Ηταν μια επαναστατική διακήρυξη, ανυπέρβλητη ως προς τη ζωτικότητα και τη σπουδαιότητά της. Το «Μανιφέστο του Σουρεαλισμού» του Αντρέ Μπρετόν γράφτηκε πριν από σχεδόν εκατό χρόνια, συγκεκριμένα στις 15 Οκτωβρίου του 1924, όμως εξακολουθεί να είναι παρόν, καίριο, επίκαιρο. Η εξερεύνηση των μυστηριωδών ατραπών του υποσυνειδήτου και η παντοδυναμία των ονείρων, κοινώς τα διδάγματα του Φρόιντ, όπως και η απόρριψη της αυταρχικότητας και της αποικιοκρατίας, κοινώς τα διδάγματα του Μαρξ, έγιναν οι δύο ράγες επάνω στις οποίες ξεκίνησε το ταξίδι της αυτή η ιδέα που έγινε καλλιτεχνικό κίνημα και έφερε την επανάσταση σχεδόν σε όλα τα είδη τέχνης – τα εικαστικά, τη φωτογραφία, τον κινηματογράφο και βεβαίως τη λογοτεχνία.
Προσεχώς το Κέντρο Πομπιντού στο Παρίσι δεν θα ανατρέξει απλώς στην ιστορία του, αλλά θα το γιορτάζει (από τις 4/9) με μια πανηγυρική, επετειακή έκθεση με τίτλο «Le surréalisme. L’exposition du centenaire (1924-1969)» σε επιμέλεια Ντιντιέ Οτινζέ και Μαρί Σαρέ. Μια σουρεαλιστική περιπέτεια που υπόσχεται να αφήσει τους επισκέπτες με το στόμα ανοιχτό – ή τουλάχιστον με ένα ανασηκωμένο φρύδι. Το 1969 είναι το χρονικό όριο που μπήκε επειδή εκείνη τη χρονιά ανακοίνωσε την επίσημη «διάλυσή» του ο γάλλος δημοσιογράφος, συγγραφέας σουρεαλιστής Ζαν Σουστέρ στην εφημερίδα «Le Monde». Ο Μπρετόν είχε φύγει από τη ζωή το 1966 και δεν μπορούσε να αντιδράσει όπως έκαναν έτεροι σουρεαλιστές που άρχισαν να στέλνουν επιστολές στην εφημερίδα για να υπερασπιστούν τη συνέχιση του κινήματος.
Η έκθεση στο Πομπιντού είναι διαρθρωμένη με τρόπο ώστε να θυμίζει λαβύρινθο, το έμβλημα του σουρεαλισμού, μια και ο χώρος φιλοξενίας του Μινώταυρου, ενός μυθικού όντος που υποτίθεται ότι ήταν μισό ζώο, μισό άνθρωπος, ήταν το χωνευτήρι όπου η ζωή και ο θάνατος, το πραγματικό και το φανταστικό, το παρελθόν και το μέλλον, αυτό που μπορεί να ειπωθεί και εκείνο που είναι ανείπωτο, παύουν να είναι αντιθετικές έννοιες.
Χωρίζεται σε 13 ενότητες, οι οποίες εξερευνούν καθοριστικές παραμέτρους που διαμόρφωσαν το καλλιτεχνικό κίνημα και είναι μια μοναδική ευκαιρία να ανακαλύψει κανείς τον πλούτο και την πολυπλοκότητά του: τις λογοτεχνικές μορφές που επηρέασαν τον σουρεαλισμό, όπως ο γάλλος ποιητής Λοτρεαμόν, κατά κόσμον Ισιντόρ Ντικάς, αλλά και τις ποιητικές αρχές που δομούσαν την εικόνα της σουρεαλιστικής τέχνης. Oπως για παράδειγμα τα «Δάση», όπου σύμφωνα με τον Σαρλ Μποντλέρ διαπλέκονταν τα νήματα των υποδόριων συνδέσμων μεταξύ όλων των συστατικών του κόσμου, μια από τις αγαπημένες θεματικές του Μαξ Ερνστ. Τις «Χίμαιρες», το μυθολογικό υβριδικό πλάσμα που αποτελείται από τμήματα τριών ζώων και ως εκ τούτου έγινε το τοτεμικό ον του σουρεαλισμού. Τους «Υμνους στη νύχτα» και τα μυστήριά της, τις «Τροχιές των ονείρων» μια και αρχής γενομένης από τον Μπρετόν οι σουρεαλιστές μαγεύονταν από τα «θαύματα» που συντελούνταν στο μυαλό στο κατώφλι του ύπνου, όπως και στα ενδότερά του.
Τα «Πολιτικά τέρατα», μια και τα σουρεαλιστικά έργα κατοικούνται από τέρατα που απηχούν την άνοδο του ολοκληρωτισμού. Τη «Φιλοσοφική λίθο», μια και οι σουρεαλιστές βρήκαν στην αλχημεία το μονοπάτι για τη συνύπαρξη μεταξύ γνώσης και διαίσθησης, επιστήμης και ποίησης. «Τα δάκρυα του έρωτα», μια και ο Μπρετόν είχε τοποθετήσει τον ερωτισμό στην καρδιά του σουρεαλιστικού έργου, παίρνοντας τη φράση «amour fou» κατά γράμμα: το πάθος μπορεί να οδηγήσει στην τρέλα και είναι απαλλαγμένο από κάθε απαγόρευση – εξ ου και ο Μαρκήσιος ντε Σαντ ενέπνευσε τους σουρεαλιστές.
Οι stars και οι εκπλήξεις
Στην έκθεση παρουσιάζονται πίνακες, ταινίες, φωτογραφίες, σχέδια και εμβληματικά έργα, ορισμένα από τα οποία είναι δανεισμοί από μουσεία και ιδιωτικές συλλογές. Oπως τα «Visage du grand masturbateur» του Νταλί (από το Museo Nacional Centro de Arte Reina Sofía στη Μαδρίτη), «Le chant d’ amour» του Τζόρτζιο ντε Κίρικο (από το ΜοΜΑ της Νέας Υόρκης), «La grande forêt» του Μαξ Ερνστ (από το Kunstmuseum της Βασιλείας) ή «Les valeurs personelles» και «L’empire des lumières» του Ρενέ Μαγκρίτ (από το SFMoMA του Σαν Φρανσίσκο και το Musées royaux des Beaux-Arts de Belgique των Βρυξελλών αντίστοιχα).
Δεν λείπουν βέβαια και οι εκπλήξεις. Το Πομπιντού δεν παραλείπει να φωτίσει τους λιγότερο γνωστούς καλλιτέχνες που εκφράστηκαν μέσα από το σουρεαλιστικό ιδίωμα μακριά από τα ευρωπαϊκά κέντρα, όπως τον Ιάπωνα Τατσούο Ικέντα (1928-2020), ο οποίος αποτυπώνει τη φρίκη του πολέμου και τις συνέπειες της επαναβιομηχάνισης της Ιαπωνίας, ή τον μεξικανό ζωγράφο Ρουφίνο Ταμάγιο (1899-1991), που συνδύασε τη μοντερνιστική προσέγγιση με προκολομβιανά μοτίβα, και την Αμερικανίδα Eλεν Λάντενμπεργκ (1908-1999).
Γιατί βέβαια οι γυναίκες καλλιτέχνιδες του κινήματος έρχονται επίσης στην επιφάνεια. Η Λεονόρα Κάρινγκτον, η Ντοροθέα Τάνινγκ, η Ντόρα Μάαρ, η Iθελ Κoχούν παύουν να είναι απλώς «ερωμένες» ή «μούσες» και αναγνωρίζονται ως σημαντικές δημιουργοί στο πνεύμα των καιρών μας που αποκαθιστά επιτέλους αυτού του είδους τις κατάφωρες αδικίες. Και όλα αυτά με το κείμενο του Μπρετόν να αιωρείται πάνω από την έκθεση σαν ένα φάντασμα που γελά ειρωνικά, σαν μια κεντρική φιλοσοφική άγκυρα που συγκρατεί το σύνολο της έκθεσης, μια και το χειρόγραφο μανιφέστο θα είναι παρόν ύστερα από δανεισμό που έγινε από την Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας.
Σουρεαλιστικές καταστάσεις
Πρόκειται λοιπόν για μια έκθεση ιστορικού ενδιαφέροντος, που όμως είναι και επίκαιρη. Oπως σχολιάζει ο Ντιντιέ Οτινζέ: «Ο σουρεαλισμός πάντα φρόντιζε να περπατάει στα δύο πόδια, να συμφιλιώνει το «αλλάξτε τη ζωή» του Ρεμπό και το «μεταμορφώστε τον κόσμο» του Μαρξ. Κατήγγειλε την αποικιοκρατία (το 1925, καταδικάζοντας τον πόλεμο του Ριφ, το 1931 κατά τη διάρκεια της μεγάλης παρισινής αποικιακής έκθεσης, κατά τη διάρκεια των πολέμων της Ινδοκίνας, της Αλγερίας κ.λπ.), πολέμησε τον ολοκληρωτισμό (στη διάρκεια της ανόδου του φασισμού στην Ευρώπη, τη δεκαετία του 1930, κατά το «πραξικόπημα της Πράγας» του 1948, την εξέγερση της Βουδαπέστης το 1956…).
Διεθνείς Μπιενάλε και η Documenta, που μετατρέπονται σε φόρουμ ανοιχτά στα πολιτικά ερωτήματα της εποχής, έγιναν μάρτυρες των εκφάνσεων ενός κινήματος που αντιδρούσε άμεσα σε όλες τις απειλές που βαραίνουν την ελευθερία και συνιστούν επιθέσεις στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Κληρονόμος του ρομαντισμού (συγκεκριμένα του γερμανικού), ο σουρεαλισμός δεν έπαψε ποτέ να αμφισβητεί τη λατρεία που αφιερώνουν οι σύγχρονες κοινωνίες στην τεχνολογία και τα μηχανήματα, να καταγγέλλει την υλιστική εμμονή και τον καταναλωτισμό των «προηγμένων» κοινωνιών (η τελευταία έκθεση των σουρεαλιστών, «Το απόλυτο χάσμα», το 1965, τοποθετεί έναν «γκροτέσκο καταναλωτή» στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός της).
Το 1938, ο ποιητής Μπενζαμέν Περέ έγραψε ένα κείμενο εμπνευσμένο από τη φωτογραφία μιας εγκαταλελειμμένης ατμομηχανής στην καρδιά του δάσους του Αμαζονίου. Ο τίτλος του κειμένου του, «Η Φύση καταβροχθίζει την πρόοδο και την ξεπερνά», αντηχεί μοναδικά, ως απειλή ή ως ελπίδα, στα αφτιά των συγχρόνων μας».
Το παζλ του σουρεαλισμού
Με την αφορμή της έκθεσης στο Πομπιντού και σε συνεργασία με το Association Atelier André Breton και την Επαγγελματική Επιτροπή Αιθουσών Τέχνης (CPGA), περίπου σαράντα γκαλερί του Παρισιού όπως και δέκα βιβλιοπωλεία συμμετέχουν στη γιορτή με αφιερώματα, θεματικές εκθέσεις ή εκδηλώσεις. Ομως το Μουσείο θέλει να αναδείξει τον σουρεαλισμό σε όλη του την diversité και εκτός των συνόρων της πόλης του. Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι ήταν ένα κίνημα που εξαπλώθηκε σε όλον τον κόσμο, στην Ευρώπη, στις ΗΠΑ, στη Νότια Αμερική, στην Ασία και στο Μαγκρέμπ, και αυτό είναι μοναδικό για ένα κίνημα της αβανγκάρντ.
Τελευταία φορά που είχε γίνει έκθεση αφιερωμένη στον σουρεαλισμό στο Πομπιντού ήταν το 2002, όμως στη «La Révolution surréaliste» το αφήγημα είχε διαφορετική υφή, καθώς επικεντρωνόταν στην ευρωπαϊκότητα του κινήματος που αναδύθηκε από μια ομάδα στο Παρίσι. Από τότε όμως τα πράγματα έχουν εξελιχθεί και ύστερα από έρευνες και μελέτες σε πανεπιστήμια και μουσεία το βλέμμα πάνω στον σουρεαλισμό έχει γίνει πολυεστιακό.
Το μανιφέστο του Μπρετόν ήταν απλώς αυτό που έγινε το πιο γνωστό. Για παράδειγμα, έναν μήνα νωρίτερα είχε κυκλοφορήσει το μανιφέστο του Ιβάν Γκολ, επικεφαλής μιας φράξιας σουρεαλιστών ο οποίος απέρριπτε τον Φρόιντ, όπως επισήμανε ο εικαστικός και συγγραφέας Ρόμπερτ Ζέλερ, ο οποίος έγραψε το βιβλίο «New Surrealism: The Uncanny in Contemporary Painting».
«Ο σουρεαλισμός ήταν από τις απαρχές του μια πολλαπλότητα. Γι’ αυτό και είναι ένα κίνημα τόσο πλούσιο και εύπλαστο: μπορεί να χρησιμοποιηθεί από διαφορετικούς καλλιτέχνες σε διαφορετικά περιβάλλοντα», όπως δήλωνε σχετικά η Πατρίσια Αλμερ, καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, στην εφημερίδα «The New York Times». Αλλωστε, ο κύκλος του μπορεί να είχε το κέντρο του στην Πόλη του Φωτός, αλλά η διάμετρός του, όπως ήδη γνωρίζαμε, κάλυπτε μεγάλη επιφάνεια: ο Νταλί και ο Μιρό ήταν Ισπανοί, ο Ντε Κίρικο Ιταλός, ο Μαγκρίτ Βέλγος, η Λεονόρα Κάρινγκτον Βρετανή και πολιτογραφημένη Μεξικανή, η Φρίντα Κάλο επίσης Μεξικανή.
Γι’ αυτό μιλάμε για ένα διεθνές, σπονδυλωτό γεγονός που ξεκίνησε από τις Βρυξέλλες τον Φεβρουάριο που μας πέρασε με την έκθεση «IMAGINE! 100 ans de surréalisme international» (21/2 -21/7) στο Musées royaux des Beaux-Arts de Belgique των Βρυξελλών. Διότι στο Βέλγιο, όπως και στη Γαλλία, ο σουρεαλισμός διαθέτει μια εθνική ταυτότητα, θα λέγαμε, και όχι μόνο επειδή ο Μαγκρίτ υπήρξε από τους κομβικούς καλλιτέχνες-εκπροσώπους του κινήματος.
Μάλιστα στο Βέλγιο υπήρξε και τοπικό «μανιφέστο», όπως εκφράστηκε μέσα από το περιοδικό «Correspondance» των Πολ Νουζέ, Καμίλ Γκεμάν, Μαρσέλ Λεκόντ. Ο Νουζέ θεωρείται «ο βέλγος Μπρετόν» (αν και ο ίδιος δεν ενστερνιζόταν τις θέσεις του ομοϊδεάτη του) και η επιρροή του καθοριστικής σημασίας – είναι εκείνος που παρότρυνε τον Μαγκρίτ να αφήσει την αφαιρετική ζωγραφική για χάρη του σουρεαλισμού και έδινε αινιγματικούς τίτλους στους πίνακες του φίλου του. Στο επίκεντρο της έκθεσης βρισκόταν η διερεύνηση της σύνδεσης του σουρεαλισμού με τον συμβολισμό, το κίνημα του 19ου αιώνα που προηγήθηκε και εξέφραζε τα συναισθήματα και την εσωτερική υποκειμενικότητα των καλλιτεχνών και εκφράστηκε από βέλγους ζωγράφους όπως οι Φελισιάν Ροπς, Ζαν Ντελβίλ κ.ά.
Οι γυναίκες έκαναν επίσης αισθητή την παρουσία τους στο σουρεαλιστικό κίνημα του Βελγίου. Η Ράκελ Μπες και η Τζέιν Γκράβερολ, αμφότερες κόρες ζωγράφων, δημιούργησαν έργα με έντονο πολιτικό περιεχόμενο: η μεν με τα σκοτεινά και απειλητικά έργα της στα οποία συχνά απεικόνιζε παιδικά τραύματα, η δε με τις αποτυπώσεις των «συνειδητών ονείρων της».
Μετά τις Βρυξέλλες και το Παρίσι, η έκθεση ταξιδεύει σε άλλες τρεις πόλεις, Αμβούργο, Μαδρίτη και Φιλαδέλφεια, κάθε φορά εμπλουτισμένη με τα έργα των τοπικών συλλογών αλλά και με μικρούς δανεισμούς από μουσείο σε μουσείο. Σε κάθε προορισμό, κάποιες δομικές πτυχές παραμένουν ίδιες, αλλά κάθε έκθεση διηγείται τη δική της ιστορία. Δεν θα είναι πολλοί αυτοί που θα καταφέρουν να δουν και τις πέντε βερσιόν αυτού του επετειακού αφιερώματος στον σουρεαλισμό, όσοι όμως το καταφέρουν θα έχουν τελικά μια ευρεία εικόνα και βαθιά κατανόηση αυτής της τέχνης, των θεματικών και των τεχνοτροπιών της.
Στο Hamburger Kunsthalle λοιπόν η έκθεση θα διερευνά τι κληροδότησε ο γερμανικός ρομαντισμός στις σουρεαλιστικές αναζητήσεις. Στην τιτλοφορούμενη «Rendezvous of dreams. Surrealism and German Romanticism» (12/6-12/10 του 2025), έργα σουρεαλιστών καλλιτεχνών θα αντιπαραβάλλονται με εκείνα ζωγράφων του γερμανικού ρομαντισμού όπως οι Κάσπαρ Ντάβιντ Φρίντριχ και Φίλιπ Οτο Ρούνγκε, από τους οποίους επηρεάστηκαν άμεσα ή και υποσυνείδητα. Στο Fundación MAPFRE Madrid, σε μια έκθεση που θα διοργανωθεί μέσα στο 2025, θα πέσει άπλετο φως στο έργο των σουρεαλιστών της Ιβηρικής Χερσονήσου, όπως οι Σαλβαδόρ Νταλί και Ζουάν Μιρό, ενώ στο Philadelphia Museum of Art (από τα τέλη του 2025) το επίκεντρο θα βρίσκεται στις αναζητήσεις των δημιουργών στην Αμερική, σε χώρες όπου κατέφυγαν καλλιτέχνες – ΗΠΑ, Mεξικό και Καραϊβική – μετά την επιβολή του ναζισμού στην Ευρώπη και ανακάλυψαν νέα ερεθίσματα για τη δουλειά τους.
INFO
«Le surréalisme. L’exposition du centenaire (1924-1969)»: Centre Pompidou, Παρίσι, από τις 4 Σεπτεμβρίου 2024 έως τις 13 Ιανουαρίου 2025.