«Το όνομά μου είναι Σέκρεταν. Τζέιμς Σέκρεταν». Στο χειρόγραφο του μυθιστορήματος «Casino Royale» που χρονολογείται το 1952, δύο μέλη των μυστικών υπηρεσιών συναντώνται. Ο Αμερικανός συστήνεται ως Φέλιξ Λάιτερ. Ο Βρετανός απαντά με τις δύο παραπάνω, μάλλον αδιάφορες προτάσεις. Το κείμενο όμως σε αυτό το σημείο είναι διαγραμμένο. Ο συγγραφέας έχει σβήσει το όνομα και έχει συμπληρώσει στη θέση του: «Το όνομά μου είναι Μποντ. Τζέιμς Μποντ». Κατά την τελική επεξεργασία του ήρωά του ο Ιαν Φλέμινγκ ανέτρεψε μια αρχική του απόφαση: ο κατάσκοπός του δεν θα είχε ψευδώνυμο όταν βρισκόταν εν ώρα υπηρεσίας. Ενας τριψήφιος κωδικός και το πραγματικό του ονοματεπώνυμο θα ήταν τα στοιχεία με τα οποία θα γινόταν γνωστός σε όλους, φίλους και εχθρούς. Η επιλογή της τελευταίας στιγμής αποδείχθηκε ευτυχής. Ο «Τζέιμς Σέκρεταν» μπορεί να είχε ευνοϊκή αποδοχή, να γινόταν εξίσου διάσημος με το πρόσωπο που πήρε τη θέση του, είναι αμφίβολο όμως αν θα γινόταν τόσο εμβληματικός όσο ο «Τζέιμς Μποντ». Εβδομήντα χρόνια μετά την επινόηση και εξήντα χρόνια μετά την πρώτη κινηματογραφική εμφάνιση του 007 στην ταινία «Δρ Νο» τον Οκτώβριο του 1962, ο αδίστακτος πράκτορας, γοητευτικός γυναικοκατακτητής και ακατάβλητος τιμωρός των απανταχού εχθρών της παγκόσμιας ειρήνης, αποτελεί δικαιωματικά ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα σύμβολα της ποπ κουλτούρας.
Spy Game
Ο Τζέιμς Μποντ συνιστά πρωτίστως κινηματογραφικό φαινόμενο. Τα 12 μυθιστορήματα και οι δύο συλλογές διηγημάτων του εμπνευστή του, Ιαν Φλέμινγκ, λειτούργησαν πράγματι ως μείζων βάση εκτόξευσης (συνολικά περισσότερα από 100 εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως), όμως σύντομα η εικόνα υπερίσχυσε της γραφής. Με τη γρήγορη διαδοχή των τεσσάρων πρώτων ταινιών («Δρ Νο», «Από τη Ρωσία με αγάπη», «Χρυσοδάκτυλος», «Επιχείρηση Κεραυνός» εμφανίστηκαν στην τετραετία 1962-1965) ο χαρακτήρας του Σον Κόνερι δημιούργησε έναν μύθο. Για να πλαστεί ένας μύθος απαιτείται να προβάλλει πρότυπα και να συντονίζεται με την εποχή του. Ο πράκτορας 007 πρόβαλλε το πρότυπο του ανδρισμού που άρμοζε στη μεταπολεμική «χρυσή τριακονταετία» της αφθονίας: αυτό του ελκυστικού, αθλητικού, έξυπνου αλλά όχι διανοούμενου άνδρα που υπερέχει των άλλων, διαθέτει χρηματική άνεση, ντύνεται κομψά, σαγηνεύει τις γυναίκες, οδηγεί γρήγορα αυτοκίνητα. Τις συνδηλώσεις συνέλαβαν άμεσα οι διαφημιστές: ο Σον Κόνερι στρατολογήθηκε στην υπηρεσία του Jim Beam, o Ρότζερ Μουρ σε εκείνη της Toyota. Υπαινικτικές οι καμπάνιες αυτές, απέφευγαν να ταυτίσουν επακριβώς το πρόσωπο με τον χαρακτήρα με την ίδια προσοχή που οι παραγωγοί των φιλμ απέφευγαν τον σκόπελο της αντιπαράθεσης των υπερδυνάμεων. Το φόντο του Μποντ ήταν αναγνωρίσιμα ψυχροπολεμικό, ο Ψυχρός Πόλεμος όμως παρεχόταν σε μετρημένες με τη μεζούρα δόσεις: στα «Από τη Ρωσία με αγάπη», «Επιχείρηση Οκτάπουσι», «Με το δάχτυλο στη σκανδάλη» και «Επιχείρηση Χρυσά Μάτια» οι σοβιετικοί εχθροί είναι εκτός ελέγχου της κυβέρνησής τους, στην «Κατάσκοπο που με αγάπησε» η ΕΣΣΔ παρέχει στον Τζέιμς μια αξιέραστη συνεργάτιδα. Το παγκόσμιο κοινό αναζητούσε στον κινηματογράφο τη διέξοδο από την πραγματικότητα, η επανάληψή της στη μεγάλη οθόνη δεν θα το συγκινούσε.
Εξ ου και σύμφωνα με τον βρετανό ιστορικό Σάιμον Σάμα ο χαρακτήρας του Ιαν Φλέμινγκ έδρασε στα χρόνια της υποχώρησης της Βρετανικής Αυτοκρατορίας ως αντίδοτο κατά του διττού φόβου της πολιτικής κατάρρευσης και της σεξουαλικής ανικανότητας. Οσο η αποαποικιοποίηση στις κτήσεις της Μέσης Ανατολής, της Αφρικής, της Ασίας, της Καραϊβικής, της Ωκεανίας έπαιρνε διαστάσεις χιονοστιβάδας, ο 007 εξελισσόταν σε πολιτισμικό αποκούμπι. Εκείνος καθάριζε για λογαριασμό της Δύσης, οι αμερικανοί συνάδελφοί του περιορίζονταν, όποτε εμφανίζονταν επί σκηνής, σε ρόλο τεχνικής υποστήριξης. «Πολύ ευγενικό εκ μέρους σου που άρχισες να συμπεριλαμβάνεις ανθρώπους της CIA στα βιβλία σου – σε κατώτερες θέσεις, φυσικά» αστειευόταν με τον Φλέμινγκ ο στενός του φίλος και επικεφαλής της, Αλεν Ντάλες. Ως προς τη σχέση με το άλλο φύλο, καθώς επιτηρούμε την πεδιάδα του 20ού από το πλάτωμα του 21ου αιώνα, ορθώς μας ξενίζει ο σεξισμός του Τζέιμς Μποντ. Η αντικειμενοποίηση της γυναίκας συνάδει με το πρότυπο ενός άνδρα-κατακτητή ο οποίος δικαιούται πρόσβαση σε εξωτικά μέρη και τελευταίας τεχνολογίας gadgets – η άδεια να σκοτώνει του τα εξασφάλιζε όλα. Ομως, από τη σκοπιά της κουλτούρας των 60s, ο Μποντ ήταν μέρος της απελευθέρωσης των ηθών. Οι ερωμένες του ανάγουν την προκλητική ένδυση σε επιστήμη. Η προσέγγιση του αρσενικού γίνεται με αυτοπεποίθηση. Το σεξ λογίζεται ως καθημερινή πρακτική που δεν επισύρει ηθικό προβληματισμό. Η Ούρσουλα Αντρες ως Χάνεϊ Ράιντερ, η Ονορ Μπλάκμαν ως Πούσι Γκαλόρ, η Μοντ Ανταμς ως Οκτάπουσι, όλες προσεκτικά ονοματοδοτημένες ώστε να παραπέμπουν στις ερωτικές τους επιδόσεις, ήταν οπωσδήποτε το product placement της εποχής – μαγνήτες για τον οβολό του ανδρικού κοινού. Ταυτόχρονα εξέφρασαν ως έναν βαθμό το πρότυπο της γυναίκας που διαθέτει τον εαυτό της με δική της πρωτοβουλία. Στο τέλος του δρόμου, η Χάλι Μπέρι ή η Λεά Σεϊντού αποβαίνουν πολύ πιο πολύπλοκα Bond Girls, ισότιμα του πρωταγωνιστή.
Ο χαρακτήρας άλλωστε δεν υπήρξε μονολιθικός. Αν η κινηματογραφική εκδοχή παρέμενε πιστή στη μυθιστορηματική, ο Μποντ θα ήταν ολιγόλογος, απόμακρος, υπολογιστικός – κάτω από το ανδροπρεπές παρουσιαστικό, κατά τον Φλέμινγκ, κρυβόταν μόνο ο ψυχρός εκτελεστής. Ηδη όμως ο 007 του Σον Κόνερι προικίζεται με την αίσθηση του χιούμορ που έλειπε από τον πρωτότυπο: στον «Χρυσοδάκτυλο», αφού προξενεί ηλεκτροπληξία στον αντίπαλο, ρίχνοντάς τον σε μια γεμάτη μπανιέρα και πετώντας ένα φωτιστικό στο νερό, σχολιάζει «αυτό ήταν πραγματικό σοκ»· ταΐζοντας έναν άλλον στα κατοικίδια πιράνχας του εγκληματία Μπλόφελντ στο «Ζεις μονάχα δυο φορές» τούς εύχεται «καλή όρεξη». Ο Ρότζερ Μουρ προσθέτει στο μείγμα το στυλ και την άνεση ενός πλέιμποϊ, ο Τίμοθι Ντάλτον εισάγει μια πιο σκοτεινή, απείθαρχη πλευρά, ο Πιρς Μπρόσναν ψήγματα τρωτότητας. Για να επιστρέψει στις ρίζες του απρόσωπου, μηχανικού εκδικητή θα χρειαζόταν η έλευση του Ντάνιελ Κρεγκ το 2006 και η απόφαση για μια ρεαλιστική στροφή του franchise, το οποίο στις αρχές του 21oυ αιώνα υποσκελιζόταν από τον Τζέισον Μπορν του Ματ Ντέιμον.
Οι επίγονοι του Μποντ
Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Τζέιμς Μποντ αντιμετώπιζε έναν επικίνδυνο ανταγωνιστή. Η εμφάνισή του είχε γεννήσει λεγεώνα επίδοξων μιμητών με τους οποίους κονταροχτυπήθηκε στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’60, αρχής γενομένης από τους λεγόμενους «ευρωκατασκόπους». Ο Γάλλος Φρανσίς Κοπλάν, γνωστός και ως «Πράκτωρ FX 18», επωνυμία που προσιδιάζει περισσότερο σε προϊόν στάιλινγκ μαλλιών παρά σε παράγοντα μυστικών υπηρεσιών, πρωταγωνίστησε σε πέντε φιλμ μεταξύ 1964 και 1968. Μια ιταλογαλλική σύμπραξη παρήγαγε τρεις περιπέτειες του «Πράκτορα 077» το 1965 και το 1966. Από το 1963 ως το 1970 ήταν η σειρά του «OSS 117» να εξορμήσει με έξι δικές του ταινίες. Πλήθος άλλων καταγράφηκαν, με κύριο χαρακτηριστικό τους τον χαμηλό προϋπολογισμό και, κατά προτίμηση, με το ψηφίο «7» ως κωδικό του ήρωά τους. Πιο επικίνδυνες ήταν οι βρετανικές και αμερικανικές κόπιες. Το Χόλιγουντ επένδυσε την τεχνογνωσία του στον Ματ Χελμ της επιτυχημένης σειράς του συγγραφέα Ντόναλντ Χάμιλτον. Τον ενσάρκωσε τέσσερις φορές ο Ντιν Μάρτιν την περίοδο 1966-1969 υποδυόμενος έναν πιο light χαρακτήρα από εκείνον του Σον Κόνερι. Ο αντιήρωας Χάρι Πάλμερ του σημαντικού για την ιστορία του spy novel Λεν Ντέιτον υπήρξε ίσως η μεγαλύτερη πρόκληση: ο «Φάκελος Ιπκρες», η «Κηδεία στο Βερολίνο» και η «Μπαλάντα ενός κατασκόπου» χρηματοδοτήθηκαν από τον συμπαραγωγό του Μποντ, Χάρι Σάλτσμαν, στόχευαν σε ένα πιο εκλεπτυσμένο κοινό και είχαν ως ατού τους τον Μάικλ Κέιν. Το 1971, όταν το «Τα διαμάντια είναι παντοτινά» έφτασε στη μεγάλη οθόνη, όλοι οι παραπάνω είχαν εκπνεύσει. Αν τριάντα και πλέον χρόνια αργότερα ο Μπορν του μπεστσελερίστα Ρόμπερτ Λάντλαμ ανάγκασε τον 007 να αναθεωρήσει, αυτό ήταν γιατί στο μεταξύ ο τελευταίος είχε απομακρυνθεί από τις αρχές του. Τα gadgets, το στυλ, οι μονήρεις διεστραμμένοι πάμπλουτοι εγκληματίες (Ορικ Γκολντφίνγκερ, Καρλ Στρόμπεργκ, Χιούγκο Ντραξ, Μαξ Ζόριν, Ελιοτ Κάρβερ κ.ά.) έμοιαζαν πλέον γηρασμένα σε σχέση με τη λιτότητα που εξέπεμπε ο χαρακτήρας του Ματ Ντέιμον και το σκηνικό τους χάρτινο σε σύγκριση με το συνωμοσιολογικό υπόβαθρο της «Τριλογίας του Μπορν».
Αλλαγή σκυτάλης
Η ανανέωση του Τζέιμς Μποντ βασιζόταν πάντοτε περισσότερο στην αλλαγή του προσώπου παρά στην τροποποίηση της συνταγής. Οταν ο Σον Κόνερι παραιτήθηκε το 1967 έχοντας απαυδήσει από το τίμημα της διασημότητας (στα γυρίσματα του «Ζεις μονάχα δυο φορές» στην Ιαπωνία ένας δημοσιογράφος τον είχε ακολουθήσει ως και στην τουαλέτα προκειμένου να τραβήξει φωτογραφίες), τη θέση του πήρε ο Τζορτζ Λέιζενμπι. Ο 29χρονος Αυστραλός είχε προηγουμένως εργαστεί μόνο ως μοντέλο και «Στην υπηρεσία της Αυτής Μεγαλειότητος» το 1969 υπήρξε για πολλούς άχρωμος και μονοκόμματος, όμως οι παραγωγοί ήταν πεπεισμένοι για την αξία του: ο Αλμπερτ Μπρόκολι και ο Χάρι Σάλτσμαν τού πρόσφεραν ένα πλουσιοπάροχο συμβόλαιο επτά ταινιών. Αρνήθηκε, και ο Κόνερι επέστρεψε το 1971 αφού εξασφάλισε μισθό 1,25 εκατ. δολαρίων και ποσοστά επί των εισπράξεων, αναβάλλοντας για έναν χρόνο την αλλαγή φρουράς. Οταν έλαβε επίσημα το χρίσμα, ο Ρότζερ Μουρ ρωτήθηκε τι κομίζει στον ρόλο, την απειλή του Σον Κόνερι, το σεξ απίλ του Τζορτζ Λέιζενμπι; «Λευκά δόντια» ήταν η απάντησή του. Πράγματι, ο Μουρ έπαιρνε λιγότερο στα σοβαρά τόσο τον εαυτό του όσο και τον Τζέιμς Μποντ, κάτι που έκανε τη δική του εκδοχή λίαν διασκεδαστική: η Lotus που γίνεται υποβρύχιο στην «Κατάσκοπο που μ’ αγάπησε» ή η πάλη στην άτρακτο ενός εν πτήσει αεροπλάνου στην «Επιχείρηση Οκτάπουσι» ρέπουν δραστικά προς την υπερβολή, αλλά αξίζουν το ποπκόρν τους. Εξ ου και ο διάδοχός του, Τίμοθι Ντάλτον, έλεγε σε μια συνέντευξή του το 1989 ότι «οι ταινίες είχαν γίνει πολύ τεχνοπόπ». Τη δική του σοβαρή προσέγγιση, αυτή «ενός υποψηφίου για τον καναπέ του ψυχίατρου» κατά τον ιστορικό του κινηματογράφου Στίβεν Τζέι Ρούμπιν, ακολούθησε μια τετραλογία με έμφαση στη δράση και τις εκρήξεις την οποία διαχειρίστηκε επαγγελματικά, χωρίς έπαινο ή ψόγο, ο Πιρς Μπρόσναν. Πρακτικά, η 15ετής θητεία (από το 2006 ως το 2021) του Ντάνιελ Κρεγκ, του καλύτερου πιθανότατα ηθοποιού από τους έξι Μποντ και φορέα ενός τραχέος ρεαλισμού, είναι συγκρίσιμη μόνο με εκείνη του Σον Κόνερι ως προς τη σημασία της για τον χαρακτήρα.
Επειτα από 25 ταινίες και κάπου 19 δισεκατομμύρια δολάρια σε εισπράξεις, αν τις υπολογίσει κανείς σε συνάρτηση με τον πληθωρισμό, ο Τζέιμς Μποντ βρίσκεται και πάλι μπροστά στο φάσμα της αλλαγής. Εκείνος που θα διαδεχθεί τον Κρεγκ, ο οποίος αποστρατεύθηκε ευδοκίμως στα 53 του χρόνια μετά το περυσινό «No Time to Die», θα πάρει τη σκυτάλη όντας στην πρωτοπορία του αγώνα. Το αν η Eon Productions θα αναζητήσει και αυτή τη φορά μια παραδοσιακή επιλογή ή είναι έτοιμη να διευρύνει τα σύνορα της φυλής, του φύλου, της εθνότητας, της εθνικότητας (πέρα από τα όρια της Κοινοπολιτείας), παραμένει επτασφράγιστο μυστικό. Η επικεφαλής όμως της εταιρείας, Μπάρμπαρα Μπρόκολι, κόρη του αρχικού παραγωγού, Αλμπερτ Μπρόκολι, δήλωσε πρόσφατα ότι ο έβδομος κατά σειρά Μποντ προβλέπεται να ενσαρκώσει τον 007 «για τα επόμενα 10-12 χρόνια». Ποιος άλλος κινηματογραφικός ήρωας μπορεί να μετρά το μέλλον του σε δεκαετίες;