«Όλα ξεκίνησαν με ένα ποντίκι». Ή τουλάχιστον έτσι αρεσκόταν να λέει ο Γουόλτ Ντίσνεϊ αποδίδοντας στον Μίκυ Μάους τη θριαμβευτική πορεία της εταιρείας του στον 20ό αιώνα, αν και το Disney Brothers Studio ιδρύθηκε το 1923, μία πενταετία προτού εμπνευστεί το διάσημο καρτούν.
Εκατό και κάτι χρόνια μετά, η Disney έχει υπερβεί κατά πολύ το όραμα του ιδρυτή της. Δεν είναι πια η αξιοσέβαστη δημιουργός ταινιών για όλη την οικογένεια με τη διακριτή πάντα θέση, αλλά όχι την πρωτοκαθεδρία στο Χόλιγουντ.
Είναι ένας κολοσσός αξίας σχεδόν 200 δισ. δολαρίων με τον πληθυσμό μιας μικρής πόλης (225.000 εργαζόμενοι) και την κυριότητα μιας πλειάδας συμβόλων της αμερικανικής κινηματογραφικής ιστορίας, από την 21st Century Fox έως τη Lucasfilm και τη Marvel Studios.
Αλλά ακόμα και αν η Disney δεν λογιζόταν ως στυλοβάτης της παγκόσμιας βιομηχανίας της ψυχαγωγίας, ο εμφύλιος που την ταλάνισε από το 2020 έως πρόσφατα, ενώ στο φόντο μαινόταν η κρίση της πανδημίας και το μιντιακό τοπίο μεταβαλλόταν άρδην με την αλματώδη εξάπλωση των υπηρεσιών streaming, θα αρκούσε για να αποτελέσει σταθμό στα χρονικά της επιχειρηματικής ίντριγκας.
Ο «πόλεμος των δύο Μπομπ», του διευθύνοντος συμβούλου Μπομπ Αϊγκερ και του διαδόχου του, Μπομπ Τσάπεκ, υπήρξε απρόσμενος, ανελέητος και μέχρις εσχάτων.
Το έπος του Αϊγκερ
Ο 73χρονος Ρόμπερτ Αϊγκερ δικαίως κατατάσσεται μεταξύ των θρύλων του σύγχρονου Χόλιγουντ. Διαδέχθηκε το 2005 τον Μάικλ Αϊσνερ, τον ανορθωτή της Disney, ο οποίος την καθοδήγησε σε στρατηγικές αγορές (των ABC και ESPN το 1996) και επέβλεψε την αναγέννησή της χάρη στη δημιουργία εκλεπτυσμένων κινουμένων σχεδίων – «Η μικρή γοργόνα» (1989), «Η Πεντάμορφη και το τέρας» (1991), «Αλαντίν» (1992), «Ο βασιλιάς των λιονταριών» (1994) –, προορισμένων για ανήλικο και ενήλικο κοινό ταυτόχρονα.
Μέσω του ABC, από όπου ξεκίνησε ως χαμηλόβαθμος υπάλληλος στα τηλεοπτικά πλατό το 1974 αντί 600 δολαρίων τον μήνα, ο Αϊγκερ ανήλθε τις βαθμίδες της ιεραρχίας, για να μεταπηδήσει στην Disney το 1999. Πήρε το χρίσμα από τον Ρόι Ντίσνεϊ, ανιψιό του Γουόλτ και αιώνιο διοικητικό πυλώνα της εταιρείας, όταν εκείνος, δυσαρεστημένος από τη διαχείριση του Αϊσνερ, ξεκίνησε μια εκστρατεία ανατροπής του το 2003.
Μέσα σε 15 χρόνια, από το 2005 ως το 2020, ο Αϊγκερ προέβη σε μια σειρά στρατηγικών εξαγορών: του πρωτοπόρου στούντιο κινουμένων σχεδίων Pixar το 2006, της Marvel Entertainment το 2009, της Lucasfilm το 2012, του κλάδου ψυχαγωγίας της 21st Century Fox το 2019.
Επενδύοντας στα καρτούν, στους υπερήρωες των κόμικ, στο «Star Wars» και σε ένα από τα πιο τρανταχτά ονόματα της ιστορίας του κινηματογράφου, έμοιαζε να συλλαμβάνει απόλυτα το πνεύμα της εποχής, τόσο επιχειρηματικά όσο και δημιουργικά. Οι επιλογές επιβραβεύονταν στα ταμεία. Η Γουόλ Στριτ έδινε τις ευλογίες της. Το 2021 η αξία της εταιρείας υπολογιζόταν στα 231 δισ. δολάρια.
«Υπάρχει ζωή μετά την Disney;» αναρωτιόταν φιλοσοφικά η πινακίδα της ασημένιας Porsche του Αϊγκερ. Το ερώτημα όμως δεν ήταν θεωρητικό. Οπως υπογράμμιζαν οι Τζέιμς Μπ. Στιούαρτ και Μπρουκς Μπαρνς στους «New York Times» της 8ης Σεπτεμβρίου, ο Αϊγκερ σκεφτόταν την αποχώρηση ήδη από το 2015. Αφενός δεν ήταν ικανοποιημένος από την αποζημίωσή του: τα δικά του 36,3 εκατ. δολάρια τον χρόνο ωχριούσαν μπροστά στα 69,3 εκατ. δολάρια του Λέσλι Μούνβεζ, διευθύνοντος συμβούλου του CBS.
Αφετέρου τον στοίχειωνε μια συζήτηση με τον Στιβ Τζομπς προτού εκείνος φύγει από τη ζωή το 2011, στην οποία ο ιδρυτής της Apple τον είχε προτρέψει να μη μείνει στη θέση του τόσο ώστε τελικά να «στερηθεί όλα εκείνα τα ωραία που έχει να προσφέρει η ζωή».
Αυτή ήταν και η αρχική του πρόθεση – κορόιδευε τον προκάτοχό του, Μάικλ Αϊσνερ, που γαντζώθηκε στην πολυθρόνα του επί 21 συναπτά έτη. Και επιπλέον είχε τον διάδοχό του έτοιμο: ο εξηντάρης Μπομπ Τσάπεκ, διευθυντής της Disney Parks, Experiences and Products – κάθε άλλο παρά χαρισματικός, ωστόσο συνεργάτης του για 30 χρόνια και αφοσιωμένος «στα όρια της δουλοπρέπειας» –, ήταν ο εκλεκτός. Κατά παράβαση της συνήθους διαδικασίας, το Διοικητικό Συμβούλιο δεν μπήκε καν στον κόπο να τον ελέγξει. Στις 25 Φεβρουαρίου 2020 η αλλαγή φρουράς ανακοινώθηκε επίσημα.
Μπομπ εναντίον Μπομπ
Η απόφαση για την προαγωγή του Τσάπεκ υπήρξε για το Χόλιγουντ κεραυνός εν αιθρία. Φίλοι του Αϊγκερ, όπως ο Πολ Μακ Κάρτνεϊ των Beatles, άρχισαν να του τηλεφωνούν ρωτώντας αν έφευγε γιατί ήταν άρρωστος.
Για την ακρίβεια, ο Αϊγκερ έφευγε μένοντας. Θα αναλάμβανε τη θέση του εκτελεστικού προέδρου και του επικεφαλής του Δημιουργικού Τμήματος, ο Τσάπεκ θα έδινε λόγο, κατ’ εξαίρεση, όχι μόνο στο Διοικητικό Συμβούλιο αλλά και στον ίδιο.
Η διευθέτηση αποσκοπούσε σε μια βελούδινη μετάβαση, μια και η επιλογή ήδη αμφισβητούνταν: η οικονομική διευθύντρια της Disney, Κριστίν Μακ Κάρθι, υπογράμμιζε ότι ο νέος διευθύνων σύμβουλος «δεν είχε ιδέα από τηλεόραση, δεν ήξερε τίποτα για τα προγράμματα του Αθλητικού Τμήματος, δεν είχε ιδιαίτερες σχέσεις με τα ταλέντα του Χόλιγουντ και δεν είχε συνεργαστεί ποτέ με τη Γουόλ Στριτ». Ο Αϊγκερ τη διαβεβαίωσε ότι όλα θα πήγαιναν καλά. Και, σε τελική ανάλυση, πρόσθεσε, «κι εγώ εδώ γύρω θα είμαι».
Αντί να διευκολύνει την προσαρμογή, η παραμονή εκεί γύρω του Αϊγκερ οδήγησε σε μια σειρά από κλιμακούμενες προστριβές. Κατ’ αρχάς, ο Τσάπεκ ειδοποιήθηκε ότι δεν θα εγκαθίστατο στο παραδοσιακό γραφείο του CEO, θα το κρατούσε ο Αϊγκερ με τις νέες του ιδιότητες. Εν πτήσει προς την ετήσια σύνοδο των μετόχων της Disney στις 11 Μαρτίου, τα δύο υψηλόβαθμα στελέχη της εταιρείας δεν συζήτησαν ούτε δευτερόλεπτο το ζήτημα, κατά τον Τσάπεκ επειδή ο Αϊγκερ προτιμούσε να δείχνει φωτογραφίες του καινούργιου του γιοτ, κατά τον Αϊγκερ επειδή ο Τσάπεκ είπε ότι του αρκούσαν τα ενημερωτικά ντοσιέ.
Στις 12 Απριλίου καβγάδισαν για ένα δημοσίευμα των «New York Times» το οποίο υπαινισσόταν ότι ο πρώην διευθύνων σύμβουλος θα ανακτούσε τον έλεγχο: ο Τσάπεκ τον κατηγόρησε ευθέως ότι τον υπονομεύει, ο Αϊγκερ διέδωσε ότι ποτέ άλλοτε δεν του είχαν φερθεί με τόση ασέβεια. Ακολούθησαν τον Ιούνιο κατ’ ιδίαν διαδικτυακές συσκέψεις του Διοικητικού Συμβουλίου και με τους δύο: ο Αϊγκερ ισχυρίστηκε ότι ο Τσάπεκ υστερούσε σε ηγετικές ικανότητες, δεν ζητούσε τη συμβουλή του, δεν ερχόταν σε συσκέψεις που συγκαλούσε· ο Τσάπεκ απάντησε ότι ο Αϊγκερ δεν του παραχωρούσε εξουσίες και συγκαλούσε συσκέψεις χωρίς να τον προσκαλεί.
Σε κατ’ ιδίαν συνομιλία, ο Αϊγκερ του δήλωσε ότι το Διοικητικό Συμβούλιο του είχε παραχωρήσει το δικαίωμα να επιστρέψει ανά πάσα στιγμή αν ο Τσάπεκ αποδεικνυόταν λίγος. Οταν ένας εμβρόντητος Τσάπεκ έθεσε το ζήτημα στους αρμοδίους, έλαβε μισόλογα ως απάντηση. Η μόνη ενθάρρυνση που του παρείχαν ήταν ότι το συμβόλαιο του Αϊγκερ έληγε σε ενάμιση χρόνο.
Με κινηματογράφους και θεματικά πάρκα κλειστά λόγω της πανδημίας και κάθε παραγωγή να έχει σταματήσει, ο Τσάπεκ κατάφερε τον Οκτώβριο του 2020 να καταγάγει μια νίκη που θεώρησε αποφασιστική. Δημιουργώντας την Disney Media and Entertainment Distribution, έδωσε προτεραιότητα στις streaming πλατφόρμες προκειμένου να αποκαταστήσει τη χρηματική ροή, εκμεταλλευόμενος την κατακόρυφη αύξηση της τηλεθέασης λόγω καραντίνας.
Η βραχυχρόνια επιτυχία της κίνησης του επέτρεψε να ξεπεράσει τον σκόπελο των τελευταίων μηνών του Αϊγκερ. Θεωρώντας όμως ότι η εταιρεία είχε στραφεί πολύ αριστερά, απέφυγε να συνυπογράψει στις αρχές του 2022 με τη Nike, την General Motors και άλλους κολοσσούς την αντίθεση στον νόμο του «τραμπικού» κυβερνήτη της Φλόριντα, Ρον ντε Σάντις, ο οποίος απαγόρευε την αναφορά σε ζητήματα σεξουαλικής ταυτότητας στις πρώτες τάξεις του δημοτικού σχολείου. Σύντομα η εξέγερση των υπαλλήλων του τον υποχρέωσε να πάει στο άλλο άκρο, χρηματοδοτώντας την εκστρατεία κατά του νόμου με 5 εκατ. δολάρια.
Ο Ντε Σάντις κατήγγειλε τη «Woke Disney», ανακάλεσε άμεσα το φορολογικό προνόμιο της εταιρείας, η οποία, με τη σειρά της, προσέφυγε στα δικαστήρια. (Εχοντας ταχθεί εξαρχής από το «Χ» εναντίον του Ντε Σάντις, ο Αϊγκερ έτριβε τα χέρια του.) Διαισθανόμενος ότι το Διοικητικό Συμβούλιο ταλαντευόταν, ο Τσάπεκ δοκίμασε να συνεργαστεί με τον δυσαρεστημένο πρώην ηγέτη της Marvel Entertainment, Αϊκ Περλμάτερ, και τον επενδυτή Νέλσον Πελτς προκειμένου να εμπλουτίσει τα μέλη του με δικούς του υποστηρικτές.
Αλλά τον Σεπτέμβριο του 2022, και ενώ ο Τσάπεκ πίστευε ότι το streaming «τα έσπαγε», η οικονομική διευθύντρια, Κριστίν Μακ Κάρθι, αποκάλυπτε στο Διοικητικό Συμβούλιο ότι τα αυξανόμενα κόστη παραγωγής και μάρκετινγκ είχαν δημιουργήσει μια τρύπα 1,5 δισ. δολαρίων. Θορυβημένος, την επέκρινε δημόσια και έσπευσε να αποσείσει τις ευθύνες από πάνω του δηλώνοντας «δεν μου είχε δείξει τους αριθμούς».
Υποπτευόμενος παντού τον δάκτυλο του Αϊγκερ, σε ιδιωτικές συζητήσεις τον αποκαλούσε «δολοφόνο». Οταν τα οικονομικά αποτελέσματα προκάλεσαν την πτώση της μετοχής κατά 13% και παράλληλα έγινε γνωστό ότι ο Τσάπεκ δεν είχε διαβάσει ποτέ τη σχετική έκθεση, η παρασκηνιακή εξουσία της εταιρείας αναζήτησε μέσω τρίτων τον συνταξιοδοτημένο μονάρχη. «Αν θέλουν να μου μιλήσουν, ξέρουν πού θα με βρουν» ήταν η αποστροφή του Αϊγκερ.
Την Κυριακή 19 Νοεμβρίου η Σούζαν Αρνολντ, πρόεδρος και σιδηρά κυρία του Διοικητικού Συμβουλίου της Disney, τηλεφώνησε στον Τσάπεκ τη στιγμή που εκείνος ετοιμαζόταν να φύγει για μια συναυλία του Ελτον Τζον. «Από αυτή τη στιγμή είσαι εκτός» του είπε κοφτά. «Γιατί;» ρώτησε εκείνος. «Χάσαμε την εμπιστοσύνη μας» του απάντησε.
Το «Succession» συναντά το «Game of Thrones»
Η επιστροφή του Μπομπ Αϊγκερ γινόταν σε ένα κάθε άλλο παρά ανέφελο τοπίο. Το κινηματογραφικό σύμπαν της Marvel, έχοντας εξαντλήσει τους κύριους χαρακτήρες, στηριζόταν πια στους δευτερεύοντες, με ανάλογες αποδόσεις στο box office. Η μεγάλη απεργία του Χόλιγουντ ήταν καθ’ οδόν. Πέντε φιλμ υψηλού προϋπολογισμού έμελλε να πατώσουν εντός του 2023, μαζί και το «Wish», η μεγάλη animated ελπίδα του στούντιο.
Προκειμένου να αναστηλώσει την εμπιστοσύνη της αγοράς, ο Αϊγκερ συνέταξε γρήγορα ένα πλάνο εξοικονόμησης 7,5 δισ. δολαρίων και απέλυσε 8.000 υπαλλήλους. Φρόντισε να κλείσει το μέτωπο με τον (παταγωδώς αποτυχόντα στην κούρσα του χρίσματος των Ρεπουμπλικανών) Ρον ντε Σάντις, ανακοινώνοντας την επένδυση 17 δισ. δολαρίων στα θεματικά πάρκα της Φλόριντα.
Τον Σεπτέμβριο του 2023 το πλάνο επεκτάθηκε σε όλη τη σειρά των θεματικών πάρκων και των κρουαζιερών της Disney, ο προϋπολογισμός των οποίων θα διπλασιαστεί από τα 30 στα 60 δισ. δολάρια. Τον Φεβρουάριο του 2024 έκλεισε τη μαύρη τρύπα του 1,5 δισ. δολαρίων της Disney+ με μια ισόποση συμφωνία με την Epic Games προκειμένου να δημιουργήσει ένα κοινό ψηφιακό σύμπαν συνδεδεμένο και με το δημοφιλές παιχνίδι «Fortnite».
Τον Απρίλιο το Διοικητικό Συμβούλιο απέρριψε την απόπειρα των Πελτς και Περλμάτερ να αποκτήσουν ιθύνοντα ρόλο («το να δημιουργείς μαγεία δεν είναι για ερασιτέχνες» σχολίασε δηκτικά ο Τζορτζ Λούκας), το δεύτερο τρίμηνο του έτους οι πλατφόρμες παρουσίασαν κέρδος, έστω και ισχνό, το καλοκαίρι το πολυπόθητο hit ήρθε με την κυκλοφορία του «Deadpool & Wolverine». Ανεβαίνοντας στη σκηνή του D23, της ετήσιας συνάντησης των φαν της Disney στο Αναχαϊμ της Καλιφόρνιας, τον περασμένο Ιούνιο, ο Μπομπ Αϊγκερ έγινε δεκτός με θυελλώδη χειροκροτήματα.
Ερχεται λοιπόν το happy end; Τέλος καλό, όλα καλά; Εζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα; Οχι. Το πραγματικό «Succession» τώρα αρχίζει. Στον ρόλο του Λόγκαν Ρόι, ο πατριάρχης Αϊγκερ είναι 73 ετών – όταν θα λήξει το συμβόλαιό του, το 2026, θα είναι αισίως 75. Οι υποψήφιοι διάδοχοι είναι τέσσερις πρόεδροι: ο Τζίμι Πιτάρο του ESPN, ο Τζος ντ’ Αμάρο της Disney Experiences, οι Αλαν Μπέργκμαν και Ντέινα Γουόλντεν της Disney Entertainment.
Τρεις άνδρες και μία γυναίκα, επιτυχημένοι, αφοσιωμένοι στην εταιρεία, εξασκημένοι στη μηχανορραφία, όπως ακριβώς οι πρωταγωνιστές του πολυβραβευμένου σίριαλ. Ως το 2026 ο Αϊγκερ θα πρέπει να έχει επιλέξει, ώστε το Διοικητικό Συμβούλιο αυτή τη φορά να εξετάσει εξονυχιστικά τον υποψήφιο και να εγκρίνει την ανάρρησή του στον θρόνο.
Ολοι έχουν τα θετικά τους, όπως έγραφαν τον περασμένο Μάιο στο «Vanity Fair» οι Νάταλι Τζάρβεϊ και Τζόι Πρες: η Γουόλντεν θα ήταν η πρώτη γυναίκα επικεφαλής της επιχείρησης· ο Μπέργκμαν λογίζεται ως αξιόπιστο στέλεχος της παλιάς σχολής· ο Ντ’ Αμάρο «έχει την Disney στο αίμα του»· ο Πιτάρο έχει μόνο φίλους σε μια βιομηχανία όπου ο κανόνας είναι να έχεις μόνο εχθρούς.
Αρκούν όμως αυτά; Η μετοχή εξακολουθεί να βρίσκεται στα τάρταρα, 55% χαμηλότερα από ό,τι το 2021. Το μέλλον των μπλοκμπάστερ είναι πιο σκοτεινό από ποτέ. Η τηλεόραση; Δεν προσελκύει πια τα αλαλάζοντα πλήθη που προσκυνούσαν το «Game of Thrones». Οι πλατφόρμες; Κατακλύζονται από σειρές που θυμίζουν άλλες σειρές. Οι καιροί; Ου μενετοί. Κάποιοι ειδικοί αναλυτές αναρωτιούνται ήδη αν με τέτοιο βαρομετρικό χαμηλό πρέπει απαραίτητα να ταράξει κανείς τη βάρκα.
Ενας από τους ισχυρότερους ατζέντηδες του Χόλιγουντ δήλωνε υπό τον όρο της ανωνυμίας στο «Vanity Fair» ότι η ηλικία του δεν είναι απαγορευτική, ο Μπομπ Αϊγκερ βρίσκεται σήμερα «στο απόγειο των δυνάμεών του».
Ο ίδιος ιδιωτικά είχε αποκλείσει εξαρχής οποιαδήποτε επιπλέον ανανέωση, δημόσια αφήνει να εννοηθεί ότι δεν προτίθεται να παρατείνει τη βασιλεία του, δίνει σήματα ότι η επιλογή επίκειται. Αλλά με παρόμοιες πλάνες υποσχέσεις δεν κρατούσε τους πάντες στο χέρι και ο Λόγκαν Ρόι ώσπου να τον βρει η μοιραία καρδιακή προσβολή στο ιδιωτικό του τζετ;