Ο «Δισκοβόλος» του Κωνσταντίνου Δημητριάδη και ο «Χορός του Ζαλόγγου» του Γιώργου Ζογγολόπουλου. Το βαγονέτο που είναι η «Μαζική μεταφορά ή γενικές μεταφορές» του Γιάννη Γαΐτη, αλλά και ένας τεράστιος «Δωδεκάκτινος τροχός ισορροπιών σε συρματόσχοινα με αντίβαρο σφαίρα» του Θόδωρου (Παπαδημητρίου) που μπορεί να επιβάλλεται ακόμα και στην απεραντοσύνη του ανοιχτού χώρου. Οποιος/α έχει τη συνήθεια να πηγαίνει στο Αλσος Στρατού στο Γουδί ή αν βρεθεί εκεί χάρη σε κάποιο παιδικό πάρτι είναι συνηθισμένος/η στην παρουσία μικρότερων και μεγαλύτερων γλυπτών σε μια έκταση που αγγίζει τα 6,5 στρέμματα. Δίπλα σε αυτά, μικρές ταμπέλες προειδοποιούν – κυρίως τα μικρά παιδιά, αλλά όχι μόνο – ότι απαγορεύεται το αγγίζειν, αν και οι μικροί επισκέπτες του πάρκου είναι περισσότερο απορροφημένοι στη σπάνια δυνατότητα που τους δίνεται να κάνουν απρόσκοπτη ποδηλατάδα μέσα σε ένα πάρκο. Τα διάσπαρτα γλυπτά είναι τα ηχηρά τεκμήρια της παρουσίας της Εθνικής Γλυπτοθήκης μέσα στο Αλσος, η οποία στεγάζεται σε δύο ανακαινισμένα ιστορικά κτίρια του 1900 που άλλοτε λειτουργούσαν ως βασιλικοί στάβλοι. Ο κόσμος μοιάζει να αγνοεί την ύπαρξή της, ενδεχομένως και εξαιτίας της ελλιπούς σήμανσης, όμως στο εσωτερικό του ενός εκ των δύο κτιρίων μπορεί κανείς να δει ορισμένα αριστουργηματικά δείγματα της νεοελληνικής γλυπτικής από τον 19ο και τον 20ό αιώνα (το δεύτερο κτίριο στεγάζει τα εργαστήρια συντήρησης).
Για παράδειγμα, τον «Θεραπευτή» του Ρενέ Μαγκρίτ που σε υποδέχεται στο κτίριο της Εθνικής Γλυπτοθήκης, το «Κεφάλι σατύρου» του Γιαννούλη Χαλεπά, τον «Γυναικείο κορμό» (1920) του Κωνσταντίνου Δημητριάδη, την «Προτομή ιερωμένου (Θεόφιλος Καΐρης)» (1889) του Λάζαρου Σώχου, αλλά και τους ανδριάντες του Χρήστου Καπράλου (1936) και του Γιάννη Μόραλη (1937), φιλοτεχνημένους από τον Γιάννη Παππά, ή την «Πεντέλη σε έκσταση» του Λάζαρου Λαμέρα. Σε βιτρίνες παρουσιάζονται λιγοστά πιο ευαίσθητα γλυπτά από γύψο ή πηλό, όπως το εκμαγείο της «Κοιμωμένης» του Χαλεπά από το Α΄ Νεκροταφείο, προστατευμένα από το μικροκλίμα της αίθουσας, για να μην κιτρινίσουν ή να μη δεχθούν επικαθήσεις σκόνης. Μαζί με τα εξωτερικά εκθέματα του πάρκου συγκροτούν τα 145 έργα από τα 3.000 που περιλαμβάνει η συλλογή της Εθνικής Γλυπτοθήκης και που βρίσκονται αποθηκευμένα στη Δυτική Αττική.
Εντυπωσιακοί είναι και οι θησαυροί από εκείνη που ήταν η πάλαι ποτέ έπαυλη Θων στους Αμπελόκηπους, η οποία καταστράφηκε στα Δεκεμβριανά το 1944, όπως «Το πνεύμα του Κοπέρνικου» του Γεωργίου Βρούτου, ή ο «Βοσκός με κατσικάκι» (1856) του Γεωργίου Φυτάλη, τα οποία περιήλθαν το 1949 στην κατοχή της Εθνικής Πινακοθήκης (της οποίας η Γλυπτοθήκη αποτελεί κομμάτι) μέσα από το κληροδότημα του Νικολάου Ηλιόπουλου. «Από τα περίπου 3.000 έργα της συλλογής μόλις τα 120 έχουν αγοραστεί, τα υπόλοιπα είναι δωρεές, κληροδοτήματα και κάποια δάνεια διαρκείας» θα πει στο BHΜΑgazino η επιμελήτρια της συλλογής Γλυπτικής Τώνια Γιαννουδάκη. Οπως για παράδειγμα τα κληροδοτήματα των γλυπτριών Φρόσως Ευθυμιάδη-Μενεγάκη και Μπέλλας Ραφτοπούλου και τελευταία της γκαλερίστριας Μαρίας Δημητριάδη, όπως και μια μεγάλη δωρεά του γλύπτη Ιωάννη Αβραμίδη.
Η Εθνική Γλυπτοθήκη άνοιξε πρόσφατα έπειτα από δύο χρόνια που παρέμενε κλειστή όχι μόνο εξαιτίας της πανδημίας αλλά και προκειμένου να γίνουν κάποιες αλλαγές στο εσωτερικό της με προεξάρχουσα την αναβάθμιση του φωτισμού της, και ακολούθως κάποιες εργασίες καλλωπισμού, όπως ο καθαρισμός του χώρου και των βιτρινών. Παράλληλα καταργήθηκαν τα κείμενα τοίχου που υπήρχαν προκειμένου να κατατοπίζουν τους επισκέπτες για τις 10 ενότητες παρουσίασης της συλλογής και μπήκαν επικαιροποιημένα κείμενα σε προθήκες με φωτογραφίες των έργων που ανήκουν σε κάθε ενότητα (από τη λαϊκή και την επτανησιακή γλυπτική μέχρι τα έργα που ήρθαν μετά τον μοντερνισμό).
Αλλαγές επί της μουσειολογικής μελέτης δεν έγιναν, οπότε παραμένει περίπου όπως τη σχεδίασαν οι αρχιτέκτονες Πάνος Τζώνος, Γιώργος Παρμενίδης, Κριστίν Λονγκεμπέ στα μέσα της δεκαετίας του 2000 μαζί με κάποιες αλλαγές που έκανε στην πορεία η επιμελήτρια της συλλογής Γλυπτικής Τώνια Γιαννουδάκη. Υπάρχει μια ελεύθερη ροή που σε μεταφέρει διακριτικά στην κάθε ενότητα μέχρι τα έργα καλλιτεχνών όπως οι Οπυ Ζούνη, Θόδωρος (Παπαγιάννης), Αφροδίτη Λίτη, Παντελής Χανδρής. Το πιο πρόσφατο έργο της συλλογής που εκτίθεται είναι ο «Απόλλων/ Απ’ όλον» (2007) του Αγγελου Παπαδημητρίου.
«Η μετακίνηση των γλυπτών είναι δύσκολη και κοστίζει. Ακόμα και η μετακίνηση των βιτρινών δεν είναι εύκολη υπόθεση. Ναι, υπάρχουν πολλά έργα στη συλλογή, όμως, για παράδειγμα στον εξωτερικό χώρο, έχουμε σχεδόν εξαντλήσει τα περιθώρια για το τι μπορεί να εκτεθεί. Υπάρχει ένα γλυπτό του Κουλεντιανού και ένα του Takis από το κληροδότημα της Μαρίας Δημητριάδη που θα μπορούσαν να βγουν έξω στο πάρκο αλλά πρέπει πρώτα να συντηρηθούν» θα εξηγήσει η επιμελήτρια στο BHΜΑgazino.
Εάν είχε τη δυνατότητα για αλλαγές αυτό που θα έκανε, όπως λέει, θα ήταν να εμπλουτίσει κατά πολύ τα έργα του 19ου αιώνα «γιατί είναι τόσο σπάνια που δεν τα βλέπεις εύκολα. Η σύγχρονη τέχνη είναι πιο προσιτή στον κόσμο και μέσω του ΕΜΣΤ, οι δε καλλιτέχνες είναι ζωντανοί, οπότε έχουν την ευκαιρία να εκθέσουν το έργο τους. Τον 19ο αιώνα, όμως, που είναι η βάση της νεοελληνικής γλυπτικής, δεν τον βλέπεις αλλού. Πέρα από τους ανδριάντες και τις προτομές, ο κόσμος δεν έχει εύκολα τη δυνατότητα να δει ελεύθερη γλυπτική της εποχής με αλληγορικά μυθολογικά θέματα που είναι τα κατ’ εξοχήν κλασικιστικά. Αυτό όμως που σας λέω είναι περισσότερο ένα όνειρο και όχι ένας στόχος, γιατί ο στόχος έχει ορίζοντα αποπεράτωσης και αυτό είναι δύσκολο. Χρειάζονται πάρα πολλά χρήματα για να γίνει μια επέκταση, εμπλουτισμός και αναβάθμιση της έκθεσης. Πρέπει να φτιαχτούν τα κτίρια, να ολοκληρωθούν, να γίνει καινούργια μουσειολογική μελέτη. Ενα σχέδιο είναι να κρατήσουμε σε αυτό το κτίριο όλα τα ανθρωποκεντρικά έργα και μετά την αφαίρεση να την πάμε σε άλλο κτίριο ώστε να προχωρήσουμε και στην έκθεση των πιο σύγχρονων έργων. Οσα έχει η συλλογή, γιατί δεν θεωρώ αυτοσκοπό τον εμπλουτισμό της με έργα της εποχής μας. Οπως και να έχει, όμως, δεν υπάρχει χώρος».
Το διπλανό, «δίδυμο» κτίριο στεγάζει τα εργαστήρια συντήρησης δυσδιάστατων και γλυπτικών έργων. Τα μεν πρώτα πρόκειται να μεταφερθούν στο κεντρικό κτίριο της Εθνικής Πινακοθήκης δίπλα από το Χίλτον. Το εργαστήριο συντήρησης γλυπτικής θα μείνει «πίσω» στο Γουδί, ενώ στο μπροστινό μέρος του κτιρίου έχει ήδη ξεκινήσει η συντήρηση της ελαιογραφίας «30ή Μαρτίου 1814» του Σαρλ-Λουί Λυσιέν Μυλλέρ με ανοιχτή πρόσβαση σε συγκεκριμένες ομάδες κοινού (σύντομα θα μπορεί να γίνει επίσκεψη από όσους το επιθυμούν κατόπιν ραντεβού).
Είναι άραγε αυτή η συντήρηση η οποία ανακοινώθηκε μαζί με το πρόγραμμα της Εθνικής Πινακοθήκης από τη νέα διευθύντριά του, Συραγώ Τσιάρα, ο απαραίτητος «κράχτης» για ένα μουσείο που μάλλον περνάει απαρατήρητο ακόμα και όταν το πάρκο βρίθει από κόσμο; Η βελτίωση της σήμανσης αλλά και η ποικιλία ερεθισμάτων πέρα από τις ξεναγήσεις για τα σχολεία και κάποια σποραδικά εκπαιδευτικά προγράμματα μαζί με την παρουσία ενός café σίγουρα θα έφερνε περισσότερους επισκέπτες στον χώρο.
«Η επανεκκίνηση της λειτουργίας της Εθνικής Γλυπτοθήκης είναι πολύ πρόσφατη, μετρά σχεδόν δύο μήνες, και είναι αρκετά νωρίς για να βγάλουμε συμπεράσματα για την επισκεψιμότητα. Ο βασικός στόχος σε αυτή τη φάση είναι να γίνει γνωστή η πληροφορία της επαναλειτουργίας, να ενισχυθεί η σχέση του μουσείου με τη σχολική κοινότητα και να προτρέψουμε τους κατοίκους και τους επισκέπτες της πόλης να εντάξουν στον ελεύθερο χρόνο τους έναν ευχάριστο περίπατο στο Αλσος Στρατού» θα πει η Συραγώ Τσιάρα στο ΒHMAgazino και θα συμπληρώσει: «Αυτό που ενδεχομένως αξίζει να ξανασκεφτούμε είναι η σχέση της Πινακοθήκης με τη Γλυπτοθήκη, καθώς και ο τρόπος διασύνδεσης των τμημάτων της συλλογής και της συνολικής δραστηριότητας στην Αθήνα και στα παραρτήματα. Με ενδιαφέρει ο επισκέπτης να έχει τη δυνατότητα να αντιλαμβάνεται ότι κάθε σημείο που επισκέπτεται είναι μέρος ενός δυναμικού και πολυδιάστατου συνόλου και να παρακινείται να επισκεφθεί και τα υπόλοιπα τμήματα. Αυτό μπορεί να συμβεί με κάποιες οθόνες όπου θα ενημερώνεται για την εκθεσιακή δραστηριότητα ή με κάποιες εφαρμογές. Οσον αφορά στη μουσειολογική μελέτη της Εθνικής Γλυπτοθήκης, αυτό που με συναρπάζει δεν είναι η προοπτική των αλλαγών εντός του κτιρίου ή στην υφιστάμενη αφηγηματική γραμμή, αλλά να επιχειρήσουμε μια νοερή διασύνδεση ανάμεσα σε ό,τι υπάρχει εντός της Γλυπτοθήκης και στον περιβάλλοντα χώρο με τη δημόσια γλυπτική της Αθήνας, καθώς ένας σημαντικός αριθμός εξαιρετικών έργων γλυπτικής τέχνης από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα δεν περιορίζεται μέσα στο μουσείο, αλλά εντοπίζεται στον δημόσιο χώρο. Πιστεύω ότι ένας τέτοιος διάλογος μπορεί να επανατροφοδοτήσει τη σχέση μας με την τέχνη της γλυπτικής συνολικά. Με τις δυνατότητες που μας προσφέρει σήμερα η τεχνολογία της επικοινωνίας και της ενημέρωσης πιστεύω ότι μπορούμε να σχεδιάσουμε πρωτότυπες και ελκυστικές εφαρμογές ώστε οι χρήστες να λαμβάνουν στην οθόνη τους οπτικές και ηχητικές πληροφορίες για τις ιδιαίτερες ιστορίες των γλυπτών, για τη σχέση τους με την κοινωνία, την ιστορική και καλλιτεχνική τους αξία και να αναγνωρίζουν το προσωπικό ύφος του κάθε γλύπτη ή της κάθε γλύπτριας. Μία από τις δράσεις που θα μας απασχολήσουν μέσα στο 2023 είναι η μελέτη των βέλτιστων πρακτικών για να επιτύχουμε τη διασύνδεση της Γλυπτοθήκης με τα δημόσια γλυπτά στο αστικό τοπίο και στον ιστορικό χρόνο».
Μια επίπονη ιστορία
Η δημιουργία της Εθνικής Γλυπτοθήκης υπήρξε το μεγαλόπνοο όραμα της Μαρίνας Λαμπράκη-Πλάκα, η οποία από την αρχή της ανάληψης των καθηκόντων της στην Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου το 1992 είχε επιδιώξει τη σύσταση ενός ανεξάρτητου χώρου όπου θα παρουσιαζόταν η αρχή και η εξέλιξη αυτής της τέχνης. «Από πολύ νωρίς ήρθε σε επαφή με τον Στρατό για να μας παραχωρήσει τους στάβλους» θα πει η κυρία Γιαννουδάκη. Τα κτίρια εκμισθώθηκαν τελικά από το υπουργείο Εθνικής Αμυνας, ανακαινίστηκαν με τη βοήθεια κοινοτικών πόρων και μετατράπηκαν σε εκθεσιακούς χώρους με δωρεά του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος. Τα εγκαίνια έγιναν το 2004 με μια αναδρομική έκθεση του Χένρι Μουρ στο ένα κτίριο και με μνημειακά γλυπτά του Χρήστου Καπράλου στο άλλο. Η μόνιμη συλλογή παρουσιάστηκε το 2006 για πρώτη φορά, με τη δαπάνη παρουσίασης των γλυπτών και την έκδοση του καταλόγου να την έχει αναλάβει και πάλι το Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος.
Οπως θα περιγράψει η Τώνια Γιαννουδάκη στο BHΜΑgazino, όταν ιδρύθηκε η Εθνική Πινακοθήκη το 1900 δεν προβλεπόταν να έχει συλλογή Γλυπτικής – έπρεπε να περάσουν 18 χρόνια για να συμβεί κάτι τέτοιο. Το πρώτο γλυπτό που δωρήθηκε σε αυτήν ήταν το 1933 από τον Αντώνη Μπενάκη, ο οποίος υπήρξε μέλος και πρόεδρος της Επιτροπής Επίβλεψης της Εθνικής Πινακοθήκης από το 1926 μέχρι τον θάνατό του. Ηταν ο «Γυναικείος κορμός» του Κώστα Δημητριάδη. Οι δωρεές ήταν το βασικό μέσο απόκτησης έργων: ο καλλιτέχνης Θωμάς Θωμόπουλος δώρισε τον «Ιπποκένταυρο» την επόμενη χρονιά, και πάλι ο Μπενάκης το κεφάλι του «Κάιν» του Λουκά Δούκα και το υπουργείο Παιδείας ένα μαρμάρινο «Κεφάλι κόρης» του Μιχάλη Τόμπρου. «Αυτά ήταν τα τέσσερα πρώτα γλυπτά της συλλογής μέχρι το ’34» θα πει η κυρία Γιαννουδάκη.
Η εδραίωση της συλλογής Γλυπτικής συνέπεσε πάντως με την έναρξη εδραίωσης της Εθνικής Πινακοθήκης την περίοδο 1949-1971 όταν έγινε διευθυντής της ο Μαρίνος Καλλιγάς, μάλιστα χάρη σε αυτόν έγινε η πρώτη αγορά γλυπτού το 1951. Εκείνος πρώτος είχε θελήσει να υπάρξει μόνιμη και αυτόνομη παρουσίαση των γλυπτών, αλλά δεδομένου ότι η Εθνική Πινακοθήκη είχε μια περίπλοκη ιστορία μέχρι να αρχίσει να αποκτά μόνιμη στέγη το 1970 στη θέση που γνωρίζουμε, η συλλογή Γλυπτικής μπορούσε μόνο να την ακολουθεί στις περιπέτειές της. Αρκεί να πούμε ότι από το ’53 έως το ’59 διοργανώνονταν περιοδικές εκθέσεις σε αίθουσες του Ζαππείου Μεγάρου με έργα των συλλογών και σε αυτό το πλαίσιο από το ’54 έως το ’57 παρουσιάζονταν τα πιο χαρακτηριστικά γλυπτά. Στα εγκαίνια της Εθνικής Πινακοθήκης το 1976 παρουσιάστηκαν 77 γλυπτά, αλλά μόνο το 1986 ιδρύθηκε η πρώτη Γλυπτοθήκη στο ισόγειο του δεύτερου κτιρίου, με μια έκθεση που εκτεινόταν και στον κήπο και έδειχνε την εξέλιξη της γλυπτικής ως το 1940 (παρέμεινε ανοιχτή ως τις αρχές του ’90). Οταν η Λαμπράκη-Πλάκα επανασχεδίασε την παρουσίαση της συλλογής το 2000 εντάχθηκαν σε αυτή 57 πολύ χαρακτηριστικά γλυπτικά έργα σε μια παράλληλη παρουσίαση με τη ζωγραφική.