Γεννημένη στο Μινσκ της Λευκορωσίας το 1976, η Εκατερίνα Σεμεντσούκ είδε από τα παιδικά της κιόλας χρόνια τη μουσική ως μονόδρομο. Αφοσιώθηκε σε αυτή, για να ξεκινήσει σχεδόν αμέσως μετά την ολοκλήρωση των σπουδών της τη διεθνή καριέρα της από το Οπερα Μαριίνσκι της Αγίας Πετρούπολης. Και για να ξεχωρίσει γρήγορα ως μια από τις πιο εντυπωσιακές και δυναμικές παρουσίες στη σύγχρονη σκηνή της όπερας. Με έναν ρόλο απαιτήσεων, ιδανικό για να αναδείξει τα ξεχωριστά φωνητικά και υποκριτικά προσόντα της, έρχεται τώρα στο Ηρώδειο στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών – Επιδαύρου: Η Σεμεντσούκ θα είναι η Αμπιγκαΐλε, στην πρεμιέρα του «Ναμπούκο» της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Και με αφορμή την πολυαναμενόμενη εμφάνισή της στη δημοφιλή όπερα του Βέρντι, μιλάει στο ΒΗΜΑgazino για τη σχέση της με την τέχνη και για τα μεταφυσικά μονοπάτια στα οποία την οδηγεί η εξερεύνηση των δυνατοτήτων της φωνής της και γενικότερα η αγάπη της για την ανθρώπινη φωνή. Ξεκινώντας βεβαίως από τον χαρακτήρα που θα ενσαρκώσει σε λίγες ημέρες μπροστά στο αθηναϊκό κοινό.
Τι είδους άνθρωπος είναι η Αμπιγκαΐλε, η κόρη του Ναμπούκο, που σφετερίζεται την εξουσία του πατέρα της; Τελικά είναι μια κακιά ή μια απλώς παρεξηγημένη γυναίκα;
«Η Αμπιγκαΐλε είναι νέα, δυνατή, αλαζονική. Ως προς τη μαχητικότητα του χαρακτήρα – ενός χαρακτήρα που έχει χαλυβδωθεί από τις συγκυρίες -, ναι, είναι πολεμίστρια. Αλλά για εμένα μάλλον η μαχητικότητά της δεν είναι τρόπος ζωής, είναι περισσότερο μια προσπάθεια να αντιδράσει. Εχουν απορρίψει την αγάπη της και προσπαθεί να την αντικαταστήσει με τη δύναμη της εξουσίας. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια πολύ ευάλωτη και μοναχική γυναίκα που δεν βρίσκει γαλήνη στην ψυχή της. Βεβαίως, την πραγματική της ψυχή, τα πραγματικά της συναισθήματα τα βλέπουμε να αποκαλύπτονται αρκετές φορές κατά τη διάρκεια της όπερας. Στο τέλος, παραδομένη στις τύψεις της για όσα έχει κάνει, αποφασίζει να πεθάνει μόνη, αφού προηγουμένως εκδηλώνει μετάνοια. Βρίσκοντας επιτέλους ειρήνη στην πίστη της στον Θεό και στον θάνατο».
Από φωνητικής άποψης; Θεωρείται ένας από τους δυσκολότερους ρόλους στο ρεπερτόριο της υψιφώνου. Λένε πως όταν ο νεαρός Βέρντι συνέθετε τον «Ναμπούκο», δεν είχε μάθει ακόμα να γράφει σωστά για την ανθρώπινη φωνή και κακομεταχειριζόταν τους τραγουδιστές του βάζοντάς τους να κάνουν πράγματα ακραία. Η δική σας γνώμη;
«Πάντα με γοήτευε ο ρόλος της Αμπιγκαΐλε καθώς και όλοι οι ρόλοι που έγραψε ο Βέρντι από την πρώτη στιγμή που τους άκουσα. Πάντα με μάγευαν. Οχι τόσο ο μυστικισμός τους όσο η πραγματικότητά τους, τα ανθρώπινα συναισθήματα και ο τρόπος με τον οποίο εκδηλώνονται. Ολη η μουσική του Βέρντι είναι ένας ύμνος στον ανθρωπισμό. Ο δρόμος του ως καλλιτέχνη και ως ανθρώπου είναι ο δρόμος ενός ανθρωπιστή. Δυστυχώς, δεν υπάρχουν πολλά παραδείγματα τέτοιων ανθρώπων στον κόσμο. Είναι πολύ λίγοι οι μουσικοί, οι συνθέτες, που εκφράζουν μέσα από τη δουλειά τους όχι το δικό τους «εγώ», αλλά την αγάπη σε κάθε της μορφή. Επιπλέον, ο Βέρντι διέφερε και διαφέρει από πολλούς συνθέτες και στο ότι η μουσική του είναι ευχάριστη όχι μόνο όταν την ακούς αλλά και όταν την τραγουδάς. Την ώρα που την αποδίδεις, και ενώ όλο το σώμα συμμετέχει στην παραγωγή του ήχου, σου προκαλεί πραγματικά απολαυστική σωματική αίσθηση. Για να το νιώσεις πραγματικά αυτό, πρέπει να ακολουθήσεις το αληθινό παράδειγμα που δίνει με την τέχνη και με τη ζωή του: Υπηρέτησε ολόψυχα την τέχνη, τη μουσική, πραγματοποίησε τα όνειρά σου, τα γέμισε όλα με αγάπη. Η μουσική του Βέρντι αγαπά τους θαρραλέους, ειλικρινείς και διαρκώς εξελισσόμενους μουσικούς. Υπάρχουν τόσο πολλοί ωκεανοί συναισθημάτων σε αυτήν! Καλείσαι να τους αντιμετωπίσεις και να απολαύσεις το κολύμπι. Και, ναι, υπάρχουν και πολλές φωνητικές δυσκολίες. Μια από αυτές αφορά τη διαπασών, που από τον περασμένο αιώνα έχει ανέβει. Η τεσιτούρα έχει γίνει πιο υψηλή, κατά συνέπεια το τραγούδι ακόμα πιο δύσκολο. Αυτό, βεβαίως, μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε ότι οι ανθρώπινες ικανότητες είναι απεριόριστες, ότι η ανθρώπινη φωνή είναι ένα απίστευτο δώρο από τον Θεό».
Είστε μεσόφωνος. Ομως τώρα πια τραγουδάτε με επιτυχία και ρόλους υψιφώνου, όπως, εκτός από την Αμπιγκαΐλε, τη Λαίδη Μάκβεθ στην όπερα «Μάκβεθ» του Βέρντι και την Κατερίνα Ισμαΐλοβα από τη «Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ» του Σοστακόβιτς. Σκοπεύετε να τραγουδήσετε και άλλους τέτοιους στο μέλλον;
«Η ευκαιρία να ερμηνεύσω μουσική που μιλάει στην καρδιά μου και που μου προκαλεί έντονα συναισθήματα είναι μεγάλη ευτυχία. Είναι η πραγματική ανταμοιβή για την πίστη μου σε αυτό το μονοπάτι που διάλεξα. Από την αρχή δεν μου άρεσε πολύ ο άκαμπτος διαχωρισμός σε κατηγορίες και σε είδη, δεν μου άρεσαν οι περιορισμοί στο επάγγελμά μου. Πάντα πίστευα ότι με τη δύναμη της φωνής και με τη διαρκή καλλιέργειά της, με την αφοσίωση στη δουλειά, ένας άνθρωπος μπορεί να επιτύχει σημαντικά πράγματα και να εξελίξει το ταλέντο του. Η ανθρώπινη φωνή είναι ικανή για όλα: δίνει δύναμη, πίστη, ζωή. Με τα χρόνια προστέθηκαν στο ρεπερτόριό μου ρόλοι που θεωρούνται, που είναι γραμμένοι για κοντράλντο ή για μεσοφώνους αλλά και για δραματικές και λυρικο-δραματικές σοπράνο. Εκτός από εκείνους που αναφέρατε, είναι και η Λίζα από την «Ντάμα Πίκα» του Τσαϊκόφσκι, η Μητέρα στον «Φυλακισμένο» του Νταλαπίκολα, η Σαντούτσα στην «Καβαλερία Ρουστικάνα» του Μασκάνι… Θα ήθελα να συνεχίσω, να εμπλουτίσω την παλέτα των ηρωίδων μου, ανεξάρτητα από το είδος της φωνής για το οποίο είναι γραμμένη καθεμία. Αυτό που έχει αξία είναι να επιθυμείς, να λαχταράς τον επόμενο ρόλο. Οπότε, ναι, υπάρχει ένας τεράστιος αριθμός ρόλων και χαρακτήρων που θα ήθελα να ερμηνεύσω, αλλά προτιμώ να το κάνω πρώτα και μετά να μιλήσω για εκείνους».
Τι σας έκανε να ασχοληθείτε με την όπερα; Πώς ανακαλύψατε το πάθος σας για το τραγούδι και αποφασίσατε να ακολουθήσετε μια τέτοια καριέρα;
«Από τότε που γεννήθηκα, πάντα ήξερα ότι η φωνή με καθοδηγούσε. Υπήρχε κάτι μέσα μου που πάντα το «ήξερα» και που με έσπρωχνε προς αυτή την κατεύθυνση. Η μητέρα μου το είχε καταλάβει σχεδόν από τη στιγμή που με γέννησε. Ημουν τριών ετών όταν είπα στη γιαγιά μου με υπερηφάνεια πως ήθελα να σταδιοδρομήσω στον κόσμο του θεάματος. Οι γονείς μου πάντα στήριζαν την αγάπη μου για τη μουσική και με βοήθησαν να γίνω τραγουδίστρια, γιατί πίστεψαν σε εμένα από την πρώτη στιγμή. Ολα έγιναν όπως έπρεπε να γίνουν. Αφοσιώθηκα στη μουσική δίχως δεύτερη σκέψη, χωρίς καμία αντίρρηση. Η μουσική είναι ένα βαρύ δώρο, ένα δώρο που απαιτεί πλήρη αυταπάρνηση και πλήρη αφοσίωση».
Υπάρχουν συγκεκριμένοι συνθέτες ή έργα που για κάποιον ιδιαίτερο λόγο σάς συγκινούν περισσότερο από άλλα; Ποιες είναι οι αγαπημένες σας όπερες;
«Αγαπώ πολύ τα έργα που με ταξιδεύουν μακριά από τον κόσμο των ζωντανών, που με κάνουν να πιστεύω και με έναν τρόπο να αφουγκράζομαι τον Δημιουργό εντός μου. Τέτοιου είδους είναι η μουσική που έχω ήδη την τύχη να ερμηνεύσω, η μουσική που ήδη υπάρχει στη ζωή μου, αλλά και αυτή που με περιμένει. Αγαπώ επίσης πολύ τη μουσική δωματίου και της δίνω τόση προσοχή και αγάπη όση και στην όπερα. Με συγκινεί ιδιαίτερα και η παράδοση, κάθε είδος μουσικής πάνω στο οποίο χτίστηκε και η όπερα. Γιατί δίχως τον παραδοσιακό ήχο, δίχως το τραγούδι που σου είπε η μάνα σου, δεν υπάρχει όπερα».
Ποιοι καλλιτέχνες σάς έχουν επηρεάσει περισσότερο;
«Είμαι πάντα ερωτευμένη με τις φωνές των ανθρώπων. Αναζητώ την ειλικρίνεια και ό,τι υπάρχει σε έναν άνθρωπο μέσα από τη φωνή του. Αυτό είναι κάτι που το κατάλαβα από την αρχή του ταξιδιού μου και που πάντα μου επιβεβαιώνει πως ορθώς διάλεξα αυτόν τον δρόμο. Αγαπώ όλες τις φωνές, όλα τα είδη φωνών. Από παιδί, λατρεύω την κορυφαία ρωσίδα μεσόφωνο Γελένα Ομπρατσόβα, όχι μόνο για τη σπάνια φωνή της και το ερμηνευτικό της ταλέντο, αλλά για όλα αυτά τα χαρίσματα που την αναδεικνύουν σε αληθινή, σε μοναδική καλλιτέχνιδα».
Εχετε ευρύ ρεπερτόριο, με ιταλικές, γαλλικές και ρωσικές όπερες. Ποιος ήταν ο πιο απαιτητικός ρόλος σας μέχρι τώρα; Και ο πιο αγαπημένος σας;
«Δεν θα πρωτοτυπήσω αν πω ότι κάθε νέος ρόλος είναι ο αγαπημένος μου, ότι σε κάθε ηρωίδα που ερμηνεύω υπάρχει ένα κομμάτι του εαυτού μου. Τραγουδώ σε πολλές γλώσσες. Μου αρέσει να ανακαλύπτω τον ήχο τους και στο τραγούδι αλλά και όταν στα ταξίδια μου συναντώ τους ανθρώπους που τις μιλούν. Η γλώσσα είναι μουσική».
Υπάρχουν κάποιοι ρόλοι που δεν έχετε ερμηνεύσει ακόμα αλλά που ονειρεύεστε να τους πείτε στο μέλλον;
«Ναι, είναι πολλοί, αλλά προτιμώ να μη μιλήσω για αυτούς. Ο άνθρωπος επιθυμεί, αλλά ο Θεός αποφασίζει. Επιλέγω να μιλώ για τα πράγματα που έχω ήδη επιτύχει».
Με ποιον τρόπο προετοιμάζεστε ψυχολογικά και σωματικά προτού ανεβείτε στη σκηνή;
«Με τον ύπνο, με αρκετό ύπνο».
Εκτός από μια καλή φωνή και μια στέρεη τεχνική, τι χρειάζεται για να χτίσεις μια διεθνή καριέρα;
«Να κάνεις καλά τη δουλειά σου, να είσαι πιστός στον εαυτό σου και να συναντάς όσο το δυνατόν περισσότερους το ίδιο πιστούς και το ίδιο τίμιους ανθρώπους στον δρόμο σου. Ανθρώπους που, όπως και ο Βέρντι, είναι αφοσιωμένοι στη μουσική και στην τέχνη. Συνεχίζω να πιστεύω ότι το καλό πάντα κερδίζει και παραμένω πιστή, ακολουθώ το φως που φωτίζει τη διαδρομή μου».
Είναι εύκολο για εσάς να βρείτε ισορροπίες ανάμεσα στην επαγγελματική και στην προσωπική ζωή σας;
«Είναι πολύ δύσκολο. Οπως είχε πει η Ομπρατσόβα: «Εσείς περπατάτε στον μουσικό σας δρόμο και οι αγαπημένοι σας άνθρωποι κάθονται στην άκρη του δρόμου και καταπίνουν τη σκόνη που αφήνετε στο πέρασμά σας». Η ζωή ενός τραγουδιστή της όπερας είναι μια διαρκής δοκιμασία. Είναι μια διαδικασία απόλυτης αφοσίωσης και υποταγής σε αυτό που κάνει».
Αν μπορούσατε να αλλάξετε κάτι σήμερα στη μουσική βιομηχανία, ποιο θα ήταν αυτό;
«Δύσκολη ερώτηση. Δεν ξέρω τι θα άλλαζα προσωπικά. Πιθανώς θα άλλαζα τη δική μου στάση απέναντι στα πράγματα. Μέσα σε περισσότερα από είκοσι χρόνια διεθνούς καριέρας παρατηρώ πως έχουν αλλάξει πολλά (σε όλους τους τομείς) και ίσως όχι πάντα προς το καλύτερο. Αλλά δεν πρόκειται να θρηνήσω και να μιλήσω για αυτά τώρα, στο τέλος της όμορφης συνομιλίας μας. Μπορώ να πω ότι πάντα θα υπάρχει μουσική στον κόσμο που θα μας οδηγεί στη ζωή, θα μας ενώνει και θα μας εμπνέει. Η μουσική είναι ζωή. Η μουσική είναι αγάπη στον ανώτατο, στον ύψιστο βαθμό».
ΙΝFO
«Ναμπούκο»: Ωδείο Ηρώδου Αττικού, στις 26, 27, 29 και 30 Ιουλίου, σε μουσική διεύθυνση Πάολο Καρινιάνι, σκηνοθεσία Λέο Μουσκάτο, σκηνικά Τιτσιάνο Σάντι, κοστούμια Σίλβια Αϊμονίνο. Στον ρόλο του Ναμπούκο εμφανίζονται εναλλάξ ο Δημήτρης Πλατανιάς και ο Τάσης Χριστογιαννόπουλος, στον ρόλο της Αμπιγκαΐλε η Εκατερίνα Σεμεντσούκ και η Ολγκα Μάσλοβα, στον ρόλο του Ζαχαρία ο Βιτάλι Κοβαλιόφ και ο Πέτρος Μαγουλάς, στον ρόλο του Ισμαέλε ο Γιάννης Χριστόπουλος και ο Κωνσταντίνος Κληρονόμος και στον ρόλο της Φενένα η Ελενα Μαξίμοβα και η Μαρισία Παπαλεξίου.