Μοιάζει µε κήτος που το έχει ξεβράσει η θάλασσα και ανασυγκροτεί τις δυνάµεις του προτού βουτήξει ξανά µέσα στο νερό. Θυµίζει βυθισµένο περισκόπιο ή µια γιγάντια προβλήτα που έχει αποκολληθεί από τη θέση της και έχει παραδοθεί ολοκληρωτικά στα παγωµένα νερά της Βόρειας Θάλασσας, πέντε µέτρα κάτω από την επιφάνειά της, δίπλα στο ληθαργικό χωριό Μπάλι στο νοτιότερο άκρο της νορβηγικής ηπειρωτικής ακτογραµµής. Το σίγουρο είναι ότι µόνο εστιατόριο δεν θυµίζει το νέο πόνηµα των Νορβηγών Snøhetta. Είναι όµως ακριβώς αυτό, και µάλιστα το πρώτο του είδους του στην Ευρώπη. Δεν πρόκειται για ευφάνταστο, φουτουριστικό κόνσεπτ που θα παραµείνει στα χαρτιά. Οι αρχιτέκτονες υπόσχονται ότι θα τηρήσουν το αυστηρό χρονοδιάγραµµα εργασιών για την αποπεράτωσή του καθώς οι κρατήσεις έχουν ήδη ξεκινήσει για τον Απρίλιο του 2019, µε τη λίστα αναµονής να µεγαλώνει ηµέρα µε την ηµέρα. Πρέπει άλλωστε να µεριµνήσει κανείς από νωρίς, καθώς το εστιατόριο θα έχει χωρητικότητα 80-100 ατόµων και για σεφ τον 32χρονο Δανό Νικολάι Ελιτσγκαρντ Πέντερσεν. Κάτι µας λέει ότι το Μπάλι και η περιοχή που έχει να επιδείξει ως µοναδικό αξιοθέατό της «τον παλαιότερο φάρο της Νορβηγίας» σύντοµα θα γίνουν γνωστά ανά τον κόσµο µέσα από τις φωτογραφίες που θα ανεβάζουν στα κοινωνικά δίκτυα οι γκουρµέ επισκέπτες τους. Αλλά όχι µόνο, καθώς το κτίριο θα λειτουργεί και ως κέντρο θαλάσσιων ερευνών, όπου επιστήµονες θα εκπαιδεύουν άγρια ψάρια µε ηχητικά σινιάλα.
Και το όνοµα αυτού του υβριδικού κτιρίου: «Under». Under όπως λέµε «υπό», αλλά και under όπως λέµε «θαύµα» στη νορβηγική γλώσσα. Η αλήθεια είναι ότι ο σχεδιασµός του ήταν µια πρόκληση και η κατασκευή του ένα ιδιαίτερο επίτευγµα. Μετά από πολλούς πειραµατισµούς, οι Snøhetta κατέληξαν στην πολύ απλή λύση ενός µονολιθικού κτιρίου από οπλισµένο σκυρόδεµα µε λειασµένα άκρα και µε ειδικά σχεδιασµένους τοίχους που φθάνουν σε πάχος το ένα µέτρο προκειµένου να αντέχουν την πίεση του νερού, ιδίως όταν οι καιρικές συνθήκες είναι άσχηµες. Από τον περασµένο Ιούλιο αυτός ο τσιµεντένιος «σωλήνας» των 2.500 τόνων – ο οποίος κατασκευάστηκε σε γειτονική φορτηγίδα –
ρυµουλκήθηκε και βυθίστηκε στη θάλασσα µε τη συνδροµή κοντέινερ γεµάτων µε νερό που τοποθετήθηκαν στο εσωτερικό του. Στον πυθµένα της θάλασσας σταθεροποιήθηκε σε 18 σηµεία και έκτοτε ο µισός πατάει στον βυθό και ο άλλος µισός βρίσκεται κοντά στην ακτή.
Οι νορβηγοί αρχιτέκτονες που έχουν βραβευθεί για τη Λυρική Σκηνή του Οσλο και για τον σχεδιασµό της Νέας Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας εγγυώνται ότι το κτίριό τους θα παρέχει ασφαλή παραµονή σε εργαζοµένους και συνδαιτυµόνες. Ενιωσαν µάλιστα τόση αυτοπεποίθηση µετά τις µελέτες που έκαναν πάνω στις κλιµατικές συνθήκες της περιοχής, ώστε να φθάσουν στο σηµείο να πείσουν τους εργολάβους ιδιοκτήτες του κτιρίου να το µεταφέρουν σε άλλο σηµείο από εκείνο που επιθυµούσαν αρχικά, εκεί όπου η θάλασσα είναι συνήθως πιο άγρια. Και αυτό για να θαυµάζουν οι πελάτες και ερευνητές το θαύµα της υποθαλάσσιας χλωρίδας και πανίδας σε όλο το µανιασµένο µεγαλείο της πίσω από ένα τεράστιο παράθυρο από ακρυλικό, διαστάσεων 4×11 µ.
Μόλις ολοκληρωθεί, το κτίριο θα διαθέτει τρία επίπεδα: ένα µονοπάτι που θα οδηγεί τους επισκέπτες από την ακτή στην είσοδο του εστιατορίου, ένα champagne bar και στο χαµηλότερο επίπεδο το εστιατόριο. Ολα τα τραπέζια θα έχουν πρόσβαση στη θέα από το µεγάλο παράθυρο, ενώ ένας διακριτικός φωτισµός µέσα στο εστιατόριο αλλά και έξω από αυτό και πάνω στον βυθό θα διευκολύνει την παρατήρηση της θαλάσσιας ζωής. Δεν θα πρόκειται όµως για ένα αξιοθέατο που θα αναστατώνει το υπάρχον οικοσύστηµα. Το αντίθετο θα συµβαίνει, καθώς οι Snøhetta έχουν φροντίσει ώστε το κέλυφος από τσιµέντο να έχει τραχιά επιφάνεια προκειµένου να µπορούν να κολλήσουν επάνω του όστρακα. Τελικά αυτός ο τεχνητός όγκος θα φθάσει να γίνει ένας ύφαλος από µύδια, χτένια και όποιο άλλο είδος µαλακίου επικολληθεί πάνω του. Με λίγα λόγια, η θαλάσσια ζωή όχι µόνο δεν θα διαταραχθεί αλλά θα εµπλουτιστεί. Τουλάχιστον αυτό θα επιδιώξουν να διασφαλίσουν οι οµάδες των ερευνητών που θα επισκέπτονται το κτίριο για να µελετήσουν τη θαλάσσια βιολογία και τα ψάρια της περιοχής. Μένει να αποδειχθεί πόσα από αυτά θα καταλήξουν στις κατσαρόλες και στα τηγάνια του εστιατορίου.