Τον περασμένο Σεπτέμβριο, αμέσως μετά την προβολή της ταινίας του «Η ευνοούμενη» («The Favourite») στο Φεστιβάλ Βενετίας, ο Γιώργος Λάνθμος έγινε, για μία ακόμη φορά, θέμα συζήτησης. Το φιλμ όχι απλώς άρεσε αλλά ενθουσίασε. Στο τέλος του φεστιβάλ η «Ευνοούμενη» έφυγε με δύο βραβεία (το Μεγάλο Βραβείο της επιτροπής και το Copa Volpi καλύτερης ηθοποιού για την ερμηνεία της Ολίβια Κόλμαν) και από τότε τη βλέπουμε διαρκώς υποψήφια σε διεθνείς θεσμούς, όπως αυτός των Χρυσών Σφαιρών, όπου διεκδικεί πέντε βασικές διακρίσεις (γυναικείων ρόλων, σεναρίου και καλύτερης ταινίας) στην αυριανή τελετή. Ολα δείχνουν ότι θα είναι και στις υποψηφιότητες των Οσκαρ, όπως έχει συμβεί δύο φορές έως τώρα με ταινίες του Λάνθιμου – τον «Κυνόδοντα» και τον «Αστακό».

Με συνεργάτη του στο σενάριο τον Αυστραλό Τόνι Μακ Ναμάρα, με μια ιστορία που γράφτηκε κατ’ αρχάς από την Ντέμπορα Ντέιβις (το όνομα της οποίας συμπεριλαμβάνεται στους τίτλους με αυτό του Μακ Ναμάρα) και με ένα εκλεκτό καστ γυναικών ηθοποιών στους βασικούς ρόλους (Ολίβια Κόλμαν, Εμα Στόουν, Ρέιτσελ Βάιζ), ο έλληνας σκηνοθέτης που εδώ και χρόνια διαπρέπει στο εξωτερικό έφτιαξε μια πρωτότυπη ταινία εποχής, είδος με το οποίο ασχολείται για πρώτη φορά (η «Ευνοούμενη» είναι επίσης η πρώτη ταινία του Λάνθιμου μετά τον «Κυνόδοντα» χωρίς τον Ευθύμη Φιλίππου στο σενάριο).

Ενας από τους λόγους επιτυχίας της ταινίας, η οποία στις ελληνικές αίθουσες θα αρχίσει να προβάλλεται από την Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου, είναι ότι την ώρα που τη βλέπεις, πλημμυρισμένη από εύθραυστα φλιτζάνια, περούκες, λεπτεπίλεπτες δαντέλες, πολυσύνθετα φορέματα και άλλα κοστούμια της Αγγλίας των αρχών του 18oυ αιώνα, νιώθεις ότι παρακολουθείς κάτι πέρα για πέρα σύγχρονο, γυρισμένο με απεριόριστη ελευθερία. Οπως συμβαίνει με όλο σχεδόν το έργο του σκηνοθέτη. Μέσα από αυτή την ελευθερία, ο Λάνθιμος έχει επιβάλει το προσωπικό του αποτύπωμα.

Το ίδιο συμβαίνει και με το περιεχόμενο του φιλμ: η «Ευνοούμενη», μια πέρα για πέρα γυναικεία ταινία, μοιάζει με άκρως διασκεδαστική παραλλαγή θεμάτων και ιδεών που ανέκαθεν προβλημάτιζαν τον Γιώργο Λάνθιμο στις ταινίες του: ένα ασταμάτητο παιχνίδι πάνω στα όρια εξουσιαστή – εξουσιαζόμενου, μια γενναία βουτιά στα απόκρυφα της ανθρώπινης ψυχής και το κυριότερο, μια ταινία πάνω στην πολυσύνθετη γυναικεία φύση, έστω και αν και οι τρεις κεντρικές ηρωίδες, η βασίλισσα Αννα (Κόλμαν), η σύμβουλός της λαίδη Σάρα (Βάιζ) και η νεαρή, φιλόδοξη υπηρέτρια Αμπιγκέιλ (Στόουν) μοιάζουν με τέρατα. Ολα αυτά αμπαλαρισμένα με ένα πολύ ιδιαίτερο χιούμορ.

Χάρη στην Odeon, την εταιρεία διανομής της «Ευνοούμενης» στην Ελλάδα, εννέα ολόκληρα χρόνια μετά την πρώτη εκ του σύνεγγυς συνάντησή μας στις Κάννες για τον «Κυνόδοντα», είχα και πάλι την ευκαιρία να καθίσω στο ίδιο τραπέζι με τον Γιώργο Λάνθιμο στο ξενοδοχείο Soho του Λονδίνου για μια 35λεπτη συζήτηση. Ευγενής, ακριβής, συγκροτημένος και άκρως επαγγελματίας, ο Λάνθιμος δείχνει να ξέρει ακριβώς τι θέλει αλλά και πώς να το αποκτήσει.

Πώς ακριβώς προέκυψε το ενδιαφέρον σας για τη βρετανική Ιστορία των περασμένων αιώνων;

«Κατ’ αρχάς, ακόμη και το γεγονός ότι ποτέ μου δεν είχα ασχοληθεί με ταινία εποχής, έπαιξε ρόλο για να συμμετάσχω στη δημιουργία αυτής της ταινίας. Το ενδιαφέρον ήρθε όταν διάβασα την ιστορία, όταν διάβασα το πρωτότυπο σενάριο της Ντέμπορα Ντέιβις. Ενιωσα ότι ήταν κάτι που δεν είχα ξαναδιαβάσει ποτέ, με συνεπήρε αυτή η ιστορία των τριών γυναικών που σε κάποιο σημείο του χρόνου είχαν τόση δύναμη και τόση εξουσία. Αλλά και το πώς, στην ουσία, οι σχέσεις και οι προσωπικότητές τους επηρέασαν τη μοίρα μιας ολόκληρης χώρας και την πολιτική αυτής της χώρας, το πεπρωμένο ενός πολέμου. Από εκεί ξεκίνησε το ενδιαφέρον μου».

Και πώς έφτασε στα χέρια σας το σενάριο της Ντέμπορα Ντέιβις;

«Ηταν ένα σενάριο που «κυκλοφορούσε» χρόνια. Κάποια στιγμή έπεσε στα χέρια μου – δεν θυμάμαι πώς ακριβώς. Το διάβασα. Και, όπως είπα, η ιστορία μού κίνησε το ενδιαφέρον. Μαζί με την Ντέμπορα Ντέιβις το επεξεργαστήκαμε από την αρχή, εστιάζοντας κυρίως στο γυναικείο στοιχείο, στις τρεις γυναίκες. Ετσι φτιάξαμε ένα καινούργιο σχέδιο σεναρίου. Ωστόσο, πολύ σύντομα ένιωσα ότι το σενάριο είχε την ανάγκη μίας ακόμη φωνής, μιας διαφορετικής φωνής, μιας καινούργιας, φρέσκιας ματιάς που θα έφτιαχνε τον τόνο σε πράγματα που είχα στο μυαλό μου. Ακόμη και αν χρειαζόταν να αλλάξει αρκετά. Επομένως αρχίσαμε να αναζητούμε σεναριογράφο, κάτι που μας πήρε αρκετό χρόνο. Ανιχνεύσαμε πολλούς θεατρικούς συγγραφείς, διαβάσαμε εκατοντάδες θεατρικά έργα αλλά και σενάρια. Και τελικά ανακαλύψαμε τον Τόνι (Μακ Ναμάρα), έναν αυστραλό σεναριογράφο. Oταν διάβασα τα έργα του Τόνι ένιωσα μέσα μου τη βεβαιότητα ότι είχα βρει τον κατάλληλο άνθρωπο για αυτό που είχα σκοπό να κάνω».

Πότε έγινε αυτό και πόσος χρόνος χρειάστηκε να περάσει για να φτιαχτεί το σενάριο που βλέπουμε στην οθόνη;

«Μαζί με τον Τόνι αρχίσαμε να δουλεύουμε το σενάριο για μια περίοδο περίπου 7-8 χρόνων. Το αλλάξαμε ολοκληρωτικά. Κρατήσαμε μόνο τον σκελετό της αρχικής ιστορίας και αρχίσαμε από το μηδέν. Φυσικά, ήταν μια διαδικασία που πήρε πάρα πολύ χρόνο διότι παράλληλα είχαμε και άλλες δουλειές, σε άλλες ταινίες. Το σημαντικό ήταν ότι από το πρώτο μεταξύ μας τηλεφώνημα νιώσαμε ότι τα χνότα μας ταιριάζουν και ότι ο στόχος θα ήταν κοινός. Μεσολάβησαν πολλά ταξίδια, πολλές συναντήσεις, φάγαμε πολλά μεσημεριανά παρέα, κάναμε ατελείωτες βόλτες κουβεντιάζοντας. Στο Λονδίνο, στη Ρώμη για μια εβδομάδα. Μιλήσαμε πάρα πολύ μέσω skype. Με άλλα λόγια, ήταν μια αρκετά οργανική διαδικασία. Γιατί θέλαμε πραγματικά να φτιάξουμε μια ταινία εποχής πολύ διαφορετική από αυτές που ξέραμε. Ο τόνος είχε μεγάλη σημασία. Κωμικός αλλά και τραγικός ταυτόχρονα».

Μπορείτε να μας μιλήσετε λίγο για την επιλογή σας στο κάστινγκ των τριών ηρωίδων;

«Για εμένα, η διαδικασία του κάστινγκ είναι πάντα κάπως ενστικτώδης· σκέφτομαι τους ανθρώπους που μου αρέσουν, τους ανθρώπους που μου προκαλούν ενδιαφέρον, που θέλω να δουλέψω μαζί τους. Και στη συνέχεια προσπαθώ να τους συνταιριάξω με τους χαρακτήρες μου. Νομίζω ότι συνήθως πιάνω τον εαυτό μου να επιλέγει ηθοποιούς οι οποίοι στην επιφάνεια ίσως να έχουν χαρίσματα πολύ διαφορετικά από αυτά που υπάρχουν στις σελίδες του σεναρίου ή από αυτά που εμείς σκεφτόμαστε για τους χαρακτήρες. Μου αρέσει αυτό το είδος της συγχώνευσης, θέλω ο ηθοποιός που επιλέγω να είναι αρκετά διαφορετικός από το πρόσωπο που βρίσκεται στο χαρτί. Αυτό το ανακάτεμα δημιουργεί μια προσωπικότητα, έναν άλλο χαρακτήρα πολύ πιο σύνθετο, ίσως και πιο πολυεπίπεδο. Προφανώς με την Ολίβια (Κόλμαν) και τη Ρέιτσελ (Βάιζ) είχα δουλέψει στο παρελθόν (στον «Αστακό»), άρα τις ήξερα. Με την Εμα (Στόουν), όμως, ήταν η πρώτη φορά. Απλώς μου φάνηκε ότι ταιριάζει».

Η προσέγγιση της σχέσης των τριών γυναικών είναι τόσο μοντέρνα που κατά κάποιον τρόπο νιώθεις ότι η ίδια ιστορία ανάμεσά τους θα μπορούσε να εκτυλιχθεί σήμερα. Ηταν κάτι που επιδιώξατε;

«Ναι, από την αρχή κιόλας πήραμε κάποιες αποφάσεις. Η γλώσσα, για παράδειγμα. Αποφασίσαμε το πώς αυτές οι γυναίκες θα μιλούν. Ηταν προφανές από την αρχή ότι δεν θα προσπαθούσαμε να μιμηθούμε τη γλώσσα και τον τρόπο που φανταζόμαστε ότι χρησιμοποιούσαν τότε αυτοί οι άνθρωποι. Θα προσπαθούσαμε, αντιθέτως, να κάνουμε τη γλώσσα πιο σύγχρονη. Δεν σκεφτήκαμε πώς θα ήταν αυτές οι γυναίκες τότε, αλλά πώς θα μπορούσαν να είναι σήμερα. Και αυτό δεν ίσχυσε μόνο στην ομιλία αλλά στη γενικότερη στάση τους. Πώς στέκονταν, πώς κάθονταν, πώς περπατούσαν, πώς χόρευαν; Ολα θα είχαν κάτι το σύγχρονο. Το ίδιο συνέβη και στα κοστούμια. Εχουν την όψη φορεσιάς από το παρελθόν, όμως την ίδια στιγμή όχι. Το ίδιο συνέβη και στη μουσική, που είναι μεν κλασική, όχι όμως η προβλέψιμη κλασική μουσική που αυτές οι ταινίες εποχής μάς έχουν συνηθίσει, αλλά μια πιο «ροκ» εκδοχή της για τα στάνταρ εκείνης της περιόδου. Ο συνδυασμός όλων αυτών των στοιχείων εκσυγχρόνισε την ταινία, την έκανε πιο σχετική με το σήμερα».

Eξουσία, δύναμη, περιορισμοί, κανόνες. Ζητήματα που σας απασχολούν γενικότερα στις ταινίες σας. Τι σας οδήγησε σε αυτή τη θεματολογία;

«Νομίζω ότι σε γενικές γραμμές μιλάμε απλώς για την ανθρώπινη φύση. Αναγνωρίζεις κάποιες συγκεκριμένες σχέσεις, τις βρίσκεις σε μικρές κοινωνίες όπου μπορείς να εξερευνήσεις διάφορα πράγματα και με αυτά προχωράς. Δεν είναι μια επιλογή μου per se, μια συνειδητή απόφαση να πραγματευτώ αυτά τα στοιχεία. Οι ιστορίες είναι που με γοητεύουν, οι ιδέες ή οι καταστάσεις. Αν με αυτά τα στοιχεία είσαι σε θέση να φτιάξεις μια ταινία, τότε αρχίζεις να σκέφτεσαι άλλα πράγματα που περικυκλώνουν την ιστορία και αναδεικνύονται».

Πώς βρήκατε τον σωστό τόνο για να κινηθείτε στη λεπτή γραμμή που χωρίζει την κωμωδία από την τραγωδία; Και πώς θα χαρακτηρίζατε αυτόν τον τόνο; Είναι κωμικός ή δεν είναι;

«Αυτά τα πράγματα δεν είναι ποτέ εύκολα. Πιστεύω ότι βρήκα τον τόνο όταν βρήκα τον Τόνι. Εχοντας κάτι πολύ συγκεκριμένο στο μυαλό μου, όταν διάβασα πράγματα που είχε γράψει, ήξερα από πού θα αρχίσουμε. Δεν θα αρχίζαμε από κάπου αλλού για να προσπαθήσουμε μετά να βγάλουμε άκρη. Από την άλλη πλευρά, όμως, δεν ξέρω τι είναι αυτός ο τόνος. Είναι ένας συνδυασμός χιούμορ και δράματος; Δεν ξέρω. Δεν βάζω κανόνες στα πράγματα».

Πόσο ρόλο παίζει για εσάς ο χώρος γυρισμάτων, όπως εν προκειμένω το Hatfield House (στο Χάτφιλντ του Χέρτφονσαϊρ), ένας χώρος ιστορικής σημασίας στον οποίο γυρίσατε την ταινία;

«Νομίζω ότι εδώ ο χώρος γυρισμάτων παίζει όντως σημαντικό ρόλο, με την έννοια ότι έχεις αυτούς τους ανθρώπους που καταλαμβάνουν αυτούς τους τεράστιους χώρους, κάτι από μόνο του αξιοπερίεργο. Φανταστείτε να ζει κάποιος έτσι. Μέσα σε ένα τεράστιο δωμάτιο με το κρεβάτι στη γωνία… Νομίζω ότι προσπαθήσαμε να το ενισχύσουμε αυτό ενόσω γυρίζαμε αυτές τις σκηνές. Ωστόσο, μετά από λίγο καιρό το δέχεσαι ως δεδομένο. Την πρώτη φορά που βλέπεις τον χώρο σε εντυπωσιάζει, αλλά μετά κατά κάποιον τρόπο το συνηθίζεις, έτσι όπως υποθέτω ότι συνέβαινε και με τα πρόσωπα που ζούσαν στην πραγματικότητα εκεί».

Πόσο σας απασχόλησε η ιστορική ακρίβεια στην αποκρυστάλλωση της ιστορικής περιόδου, εφόσον η ταινία ασχολείται με πραγματικά πρόσωπα;

«Δεν μας απασχόλησε τόσο πολύ, διότι νομίζω ότι από την αρχή είναι εμφανές πως η πρόθεση της ταινίας δεν σχετίζεται με το να είναι τρομερά ακριβής ιστορικά ή πιστή στην περίοδο. Κάναμε την έρευνα, πήραμε όλες τις πληροφορίες που θέλαμε, αλλά μετά κάναμε τις επιλογές μας. Με όλα. Με τους χαρακτήρες, με τις ιστορίες τους, αποφασίσαμε για το τι θα κρατούσαμε και τι θα αλλάζαμε, έτσι ώστε να κάνουμε την ταινία αυτό που είναι».

 

Ενα από τα πιο ενδιαφέροντα μα και κωμικά στοιχεία της ταινίας είναι η σχεδόν πλήρης εξαφάνιση ή, αν θέλετε, η αποκαθήλωση του ανδρικού φύλου. Μιλώντας για ενσυνείδητες επιλογές, αναρωτιέμαι αν αυτή η απόφασή σας ήταν δεδομένη από την αρχή ή διαμορφώθηκε ενώ γυρίζατε την ταινία.

«Το γνωρίζαμε από την αρχή, ξέραμε δηλαδή ότι οι άνδρες εδώ θα μάχονταν σκληρά για την οποιαδήποτε μορφή έλξης στη ζωή τους, στον κόσμο τους. Και ξέραμε ότι αυτό θα ήταν αστείο και σατιρικό. Βεβαίως, ανακαλύπταμε συνέχεια από εδώ και από εκεί πράγματα που άλλαζαν τις αρχικές αποφάσεις μας. Για παράδειγμα, εκεί που νομίζαμε ότι το παρακάναμε με τις ανδρικές περούκες, ανακαλύπταμε έναν πίνακα στον οποίο βλέπαμε ακριβώς την ίδια περούκα σε κάποιον. Νομίζω ότι αυτή ήταν ενός είδους πραγματικότητα της εποχής που εμείς ενισχύσαμε λίγο παραπάνω. Γιατί υπήρξε όντως η περίοδος στην οποία η βασίλισσα Αννα και η Σάρα είχαν το πάνω χέρι στην Αγγλία, ήταν δηλαδή μια πραγματικότητα. Επίσης, βλέποντας άνδρες ντυμένους με αυτόν τον ακραίο τρόπο, με τα ψηλά τακούνια και τις τεράστιες περούκες και το έντονο μακιγιάζ, εντυπωσιάζεσαι που οι γυναίκες δίπλα τους ήταν πολύ πιο απλές στην εμφάνιση, φορούσαν απλά φορέματα, έφτιαχναν πιο απλά τα μαλλιά τους. Τα ενισχύσαμε όλα αυτά για χάρη του εντυπωσιασμού και του χιούμορ. Απολύτως συνειδητά».

 

Το γεγονός ότι ασχοληθήκατε για πρώτη φορά με μια παραγωγή του Χόλιγουντ σας απασχόλησε καθόλου στη διάρκεια των γυρισμάτων; Είχατε αμφιβολίες;

«Οχι, γιατί ποτέ δεν ήταν αυτό το πλάνο για τη δημιουργία της ταινίας. Δεν ήταν ένα σχέδιο που βρισκόταν στην κατοχή κάποιου μεγάλου στούντιο το οποίο θα το χρηματοδοτούσε κ.ο.κ. Ποτέ δεν σκέφτηκε κανείς ότι θα είναι μια ταινία βραβεύσεων. Οπως είπα και στην αρχή, διασταυρώθηκα με το σενάριο, μου άρεσε η ιστορία και η διαδικασία για τη δημιουργία της ταινίας κράτησε χρόνια. Είχαμε 100% δημιουργικό έλεγχο πάνω σε αυτό που κάναμε. Εμείς πήγαμε στο στούντιο και στους χρηματοδότες του σεναρίου μας, όχι το αντίθετο. Ηταν μια επιλογή μας, όπως επιλογή μας ήταν οι άνθρωποι που τελικά το χρηματοδότησαν. Πήγαμε με εκείνους που σεβάστηκαν περισσότερο από άλλους το σενάριο και το όραμά μου και μας έδωσαν πλήρη δημιουργική ελευθερία. Κατά μία έννοια, η δουλειά μου σε αυτή την ταινία δεν είχε τεράστιες διαφορές από εκείνη στις προηγούμενες ταινίες μου, πέρα από την εμπλοκή ενός μεγάλου στούντιο, διότι ήταν μια παραγωγή ακριβότερη από τις προηγούμενες απλώς και μόνον επειδή ήταν ταινία εποχής».

Πώς θα χαρακτηρίζατε την υποδοχή που είχατε από τους χρηματοδότες για αυτή την ταινία συγκριτικά με εκείνη για προηγούμενες δουλειές σας;

«Οι παραγωγοί ήταν άνθρωποι με τους οποίους είχα ξαναδουλέψει στο παρελθόν, άρα και πάλι η σχέση υπήρχε ήδη. Οσο για τους χρηματοδότες, πήγαμε με τη Fox Searchlight στη Film4, εταιρείες με τις οποίες είχαμε ξανασυνεργαστεί. Στην πορεία προέκυψαν κι άλλοι άνθρωποι, διότι τους άρεσε το σενάριο και ο τρόπος δουλειάς μου και ήθελαν να με υποστηρίξουν. Αν δεν βρισκόμουν σε αυτό το καθεστώς, δεν θα μπορούσα να κάνω την ταινία. Αν οι άνθρωποι με τους οποίους συνεργαζόμουν έβλεπαν κάτι άλλο στη θέση της ταινίας που είχα στο μυαλό μου, θα ήταν αδύνατον να δουλέψω, διότι δεν θα μου παραχωρούσαν τη δημιουργική ελευθερία που ήθελα».

INFO : «Η ευνοούμενη» θα προβάλλεται στις ελληνικές αίθουσες από τις 7 Φεβρουαρίου.