To Μουσείο Τέχνης του Πανεπιστημίου Πρίνστον αποτελεί μια κιβωτό της ιστορίας της τέχνης φιλοξενώντας πάνω από 115.000 εκθέματα, που εκτείνονται από την αρχαιότητα έως τη σύγχρονη εποχή. Πρόκειται για έναν άθλο, ειδικά αν σκεφτεί κανείς ότι το πρώτο έργο τέχνης της συλλογής τού τότε College of New Jersey – το 1896 μετονομάστηκε σε Princeton University – ήταν ένα πορτρέτο του Τζόναθαν Μπέλτσερ, κυβερνήτη εκείνη την εποχή της επαρχίας Νιου Τζέρσεϊ, ο οποίος είχε προωθήσει και την ίδρυση του κολεγίου το 1746.
Το πορτρέτο αυτό μάλιστα αποτελούσε μια δωρεά του ίδιου και δόθηκε στο ίδρυμα λίγο προτού το κολέγιο μετακομίσει στο ιστορικό Nassau Hall το 1756, το παλαιότερο σήμερα κτίριο του campus του πανεπιστημίου, στο οποίο μάλιστα το 1783 στεγάστηκε για τέσσερις μήνες το Καπιτώλιο και ήδη από το 1960 έχει ανακηρυχθεί Εθνικό Ιστορικό Μνημείο των ΗΠΑ.
Στο πρώτο αυτό απόκτημα της συλλογής προστέθηκε και ένα δεύτερο πορτρέτο, αυτό του βασιλιά Γεωργίου Β’, ο οποίος είχε εκδώσει τις διατάξεις ίδρυσης του κολεγίου. Οι δύο αυτοί πίνακες μάλιστα είχαν κρεμαστεί στην κεντρική αίθουσα προσευχής του κολεγίου.
Για την ιστορία, καταστράφηκαν στη λεγόμενη Μάχη του Πρίνστον το 1777, κατά τη διάρκεια της Αμερικανικής Επανάστασης, ενώ άλλα έργα χάθηκαν στη συνέχεια στη φωτιά που κατέστρεψε το Nassau Hall το 1802. Παρ’ όλα αυτά το κολέγιο έμεινε πιστό στη δέσμευσή του για τη δημιουργία μιας συλλογής έργων τέχνης ιστορικής αξίας.
Ουσιαστικά η ίδρυση του Μουσείου Τέχνης του Πρίνστον με πιο επίσημο χαρακτήρα πραγματοποιήθηκε υπό την ηγεσία του Tζέιμς Μακ Κος, ο οποίος υπηρέτησε ως πρόεδρος του College of New Jersey από το 1868 έως το 1888. Με καταγωγή από τη Σκωτία, έφερε από την Ευρώπη νέες προοδευτικές ακαδημαϊκές ιδέες, συμπεριλαμβανομένης της διδασκαλίας του μαθήματος της Ιστορίας της Τέχνης.
Το 1882 ο Μακ Κος ανέθεσε στον Γουίλιαμ Κάουπερ Πράιμ, απόφοιτο του πανεπιστημίου και ιδρυτικό μέλος του Μητροπολιτικού Μουσείου Τέχνης στη Νέα Υόρκη, καθώς και στον Τζορτζ Μπ. Μακ Κλέναν, στρατηγό του αμερικανικού εμφυλίου και τότε κυβερνήτη του Νιου Τζέρσεϊ, να δημιουργήσουν ένα πρόγραμμα σπουδών επάνω στο αντικείμενο αυτό. Κεντρική τους η ιδέα ήταν ότι «η βάση οποιουδήποτε συστήματος εκπαίδευσης στην Ιστορία της Τέχνης έπρεπε προφανώς να είναι η μελέτη έργων».
Κάπως έτσι συγκεντρώθηκαν μοναδικά έργα. Ονομαστή, για παράδειγμα, είναι η συλλογή του από ελληνικές και ρωμαϊκές αρχαιότητες, ανάμεσά τους από αρχαϊκά χάλκινα αγαλματίδια έως κοσμήματα και κεραμική από τη Ρόδο, την Κύπρο και την Κόρινθο, καθώς και ρωμαϊκά ψηφιδωτά από τις ανασκαφές του πανεπιστημίου στην Αντιόχεια. Η μεσαιωνική Ευρώπη εκπροσωπείται μέσα από έργα γλυπτικής, μεταλλοτεχνίας και βιτρό.
Η συλλογή δυτικοευρωπαϊκών έργων ζωγραφικής περιλαμβάνει ακόμη έργα από την πρώιμη Αναγέννηση φτάνοντας στον 19ο αιώνα, ενώ υπάρχει μια συλλογή έργων τέχνης του 20ου αιώνα αλλά και δείγματα της σύγχρονης τέχνης. Για παράδειγμα, το Τμήμα Μοντέρνας και Σύγχρονης Τέχνης περιλαμβάνει έργα που δημιουργήθηκαν σε όλον τον κόσμο από το 1870 έως σήμερα, τα οποία εκπροσωπούν από την τέχνη της ζωγραφικής μέχρι αυτή της γλυπτικής, του βίντεο και της περφόρμανς.
Ανάμεσά τους βρίσκεται και ένας διόλου αμελητέος αριθμός τοπίων από τον χρωστήρα του Κλοντ Μονέ, αλλά και ο αινιγματικός πίνακας «Γυναίκα με ένα τσιγάρο» του Εντουάρ Μανέ, ο οποίος βρέθηκε στο εργαστήριό του μετά τον θάνατο του ζωγράφου το 1883.
Ο μοντερνισμός του 20ού αιώνα αντιπροσωπεύεται από μια μικρή αλλά σημαντική ομάδα έργων καλλιτεχνών όπως ο Οντιλόν Ρεντόν, ο Βασίλι Καντίνσκι, ο Εμιλ Νόλντε, ο Μαξ Ερνστ, ο Πάμπλο Πικάσο, ο Ιβ Τανγκί και ο Χανς Αρπ.
Την ίδια στιγμή οι φωτογραφικές συλλογές του μουσείου αποτελούν ιδιαίτερο πλεονέκτημα, καθώς αριθμούν πάνω από 27.000 έργα, από την εφεύρεση της δαγκεροτυπίας το 1839 έως σήμερα. Το μουσείο διακρίνεται μεταξύ άλλων και για τη συλλογή ασιατικής τέχνης, η οποία περιλαμβάνει μια ευρεία συλλογή κινεζικής καλλιγραφίας, ζωγραφικής, γλυπτών από νεφρίτη, αλλά και πορσελάνες.
Το Μουσείο Τέχνης του Πρίνστον αποτελεί αναμφισβήτητα ένα σημαντικό κέντρο για τη μελέτη των εικαστικών και ανθρωπιστικών επιστημών στις ΗΠΑ. Εξαιτίας όμως της έλλειψης επαρκών εγκαταστάσεων μόνο το 2% των συλλογών του μουσείου μπορούσε να εκτίθεται δημόσια. Η δημιουργία λοιπόν ενός νέου κτιρίου ήταν μονόδρομος και κρίθηκε αναγκαία προκειμένου να αντικαταστήσει το παλαιό οίκημα και ουσιαστικά να διπλασιάσει τους χώρους του ιδρύματος, οι οποίοι πλέον θα αγγίζουν τα 13.000 τετραγωνικά μέτρα.
Το νέο κτίριο
Η κατασκευή του νέου κτιρίου ξεκίνησε το 2021 και αναμένεται να ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος του χρόνου. Ανεγείρεται στη θέση του σημερινού μουσείου, στην καρδιά δηλαδή της ιστορικής πανεπιστημιούπολης του Πρίνστον, τοποθετώντας τις παγκόσμιες συλλογές του στην καθημερινότητα της πανεπιστημιακής κοινότητας και λειτουργώντας ως φιλόξενη πύλη για επισκέπτες από όλον τον κόσμο.
Yπό την εποπτεία του διευθυντή του μουσείου Τζέιμς Στιούαρντ, σχεδιάστηκε από το γραφείο Adjaye Associates του διάσημου βρετανού αρχιτέκτονα με καταγωγή από την Γκάνα Ντέιβιντ Ατζάγιε – το συγκεκριμένο γραφείο μάλιστα είχε λάβει μέρος και στον διαγωνισμό για την επέκταση και την αναβάθμιση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου – σε συνεργασία με το νεοϋορκέζικο γραφείο Cooper Robertson.
Είναι χαρακτηριστική η δήλωση του διευθυντή του μουσείου για την κεντρική ιδέα του σχεδιασμού. «Η αρχιτεκτονική του κτιρίου και οι γκαλερί του με έργα τέχνης από όλον τον κόσμο θα προσκαλέσουν τους επισκέπτες να δουν τους εαυτούς τους ως πολίτες ενός ευρύτερου συνόλου κοινοτήτων, γεγονός που ελπίζουμε ότι θα καλλιεργήσει μια βαθύτερη αίσθηση της κοινής μας ανθρωπιάς.
Ο σχεδιασμός θα μας δώσει ένα κτίριο που θα προαγάγει νέους τρόπους έρευνας, θα μας επιτρέψει να αξιοποιήσουμε τις συλλογές μας με νέους και πιο συμπεριληπτικούς τρόπους και θα προσφέρει νέες στιγμές προσδοκίας και έμπνευσης».
Ο σχεδιασμός του το εντάσσει δυναμικά στη ζωή της πανεπιστημιούπολης με βασικές πεζοδρομήσεις που εισέρχονται και διέρχονται μέσα από αυτό με τη δημιουργία δύο «διαδρομών τέχνης» – δύο δρόμων δηλαδή που θα λειτουργούν ως ο βασικός κυκλοφοριακός κορμός του.
Ουσιαστικά αναπτύσσεται σε τρεις ορόφους, μέσα από επτά «περίπτερα» που μειώνουν την κλίμακα του συνόλου εντάσσοντάς το στο τοπίο της ιστορικής πανεπιστημιούπολης και θα επιτρέπουν στον επισκέπτη να βιώσει μια πιο πολυποίκιλη εμπειρία.
Δημιουργούνται λοιπόν διευρυμένοι χώροι για την προβολή των συλλογών του μουσείου αλλά και τη διοργάνωση περιοδικών εκθέσεων. Ιδιαίτερα σημαντική θεωρείται η «ορατή αποθήκευση» έργων που δεν παρουσιάζονται στη μόνιμη έκθεση και με αυτόν τον τρόπο παρέχονται πρόσθετες ευκαιρίες στους μελετητές και στους φοιτητές να έχουν ελεύθερη πρόσβαση στις συλλογές.
Ο σχεδιασμός του νέου κτιρίου επιτρέπει στις συλλογές του μουσείου να εκτίθενται ουσιαστικά σε ένα ενιαίο επίπεδο, διαμορφώνοντας νέους τρόπους συνάντησης, δίνοντας προτεραιότητα στις ιδέες της πολιτιστικής επαφής και ανταλλαγής και προωθώντας νέους τρόπους αφήγησης.
Με την αμφισβήτηση των παραδοσιακών ιεραρχιών το μουσείο θέλει να προωθήσει στιγμές ανακάλυψης και έκπληξης, καθώς οι επισκέπτες θα συναντούν εκθέματα σε αφηγήσεις που υπερβαίνουν τα όρια της γεωγραφίας και της γραμμικής χρονολογικής αφήγησης.
Την ίδια στιγμή ο σχεδιασμός περιλαμβάνει μια νέα στέγη για το Τμήμα Τέχνης και Αρχαιολογίας του πανεπιστημίου, διατηρώντας παράλληλα τη Βιβλιοθήκη Marquand – μαζί οι τρεις μονάδες θα συνεχίσουν να λειτουργούν ως ένα δυναμικό κέντρο έρευνας και διδασκαλίας.
Αξίζει να σημειωθεί πως υπαίθριες βεράντες θολώνουν τις διαχωριστικές γραμμές μεταξύ εσωτερικών και εξωτερικών χώρων, ενώ προβλέπεται η δημιουργία αιθουσών για τη φιλοξενία παραστάσεων και εκδηλώσεων χωρητικότητας από 200 έως 2.000 άτομα, όπως η επονομαζόμενη Grand Hall που προορίζεται για διαλέξεις, περφόρμανς και εκδηλώσεις, ενώ ακόμη υπάρχουν πολυάριθμοι χώροι διδασκαλίας και δύο «εργαστήρια δημιουργικότητας».
Επίσης ένα καφέ στον τελευταίο όροφο θα εξυπηρετεί το κοινό του πανεπιστημίου. Στο επίπεδο του ισογείου, η διαπερατότητα και η προσβασιμότητα έχουν προτεραιότητα, ενώ παράλληλα παρέχονται δελεαστικές και αναζωογονητικές ματιές στις συλλογές – οι περισσότερες από τις οποίες βρίσκονται στο δεύτερο επίπεδο του κτιρίου – ακόμη και όταν το μουσείο βρίσκεται εκτός ωραρίου λειτουργίας.
Το εξωτερικό του κτιρίου χαρακτηρίζεται από την εναλλαγή ακατέργαστων και γυαλισμένων πέτρινων επιφανειών εμπνευσμένων από την πλούσια ιστορία του περιβάλλοντος, οι οποίες μοιάζουν να συνομιλούν με τη ραφινάτη μορφή των γειτονικών κτιρίων. Τα εγκαίνια αναμένονται σε λίγους μήνες.