένιωθε ντροπή για το γεγονός ότι ήταν φτωχή. Μα πώς να αλλάξει ο κόσμος όταν αυτοί που υποφέρουν, ντρέπονται που υποφέρουν; Για εμένα η τέχνη δεν είναι παρά η δυνατότητα, το πεδίο καλύτερα, όπου αυτά τα θέματα πρέπει να τίθενται επί τάπητος με τη μεγαλύτερη ένταση. Ο,τι γράφω έχει στόχο την αντιστροφή της ντροπής. Αυτοί που θα έπρεπε να ντρέπονται είναι όσοι ανήκουν στις κυρίαρχες τάξεις και δεν κάνουν τίποτα για να περιορίσουν την κοινωνική βία. Τέχνη για εμένα σημαίνει να ξεφορτώνεσαι την ντροπή και να τη μεταβιβάζεις στον κυρίαρχο. Και το θέατρο, περισσότερο ίσως από κάθε άλλη τέχνη, σε εξαναγκάζει να δεις κατάματα την πραγματικότητα, την πραγματικότητα που αρνείσαι να δεις επειδή είναι ενοχλητική, την πραγματικότητα για την οποία αδιαφορείς. Το θέατρο δεν είναι βιβλίο να το αφήσεις στην άκρη, αυτό έχει πολύ ενδιαφέρον, στο θέατρο αποδέχεσαι μια σύντομη αναστολή της ελευθερίας σου, για όσο διαρκεί μια παράσταση, και δεν μπορείς εύκολα να αποδράσεις, ειδικά από το θέατρο του Οστερμαϊερ, ο οποίος δεν μιλάει για τη βία με μεταφορές, μιλάει ευθέως για αυτήν, όπως ακριβώς είναι, στήνοντας μια ουσιαστική αντιπαράθεση με τους θεατές. Και επίσης, εμένα δεν μου λέει κάτι η τρέχουσα ιδεολογία, γενικότερα στις τέχνες, του υπόρρητου, του υπονοούμενου, του έμμεσου. Κρίνουν ότι κάτι είναι καλό επειδή είναι «υπαινικτικό», «δεν είναι άμεσο», «δεν είναι πολύ πολιτικό», «δεν είναι διδακτικό». Αναρωτιέμαι, ωστόσο, να διδάξεις τι σε ποιον; Oλοι γνωρίζουμε καλά τις πληγές των φοβερά άνισων και ρατσιστικών κοινωνιών μας. Εν πάση περιπτώσει, είναι σαν να αποδίδεται στη σιωπή μια αισθητική αξία άνευ περιεχομένου. Επαινούνται, εννοώ, και πράγματα επειδή ακριβώς δεν έχουν πάθος (σ.σ.: o συγγραφέας πρόφερε την ελληνική λέξη). Μα πώς είναι δυνατόν; Θεωρώ ότι σε τούτο τον κόσμο υπάρχουν ζωές που φέρνουν δάκρυα στα μάτια, κι αν κάποιος δημιουργήσει κάτι που δεν προκαλεί τα δάκρυα, είναι σαν να κάνει και πάλι τις συγκεκριμένες ζωές αόρατες».
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.