Ηφασαρία που προκάλεσε η ψήφιση της Συµφωνίας των Πρεσπών από την ελληνική Βουλή απέδειξε για µία ακόµη φορά ότι τα πολιτικά κόµµατά µας έχουν ξεχάσει έναν σηµαντικό αριθµό ψηφοφόρων, οι οποίοι δεν ανήκουν σε αυτούς που βλέπουν παντού άσπρο ή µαύρο. Ολα έκαναν φιλότιµες προσπάθειες να πείσουν όσους είχαν σχηµατίσει γνώµη ότι η γνώµη τους είναι σωστή. Αλλά υπάρχουν κι άλλοι που ξεκάθαρη γνώµη δεν είχαν. Πρόκειται για πολίτες που παρακολούθησαν όσα συνέβησαν ελπίζοντας ότι θα καταλάβουν ποια είναι τα εθνικά κέρδη και ποιες µπορεί να είναι οι µεγάλες ζηµιές. Αναφέροµαι σε όσους αντιµετώπισαν το ζήτηµα χωρίς συναισθηµατική φόρτιση και χωρίς κάποια ιδεολογική ψύχωση. Ολοι αυτοί οι άνθρωποι – που είναι πολλοί – αγνοήθηκαν από όλους. Ισως γιατί το να τους προσεγγίσεις δεν είναι εύκολο. Εχουν ένα κακό: δεν τρέχουν πίσω από ντελάληδες και δεν τους αρέσει κανένα µαντρί. Χωρίς ωστόσο να είναι και αδιάφοροι ή να σιχαίνονται την πολιτική.
Οταν με τον ερχομό της κρίσης άρχισαν να ανεβαίνουν τα άκρα, το πολιτικό μας σύστημα πανικοβλήθηκε. Συνηθισμένοι να λένε στους ψηφοφόρους τους συνήθως αυτά που θέλουν να ακούν, οι πιο πολλοί από τους πολιτικούς μας κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι έχουν μπροστά τους ένα νέο είδος νεοέλληνα, που έχει προαποφασίσει για όλα προτού καν ακούσει τις όποιες απόψεις υπάρχουν για κάθε ζήτημα: το πρόβλημα άρχισε να γίνεται ακόμη μεγαλύτερο όταν έγινε γρήγορα κατανοητό ότι τα σύνορα της Αριστεράς με τη Δεξιά έγιναν δυσδιάκριτα. Αγανακτισμένοι ήταν κάποτε οι πάντες – ίσως και να εξακολουθούν να είναι. Πολλοί αισθάνονταν προδομένοι – ανεξάρτητα από τον ιδεολογικό χώρο προέλευσής τους. Οι δύσπιστοι, που δεν ήθελαν να ακούν τι έχουν οι πολιτικοί να τους πουν, ήταν χιλιάδες – μπορεί και εκατομμύρια. Ολοι αυτοί φώναζαν μάλιστα πολύ – μπορεί και περισσότερο από ποτέ. Οι πιο πολλοί από τους πολιτικούς μας αποφάσισαν να κάνουν αυτό που ξέρουν: να τους χτυπήσουν στοργικά την πλάτη και να ενώσουν τις φωνές τους μαζί τους, κατανοώντας τα παράπονά τους. Το χειρότερο; Υιοθέτησαν τον συγχυσμένο λόγο τους. Εκτοτε ό,τι δεν μπορούσε να τοποθετηθεί στα κουτάκια του παράλογου διχασμού άρχισε να είναι πρόβλημα: το μεγάλο κοινό ήταν αυτό που ανήκε στο «Οχι» ή στο «Ναι», στο «παλιό» ή στο «καινούργιο», στους «προσκυνημένους» ή στους «εξεγερμένους», στους «προδότες» ή στους «πατριδοκάπηλους». Είναι πάντα ευκολότερο να μοιράζεις τον κόσμο στα δύο και να κολακεύεις φανατισμούς. Αλλά δυστυχώς ή ευτυχώς υπάρχουμε κι εμείς οι υπόλοιποι που δεν ανήκουμε στους φανατικούς και δεν προσδοκούμε ένα συγκαταβατικό χτύπημα στην πλάτη, αλλά θέλουμε να ακούσουμε και να μάθουμε για να αποφασίσουμε. Υπάρχουμε, αλλά μας ξεχνούν όλοι.
Υπάρχουμε κι εμείς που σιχαινόμαστε τους διχασμούς και αρρωσταίνουμε με τις διαχωριστικές γραμμές. Υπάρχουμε κι εμείς που αγαπάμε την πατρίδα μας χωρίς να είμαστε εθνικιστές. Υπάρχουμε κι εμείς που πιστεύουμε ότι η Ελλάδα ανήκει στην Ευρώπη, αλλά ότι έχει κι ένα σωρό ιδιαιτερότητες τις οποίες καλό είναι να μην ξεχνάμε. Υπάρχουμε κι εμείς που καμαρώνουμε με τις επιτυχίες των ελλήνων αθλητών χωρίς να πιστεύουμε πως αυτές είναι αποτέλεσμα του ελληνικού DNA. Υπάρχουμε κι εμείς που δεν αγανακτούμε, αλλά σκεπτόμαστε, που δεν θέλουμε να ουρλιάζουμε, αλλά έχουμε αντιρρήσεις για πολλά, που δεν κατεβαίνουμε στις διαδηλώσεις, αλλά δεν σημαίνει πως θεωρούμε άχρηστη την κοινωνική διαμαρτυρία. Υπάρχουμε κι εμείς που συμπονούμε τους μετανάστες, αλλά θέλουμε να σέβονται τη χώρα που τους προσφέρει καταφύγιο. Υπάρχουμε κι εμείς που δεν τρέχουμε κάθε Κυριακή στις εκκλησίες, αλλά κάνουμε τον σταυρό μας. Υπάρχουμε κι εμείς που πληρώνουμε τους φόρους μας, αλλά νιώθουμε συγχρόνως και κορόιδα. Υπάρχουμε κι εμείς που δεν πιστεύουμε πως όλοι οι πολιτικοί είναι προδότες και ξεπουλημένοι, αλλά έχουμε τη βεβαιότητα πως με τα λάθη τους έκαναν μια κάποια ζημιά. Υπάρχουμε κι εμείς που καταλαβαίνουμε πως από τη στιγμή που Αμερικανοί και Ρώσοι αναγνώρισαν τα Σκόπια με το όνομα «Μακεδονία» ηττηθήκαμε διπλωματικά, αλλά δεν καταλαβαίνουμε και γιατί η Συμφωνία των Πρεσπών είναι λόγος για να βγούμε στους δρόμους να πανηγυρίζουμε.
Είμαστε λίγοι; Είμαστε πολλοί; Δεν το γνωρίζω, αλλά ξέρω πως υπάρχουμε. Είμαστε εμείς που μας αρέσουν και τα λαϊκά, αλλά και ο Φοίβος Δεληβοριάς. Που τιμάμε το παρελθόν, χωρίς απαραίτητα να το νοσταλγούμε. Που πιστεύουμε πως το μέλλον μπορεί να είναι καλύτερο, αλλά μας τρώει το τώρα. Που μπορεί να χορεύουμε ζεϊμπέκικα, αλλά τραγουδάμε και Σαββόπουλο. Που δεν κάναμε ποτέ ψυχανάλυση, αλλά έχουμε μεθύσει πολλά βράδια, γιατί ένα κορίτσι μάς παράτησε. Που είμαστε, λένε οι άλλοι, «σε γενικές γραμμές σοβαροί άνθρωποι», αλλά έχουμε κάνει κι ένα σωρό τρέλες. Που μεγαλώσαμε με τη στενοχώρια γιατί ο παππούς ταλαιπωρήθηκε στα ξερονήσια αλλά λέμε πάλι καλά που η Ελλάδα δεν έγινε λαϊκή δημοκρατία. Που καταλαβαίνουμε την ανάγκη για «κοινωνικό κράτος», αλλά δεν θέλουμε να πληρώνουμε όσους πληρώνονται γιατί κάποτε κολλούσαν αφίσες. Που δεν έχουμε κανένα πρόβλημα με τον Λάνθιμο, αλλά μας αρέσουν και οι ταινίες της Μarvel. Που γουστάρουμε λίγη πολυτέλεια, χωρίς να αισθανόμαστε την παραμικρή ενοχή ή την ανάγκη να απολογηθούμε. Που ψηφίζουμε πάντα, αλλά όχι για να τιμωρήσουμε: απλά το κάνουμε προσδοκώντας να μη μετανιώσουμε για την επιλογή μας.
Φταίει το γεγονός ότι δεν κάνουμε φασαρία για το ότι μας έχουν ξεχάσει όλοι; Μπορεί. Από την άλλη, πιστεύω πως με τον καιρό έχουμε αρχίσει να προκαλούμε αμηχανία στο πολιτικό μας σύστημα, το οποίο προτιμά τους ενταγμένους στα κομματικά μαντριά από όσους νιώθουν στενάχωρα με τους φανατισμούς και την ιδεολογική γκετοποίηση. Αδυνατώντας να κατανοήσουν το γούστο μας, απλώς δεν μας θέλουν: κάνουν ότι δεν υπάρχουμε. Υπάρχουμε όμως. Παρακολουθούμε όσα συμβαίνουν στη χώρα και δεν είμαστε ιδιαίτερα ευχαριστημένοι. Δηλώνουμε στις δημοσκοπήσεις «αναποφάσιστοι», αλλά αυτό έχει να κάνει κυρίως με το ότι αισθανόμαστε απογοήτευση. Δεν τσακωνόμαστε με τους φίλους μας «για τα πολιτικά», αλλά δεν σημαίνει και πως δεν τα παρακολουθούμε. Και μας ενοχλεί πολύ όταν μας συμπεριφέρονται σαν να μην υπάρχουμε. Διότι υπάρχουμε και, αργά ή γρήγορα, όποιος μας αγνοεί θα μας βρει και μπροστά του…