Οσοι ξέρουν τα παιχνίδια της γλώσσας το γνωρίζουν πολύ καλά: οι λέξεις εκφυλίζονται, μαζί με το νόημά τους. Οταν τα νοήματα χάνουν τη βαρύτητά τους και οι λέξεις γίνονται φτωχότερες, δεν αρκούν. Με τη λέξη «αγάπη» π.χ. μπορείς να πονάς ή να γελάς. Ομοίως, όταν οι λέξεις χρησιμοποιούνται πληθωριστικά και για να περιγράψουν ένα σωρό αντιφατικά πράγματα, φθίνουν και οι ίδιες. Εγκειται σε εμάς να τους δώσουμε το χαμένο τους κύρος περιορίζοντας τη χρήση τους ή δίνοντάς τους το αρχικό τους νόημα, δηλαδή το πραγματικό τους περιεχόμενο. Η πιο ωραία τέτοια ιστορία είναι οι περιπέτειες της λέξης «όνειρο».
Γιατί γεννήθηκε η λέξη όνειρο; Για έναν και μοναδικό λόγο: γιατί οι άνθρωποι ονειρεύονται και θέλουν να διηγούνται σε άλλους ανθρώπους όσα βλέπουν στον ύπνο τους. Δεν ξέρω ποιος δημιούργησε τη λέξη, αλλά σίγουρα μιλάμε για έναν μεγάλο ποιητή, καθώς έδωσε περιεχόμενο και ταυτότητα σε κάτι άυλο, και αυτό είναι δύσκολο. Μπορείς εύκολα να ονοματίσεις αντικείμενα και ανθρώπους – τα δείχνεις και αναφέρεις τη λέξη με την οποία τα αποκαλείς και χάρη σε αυτόν τον απλό τρόπο αποκτάς μια δυνατότητα επικοινωνίας. Πολλές φορές δεν είναι καν απαραίτητο η λέξη που χρησιμοποιείς να είναι σωστή ή πρέπουσα, αρκεί που περιγράφει το αντικείμενο ή την ανάγκη: όσοι έχουν μεγαλώσει παιδιά και τα θυμούνται να φωνάζουν «μαμ» με καταλαβαίνουν. Ομως το όνειρο δεν είναι ούτε αντικείμενο, ούτε ανάγκη που πρέπει να ικανοποιηθεί, ενώ την ίδια στιγμή είναι πραγματικότητα: μπράβο στον λογοπλάστη που βρήκε τον τρόπο να το περιγράψει. Μόνο που επειδή δεν μας αρέσει να καθόμαστε ήσυχοι, φροντίσαμε στη συνέχεια να του αλλάξουμε τα φώτα: σιγά-σιγά, αργά αλλά σταθερά, το εκφυλίσαμε – και ως λέξη και ως νόημα.
Πρώτος ανέλαβε τη δουλειά εκείνος ο παλιάνθρωπος που λέγεται Φρόιντ. Το έκανε αντικείμενο μελέτης για τα εσώψυχά μας. Επειδή το όνειρο πάντα μας μάγευε, οι ονειροκρίτες είχαν εμφανιστεί πριν από δαύτον: ο κόσμος τούς ζητούσε να τον βοηθήσουν βρίσκοντας στα όνειρα κρυμμένα νοήματα και οιωνούς – κάτι ανάλογο έκανε και ο Φρόιντ, αλλά από μια επιστημονική σκοπιά που μετέτρεψε το όνειρο από άυλη διαδικασία σε εργαλείο δουλειάς. Το τεμάχισε, το διάβασε, το αποκωδικοποίησε, του ‘δωσε υπόσταση σαν να πρόκειται για ένα είδος τετραδίου στο οποίο ανακάλυψε τις σκοτεινές μας επιθυμίες – τουλάχιστον έτσι πίστευε. Οπότε ξαφνικά η λέξη όνειρο απέκτησε μια άλλη βαρύτητα. Εγινε κάτι σαν ένα κομμάτι του εαυτού μας που κάποιος χειρουργικά αφαιρεί για να το περάσει από έλεγχο και να μας μάθει καλύτερα. Ο Φρόιντ και όσοι ψυχαναλυτές τον δρόμο του ακολούθησαν, το πήραν από εμάς και το έκαναν δικό τους: η ανάλυση των ονείρων δεν διαφέρει και πολύ από την ανάλυση π.χ. του αίματος.
Μετά ήρθαν οι μεγάλοι πολιτικοί, οι διακινητές των ιδεολογιών, οι ρήτορες και οι λωποδύτες. Αυτοί πήραν τη λέξη όνειρο και την έκαναν κάτι σαν διαφημιστικό σποτ. Αρχισαν να πουλάνε το όνειρο ενός καλύτερου κόσμου, το όνειρο για δίκαιες λύσεις, το όνειρο για το αύριο που μας περιμένει, το όνειρο σαν διαδικασία επιλογής. Ολοι αυτοί το κάνανε το όνειρο κάτι σαν την πίτσα που παραγγέλνεις περιμένοντας να δεις το ματς: κάνοντας καλά τη δουλειά του ντελιβερά ονείρων μάς έπεισαν ότι τα όνειρα μπορεί να είναι κατά παραγγελία – να διαλέγουμε αν θα είναι έγχρωμα και ιλουστρασιόν, να προγραμματίζουμε το περιεχόμενό τους – που φυσικά στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι και ιδεολογικό. Ολα αυτά τα δεχτήκαμε διότι στο μυαλό μας τα όνειρα ήταν πάντα γλυκά και ωραία και όποιος τέτοια υπόσχεται τυγχάνει πάντα και εύκολα της προσοχής μας. Και κάπως έτσι χάσαμε την έννοια και την απόλαυση του ονείρου, που αντίθετα από όσα εξαγγέλλονται δεν επιδέχεται παραγγελία και ποτέ κανείς δεν όρισε ή διάλεξε το περιεχόμενό του. Για λόγους που έχουν να κάνουν με την ανάγκη μας για όνειρα, μπερδέψαμε τα πράγματα φρικτά. Δύσκολα η κατάσταση συμμαζεύεται. Μάθαμε να περιμένουμε τον επόμενο ο οποίος θα μας πουλήσει τα όνειρα που θα θέλαμε να έχουμε, ίσως γιατί τα όνειρα μας λείπουν.
Καμία εταιρεία δημοσκοπήσεων δεν ρώτησε ποτέ τους ανθρώπους αν ονειρεύονται – εξηγώντας ότι χρησιμοποιεί τον όρο «όνειρο» με την πραγματική του έννοια, δηλαδή ως κάτι που βλέπουμε στον ύπνο μας και όχι ως παραμύθι που κάποιος μάς πουλάει εκμεταλλευόμενος την ανάγκη μας. Πιστεύω πως όσο οι άνθρωποι ακούν άλλους να τους μιλούν για όνειρα, τόσο λιγότερο ονειρεύονται και τόσο περισσότερο ξεχνούν τα όνειρά τους. Δεν αποκλείω, συγχυσμένοι από τη χρήση του όρου που κάνουν ψυχαναλυτές και πολιτικάντηδες (ενίοτε δε και καλλιτέχνες), να έχουμε αρχίσει να νιώθουμε ενοχές απέναντι στα όνειρά μας: είναι τόσο πολλοί αυτοί που μας κατηγορούν ότι τα προδώσαμε, που στο τέλος θα μας κάνουν να τα φοβόμαστε. Κι όμως, αν σκεφτεί κανείς ότι περνάμε κάτι περισσότερο από το ένα τρίτο της ζωής μας στην αγκαλιά του Μορφέα θα ‘πρεπε τα όνειρα να τα λαχταρούμε: ακόμη και τα χειρότερα, τα πιο εφιαλτικά, τα πιο σκοτεινά, δίνουν περιεχόμενο σε ένα τεράστιο κομμάτι της καθημερινότητάς μας. Αν μάλιστα είναι και γλυκά, κάνουν τον ύπνο μας υπέροχο: μια αληθινή υπερπαραγωγή χρωμάτων με σενάριο απίστευτο! Ακόμη κι αν σε αυτά δεν είμαστε πρωταγωνιστές, τα όνειρα αρκούν για να μας φτιάξουν τη νύχτα, να μας βοηθήσουν να ξυπνήσουμε υπέροχα, μουρμουρίζοντας και γκρινιάζοντας καμιά φορά γιατί μαζί με το άνοιγμα των ματιών μας χάθηκε και η μοναδική στιγμή πραγματικής μαγείας στην οποία έχουμε πρόσβαση.
Καθώς η χρονιά τελειώνει και το μυαλό μας βαραίνουν ολοένα και περισσότερες σκέψεις για τις δυσκολίες που μας περιμένουν θα ήθελα να αποκαταστήσουμε τη βαρύτητα της λέξης «όνειρο»: το όνειρο είναι ένα δικό μας δημιούργημα – ο τρόπος απόδρασης από καταπιεστικές, βαρετές και άλλες πραγματικότητες. Και συγχρόνως θέλω να σας δώσω την καλύτερη ευχή για τη χρονιά που ξεκινά σε λίγες μέρες: χρόνια πολλά μεν, πλην όμως γεμάτα από γλυκά όνειρα.