Πήρε το μάτι μου κάπου μια ωραία φράση, ένα απόσταγμα λαϊκής σοφίας: «Ενα από τα μεγάλα ψέματα στη ζωή είναι το «μετά τις γιορτές αρχίζω δίαιτα»». Δεν θυμάμαι ποιος το έγραψε, αν το θυμόμουν θα το ανέφερα (διότι συμφωνώ). Μια φίλη γιατρός, ωστόσο, που εργάζεται σε ένα από τα πιο μεγάλα νοσοκομεία της Αθήνας, όταν της το είπα, πρόσθεσε κάτι που δεν μου είχε περάσει από το μυαλό. Ακόμα περισσότερο και από όρκους για σκληρή δίαιτα, αυτό που πολλοί κάνουν μετά τις γιορτές είναι τις γνωστές ιατρικές γενικές εξετάσεις – δίνουν αίμα, ούρα και οι πιο επιμελείς περνούν και από τον καρδιολόγο τους. «Στα μικροβιολογικά εργαστήρια παρατηρείται συνωστισμός μόνο δύο φορές τον χρόνο: μετά το καλοκαίρι και μετά τις χειμωνιάτικες γιορτές» μου είπε η φίλη μου. Συμπληρώνοντας πως οι όρκοι για δίαιτα αρχίζουν αμέσως μετά.
Το σκέφτηκα και δεν το βρήκα καθόλου παράξενο. Αν σχηματοποιήσουμε ακόμα πιο πολύ την παρατήρηση και πούμε πως οι Ελληνες τρέχουν για εξετάσεις τον Σεπτέμβριο και τον Ιανουάριο, το γεγονός αυτό δείχνει το πόσο οι δύο αυτοί μήνες μοιάζουν: ο Σεπτέμβριος σηματοδοτεί την έναρξη της σεζόν και ο Ιανουάριος την έναρξη της χρονιάς. Και στις δύο περιπτώσεις αυτό που κατά κάποιον τρόπο σε σπρώχνει στο να κάνεις ένα τσεκάπ είναι η αίσθηση πως κάτι νέο ξεκινά – θες να δεις σε τι κατάσταση είσαι ώστε να το αντιμετωπίσεις. Αλλά υπάρχει και κάτι ακόμα: αυτή η ξαφνική (ή προγραμματισμένη) επίσκεψη στο μικροβιολογικό εργαστήριο αποτελεί και ένα είδος απόδειξης πως σε κάποιου είδους παρασπονδία έχεις υποπέσει – είναι λίγο σαν ένα είδος παραδοχής ευθύνης. Δεν θες απλά να δεις τι τρέχει, αν δηλαδή οι δείκτες είναι οι σωστοί, αλλά πας για να δεις τι με τις υπερβολές σου έχεις ψιλοκαταστρέψει. Δεν το κάνεις γιατί νιώθεις κάποια ενόχληση: το κάνεις γιατί αισθάνεσαι κάποιο βάρος, σαν να υποπτεύεσαι τον εαυτό σου. Η απόφαση να κάνεις εξετάσεις είναι ομολογία ενοχής – δεν ζητάς συγγνώμη, ελπίζεις απλώς να έχει υπάρξει από τον Θεό ή από τη μοίρα κάποιου είδους έλεος και να μη βρεθεί κάτι το ανησυχητικό. Για αυτό και δεν το βροντοφωνάζεις – ενώ π.χ. εξαγγέλλεις ότι θα κάνεις δίαιτα. Η δίαιτα σε κάνει να αισθάνεσαι ότι θα δώσεις μια μάχη. Διά της δήλωσης ζητάς συμμάχους και συμπαράσταση. Οι εξετάσεις είναι απλώς ένα είδος αποδοχής «εγκλήματος». Ξέφυγες. Το ξέρεις. Και θες να δεις πόσο. Μόνος. Σαν ήρωας του Ντοστογέφσκι, που με τα κρίματά σου θα πρέπει να αναμετρηθείς. Χωρίς καν να νοσταλγείς ό,τι προηγήθηκε. Αυτό που προηγήθηκε είναι που σε υποχρεώνει να ψάχνεις πόση ζημιά έκανες στον εαυτό σου στο όνομα της καλοπέρασης.
Νομίζω όλοι έχουμε κάνει με έναν φίλο μας (ίσως και με περισσότερους…) την περίφημη συζήτηση για τα αποτελέσματα των γενικών ιατρικών εξετάσεων. Ολοι έχουμε ανταλλάξει πληροφορίες για το ανεβασμένο σάκχαρο, την καλή και κυρίως την κακή χοληστερίνη, τα τρομερά τριγλυκερίδια, τα οποία στο μυαλό μου είναι ένα είδος νιτρογλυκερίνης που κουβαλάμε στο αίμα μας και που μια μέρα θα μας προκαλέσει ένα είδος αυτανάφλεξης, ενώ κάπου στο βάθος ακούγεται σαν μουσική υπόκρουση το «Απόψε κάνεις μπαμ». Σε αυτές τις συζητήσεις δεν έχουν σημασία τα νούμερα (μολονότι τα προφέρουμε με δέος…), αλλά ο τρόπος που οι συμμετέχοντες συζητούν. Ολοι έχουν ένα είδος ενοχής και όλοι μοιάζουν πίσω από τις λέξεις να λένε πως θα ήθελαν όλα να είναι αλλιώς. Να είχαν φάει λιγότερο, να μην είχαν πιει καθόλου, να είχαν περπατήσει πολύ, να είχαν κάνει εξετάσεις πριν από τις γιορτές ώστε να είχε προκύψει εξαιτίας των αποτελεσμάτων ένας κάποιος αυτοπεριορισμός. Σε όλες αυτές τις συζητήσεις, ωστόσο, δεν υπάρχει διάθεση αυτοκριτικής: απλώς ακούγεται το παράπονο του αδίκως καταδικασμένου. Ολοι όσοι μοιράζονται μεταξύ τους τα αποτελέσματα είναι έτοιμοι να δηλώσουν όχι αθώοι, αλλά «μη ένοχοι» – not guilty, που λένε και οι ένορκοι στα αμερικανικά δικαστικά δράματα. Ολοι παραδέχονται πως κάπου ξέφυγαν, αλλά όλοι δίνουν άλλοθι στον εαυτό τους. Το οποίο αναγνωρίζουν οι φίλοι τους (που έχουν περάσει την ίδια διαδικασία…), αλλά όχι και το αδυσώπητο μικροβιολογικό εργαστήριο.
Γιατί ψάχνουμε τι έχουμε όταν, από την άλλη, δεν έχουμε την παραμικρή διάθεση αυτοκριτικής; Γιατί θέλουμε, κατά κάποιον τρόπο, να μάθουμε το κακό που κάναμε στον εαυτό μας, όταν δύσκολα θα αλλάξουμε αγαπημένες συνήθειες όπως τα τηγανητά, τα γλυκά ή αυτό το παραπάνω ποτό που ζαλίζει; Είμαστε μαζοχιστές; Οχι. Είμαστε απλώς σαν τα σκανδαλιάρικα παιδιά που ελπίζουν ότι κανένας δεν θα αντιληφθεί πως λείπει το βάζο που σπάσαμε, εκτός φυσικά από εμάς που ζούμε με την αγωνία της αποκάλυψης.
Και εκτός αυτού συμβαίνει και κάτι άλλο: μόλις οι γιορτές περάσουν, μας πιάνει και μια διάθεση να κοιτάξουμε την πραγματικότητα κατάματα χωρίς το ζαχαρένιο της εορταστικό πασπάλισμα. Αν μπορούσαμε θα κάναμε εξετάσεις για να ανακαλύψουμε κι ένα σωρό άλλα. Για να δούμε π.χ. πόση είναι η υπομονή μας και πόσο έχει μειωθεί με τον καιρό. Για να μετρήσουμε την ανοχή μας και για να τεστάρουμε τις αντοχές μας απέναντι σε πολλούς που μας ταλαιπωρούν. Για να έχουμε μια πλήρη εικόνα της όρεξής μας να μπλέξουμε με πολλά που για καιρό αποφεύγαμε. Θα θέλαμε και για αυτά να έχουμε εργαστηριακά αποτελέσματα – δηλαδή απόλυτα νούμερα. Εστω κι αν για αυτά δεν υπάρχει ένα χαπάκι που θα το παίρνουμε καθημερινά για να μην έχουμε πρόβλημα, όπως δηλαδή μπορούμε να κάνουμε για να ρυθμίσουμε τη χοληστερίνη ή την αρτηριακή πίεση.
Το ξέρω πολύ καλά αυτό το παράξενο συναίσθημα της προσμονής των αποτελεσμάτων των γενικών εξετάσεων. Μολονότι αυτά οφείλονται σε όσα έχουν προηγηθεί, εν τούτοις μπορεί να καθορίσουν πολλά από όσα θα ακολουθήσουν. Επειδή σίγουρα έχετε ακούσει το γνωστό χρηματιστηριακό αξίωμα που λέει ότι οι προηγούμενες αποδόσεις δεν επηρεάζουν τις μελλοντικές, πρέπει να πω πως σε αυτή την περίπτωση ισχύει το ακριβώς αντίθετο: ό,τι έχει προηγηθεί θα πληρωθεί πιθανότατα στο μέλλον – αυτό το μέλλον είναι που περιμένουμε να μάθουμε κάνοντας εξετάσεις. Οταν το δούμε γραμμένο με παράξενα νούμερα βροντοφωνάζουμε «από αύριο δίαιτα». Οχι τόσο ελπίζοντας πως οι άλλοι θα μας πιστέψουν, όσο γιατί ελπίζουμε πως με βάση τα αποτελέσματα αυτή αρκεί. Μέχρι τουλάχιστον τα επόμενα…