Το 2023 έκλεισε µε µια δυσάρεστη πρωτιά για τη χώρα µας. Από έρευνα της KΑΠΑ Research, η οποία πραγµατοποιήθηκε για λογαριασµό του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών (ΙΣΑ) και της Ελληνικής Εταιρείας Χηµειοθεραπείας, προέκυψε ότι η Ελλάδα είναι πρώτη στην Ευρώπη στην κατάχρηση αντιβιοτικών (και µάλιστα για 13η συνεχόµενη χρονιά), στη µικροβιακή αντοχή και στους θανάτους από ενδονοσοκοµειακές λοιµώξεις.
Επίσης, ότι ένας στους τέσσερις συµπολίτες µας φυλάσσει κάποιο αντιβιοτικό στο σπίτι για ώρα ανάγκης και ότι καταναλώνουµε δύο έως έξι φορές περισσότερα αντιβιοτικά από τους υπόλοιπους Ευρωπαίους. Στα θετικά – γιατί ευτυχώς υπάρχουν και αυτά – έχουµε ότι για πρώτη φορά ύστερα από δέκα χρόνια που διεξάγει αυτή την έρευνα η ίδια εταιρεία καταγράφεται µείωση της χρήσης στην Ελλάδα.
Ισως δηλαδή να µπορεί να αλλάξει σιγά-σιγά µια παγιωµένη αρνητική νοοτροπία δεκαετιών, αλλά έχουµε την πολυτέλεια του χρόνου; Ηδη στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας πολλοί ασθενείς υποκύπτουν όχι από τις νόσους για τις οποίες νοσηλεύτηκαν αρχικά, αλλά από λοιµώξεις που απέκτησαν µέσα στα νοσοκοµεία.
Από το 2017 µιλάµε για το επικείµενο «τέλος των αντιβιοτικών» καθώς τα ενδονοσοκοµειακά µικρόβια είναι ανθεκτικά στα φάρµακα. Με λίγα λόγια, αν συνεχίσουµε µε αυτούς τους ρυθµούς, σε λίγο καιρό ίσως να πεθαίνουµε από απλές µολύνσεις, χωρίς οι γιατροί να µπορούν να κάνουν πολλά για αυτό.
Ο δρ Κωνσταντίνος Μπέης, αναπληρωτής καθηγητής Δοµικής Βιολογίας στο Imperial College του Λονδίνου, στο τµήµα Επιστηµών Ζωής στη Σχολή Φυσικών Επιστηµών (απόφοιτος του St Andrews στη Σκωτία), ο οποίος είναι παράλληλα και ερευνητής µε πεδίο έρευνας την ανθεκτικότητα των βακτηρίων στα αντιβιοτικά (τα τελευταία χρόνια µελετά και την αντίσταση των καρκινικών κυττάρων του ήπατος στη χηµειοθεραπεία), αποτελεί τον καταλληλότερο για να µας κατατοπίσει σχετικά µε τους κινδύνους που ενέχει η αλόγιστη χρήση αντιβιοτικών, για το µέγεθος του προβλήµατος, για το πώς προσπαθεί η επιστηµονική κοινότητα να το αντιµετωπίσει, αλλά και για το πώς το εργαστήριό του χρησιµοποιεί την τεχνητή νοηµοσύνη για τη δηµιουργία αντιβιοτικών που ίσως να µας λύσουν τα χέρια.
Αν και ζείτε πολλά χρόνια στο Ηνωµένο Βασίλειο, µεγαλώσατε στην Ελλάδα. Γνωρίζετε για την κατάχρηση που κάνουν οι Ελληνες στα αντιβιοτικά;
Ναι, θυµάµαι και εγώ ως παιδί στην Ελλάδα, όποτε είχαµε κρύωµα, µας έδιναν οι γονείς µας αντιβίωση. Πηγαίναµε στο φαρµακείο, παίρναµε την αντιβίωση και µόλις αισθανόµασταν καλύτερα, τη σταµατούσαµε.
Και εδώ να τονίσω ότι είναι πολύ σηµαντικό να ολοκληρώνεται η θεραπεία που µας δίνει ο γιατρός. Γιατί, παρ’ όλο που µπορεί να αισθανθούµε αµέσως καλύτερα, δεν έχουν εξουδετερωθεί όλα τα βακτήρια, τα οποία παραµένουν στο σώµα µας, πολλαπλασιάζονται και µεταλλάσσονται για να αποκτήσουν αντίσταση στο φάρµακο που µόλις πήραµε. Οταν λοιπόν το ξαναχρειαστούµε, δεν θα είναι πλέον αποτελεσµατικό.
Αντιθέτως, στην Αγγλία, όπου ζω τα τελευταία 28 χρόνια, είναι πολύ δύσκολο να το κάνεις αυτό, γιατί θα πρέπει οπωσδήποτε να σου γράψει κάποιος γιατρός συνταγή. Να έχει δηλαδή αποκλείσει την ίωση και να έχει διαγνώσει µόλυνση από βακτήριο, οπότε εν συνεχεία να σου χορηγήσει την κατάλληλη θεραπεία. Υπάρχουν επίσης κάποια αντιβιοτικά τα οποία τα χρησιµοποιούν µόνο στα νοσοκοµεία, για να επιβραδύνουν τη δηµιουργία αντίστασης, η οποία αναπόφευκτα θα δηµιουργηθεί.
Εσάς η έρευνά σας στοχεύει ακριβώς σε αυτό, δηλαδή στην αντίσταση των µικροβίων στα αντιβιοτικά, ειδικά µέσα στα νοσοκοµεία. Πώς αποφασίσατε να ασχοληθείτε µε το αντικείµενο;
Αυτή ήταν η έρευνα που είχαµε κάνει το 2019. Ενας συνάδελφος είχε µάθει από φοιτητή του, που εργαζόταν σε Εντατική, ότι οι ασθενείς του πέθαιναν όχι από τις αρχικές ασθένειές τους, αλλά από ενδονοσοκοµειακές λοιµώξεις και δη από την Klebsiella pneumoniae (κλεµπσιέλλα της πνευµονίας) που προσέβαλλε τους πνεύµονες µέσω του αναπνευστήρα τους, και µου µετέφερε την πληροφορία. Θελήσαµε λοιπόν να βρούµε γιατί αυτά τα βακτήρια, µε ποιους µηχανισµούς δηλαδή, ανέχονται τα αντιβιοτικά. Τέσσερις µηχανισµούς βρήκαµε, αλλά δύο ήταν οι βασικοί.
Ο πρώτος, τον οποίο τον ξέραµε ήδη, είναι ότι το αντιβιοτικό περνάει µέσω των οπών που υπάρχουν στην επιφάνεια των βακτηρίων στο εσωτερικό τους, όπου βρίσκονται πρωτεΐνες, οι οποίες το καταστρέφουν.
Ο δεύτερος µηχανισµός λειτουργεί ως εξής: από αυτές τις οπές περνούν επίσης θρεπτικά συστατικά που χρειάζονται τα βακτήρια για να µεγαλώσουν και να πολλαπλασιαστούν. Ταυτόχρονα τα βακτήρια µεταλλάσσονται και µικραίνουν οι οπές, δυσκολεύοντας το αντιβιοτικό να περάσει. Αν όµως τα καταφέρει και εισχωρήσει, καταστρέφεται από τις εσωτερικές πρωτεΐνες. Οπότε αυτοί οι δύο µηχανισµοί µπορούν να λειτουργήσουν και σε συνδυασµό.
Γιατί το πρόβληµα είναι ιδιαιτέρως έντονο στα νοσοκοµεία;
Ειδικά στις Εντατικές εστιάζεται το πρόβληµα, από τη µια λόγω του εξασθενηµένου ανοσοποιητικού των ασθενών και από την άλλη εξαιτίας του βιοφίλµ. Τα βακτήρια έχουν την ικανότητα να ενώνονται µεταξύ τους και να κολλάνε πάνω σε όλες τις επιφάνειες δηµιουργώντας µια µεµβράνη, το λεγόµενο βιοφίλµ, το οποίο αποτελείται κυρίως από πολυσακχαρίτες καθώς και από χρωστικές, λιπίδια και πρωτεΐνες.
Αυτό το βιοφίλµ είναι πολύ ανθεκτικό και πυκνό. Αν µπορέσουµε να το καταστρέψουµε – και υπάρχει αρκετή έρευνα γύρω από αυτό -, µετά θα µπορέσουµε να εξουδετερώσουµε τα βακτήρια πιο εύκολα, γιατί θα χρειαζόµαστε λιγότερο αντιβιοτικό. Μέχρι στιγµής δεν υπάρχει κάποιο φάρµακο που να µπορεί να το κάνει αυτό.
Η λύση είναι να φτιάξουµε άλλα αντιβιοτικά;
Οι εταιρείες δεν επενδύουν χρήµατα σε αυτό γιατί γνωρίζουν και εκείνες πολύ καλά αυτό που ξέρουµε όλοι µας στην ευρύτερη ιατρική κοινότητα, ότι όποιο αντιβιοτικό και να δηµιουργήσεις, θα αναπτυχθεί αντίσταση. Στο διδακτορικό µου, για παράδειγµα, µελετούσα ασθενή µε κίρρωση του ήπατος, ο οποίος έπαθε και λοίµωξη στο ίδιο όργανο.
Πήρε αντιβίωση, απέκτησε ανθεκτικότητα, του χορηγήθηκε δεύτερη, στην οποία επίσης έγινε ανθεκτικός, αλλά απέκτησε πάλι ευαισθησία στην πρώτη. Με την ανθεκτικότητα σε τρίτο αντιβιοτικό επέστρεψε η ευαισθησία του στο δεύτερο. Τα βακτήρια µεταλλάσσονταν σε απίστευτα γοργούς ρυθµούς.
Οπότε ποια είναι η λύση;
Αυτή τη στιγµή ερευνούµε κυρίως τον µηχανισµό των βακτηρίων για να δούµε αν µπορούµε να λειτουργήσουµε διαφορετικά, χτυπώντας, για παράδειγµα, τα βακτήρια την ώρα που µεταφέρονται τα γονίδια από το ένα στο άλλο (ο τρόπος που αποκτούν αντίσταση είναι όταν ένα ανθεκτικό βακτήριο µεταφέρει γονίδιά του σε ένα µη ανθεκτικό), είτε να φτιάξουµε αντισώµατα ή αντιβιοτικά νέας γενιάς που να µη χρειάζεται να περάσουν µέσα στο βακτήριο.
Επίσης, παρ’ όλο που δεν υπάρχουν επενδύσεις σε αυτό, δεν σταµατάµε στην ακαδηµαϊκή κοινότητα να φτιάχνουµε αντιβιοτικά, γιατί δεν µπορούµε να αφήσουµε τον κόσµο ακάλυπτο, αλλά προσπαθούµε µε νέες τεχνολογίες, και ειδικά µε την τεχνητή νοηµοσύνη, αυτά να είναι πολύ βελτιωµένα.
Χρησιµοποιείτε και εσείς την τεχνητή νοηµοσύνη στο εργαστήριό σας;
Ναι, γιατί µπορούµε µε αυτόν τον τρόπο να δούµε πολύ περισσότερα φάρµακα τα οποία θα µπορούσαν να «κολλήσουν» σε µια πρωτεΐνη και να την εξουδετερώσουν. Αυτό το κάνουµε στο εργαστήριο και λειτουργεί, αλλά χρειάζεται αρκετή δουλειά για να γίνει καλύτερο.
Βλέπουµε ότι µπορούµε σε δύο εβδοµάδες να δούµε γύρω στα 120 εκατοµµύρια µόρια που θα µπορούσαν να είναι αποτελεσµατικά και το σύστηµα το µαθαίνει αυτό από µόνο του. Εµείς για την ίδια δουλειά θα χρειαζόµασταν πολύ περισσότερο χρόνο, θα είχαµε πολλά αποτελέσµατα που δεν θα τα βλέπαµε γιατί θα έπρεπε να δώσουµε πολλές πληροφορίες, ενώ τώρα το σύστηµα δουλεύει από µόνο του και εσύ απλώς επαληθεύεις.
Και κάθε φορά που του δίνεις µια πληροφορία γίνεται καλύτερο. Προσπαθούµε να δούµε, λοιπόν, µήπως µε τη νέα τεχνολογία βρούµε κάποια φάρµακα που να καθυστερούν τη δηµιουργία αντίστασης. Δεν µπορούµε να είµαστε ακάλυπτοι απέναντι στις λοιµώξεις και οπωσδήποτε πρέπει να έχουµε αντιβιοτικά που να δίνονται µόνο σε νοσοκοµεία, όταν δεν υπάρχει άλλη επιλογή, όταν δηλαδή δεν έχεις άλλα αντιβιοτικά. Πολλές είναι οι εταιρείες που ασχολούνται µε την τεχνητή νοηµοσύνη για την ανάπτυξη φαρµάκων γιατί µπορεί να κάνει πολλά πράγµατα πολύ γρήγορα.
Από τα τρόφιµα, και ειδικά τα κρέατα και τα ψάρια, µπορούµε να αποκτήσουµε αντίσταση στα αντιβιοτικά;
Μπορούµε, αλλά όχι από την κατανάλωσή τους. Τα αντιβιοτικά αν υπάρχουν µέσα στο κρέας συνήθως καταστρέφονται από τη θερµότητα µόλις µαγειρευτούν. Το πρόβληµα είναι ότι αποβάλλονται από τον οργανισµό των ζώων και µέσω των λυµάτων καταλήγουν στα λαχανικά, στα ποτάµια, στις λίµνες, στο χώµα, στο γρασίδι κ.α. Οταν κολυµπάµε ή ακουµπάµε σε µια βόλτα µας το γρασίδι, για παράδειγµα, µπορεί να µεταφέρουµε ένα ανθεκτικό βακτήριο.
Κάνετε παράλληλα έρευνα και για τον καρκίνο του ήπατος. Πείτε µας λίγα πράγµατα για αυτό.
Θέλουµε να δούµε µε ποιον µηχανισµό είναι ανθεκτικά τα καρκινικά κύτταρα του ήπατος στη χηµειοθεραπεία. Ο καρκίνος του ήπατος δεν ανταποκρίνεται τόσο καλά όσο άλλοι καρκίνοι στη χηµειοθεραπεία.
Ο λόγος είναι επειδή τα κύτταρα του συκωτιού έχουν κάποιες πρωτεΐνες που αποβάλλουν τις τοξίνες. Το ίδιο και τα καρκινικά κύτταρα αντιµετωπίζουν τη χηµειοθεραπεία ως τοξίνη. Θέλουµε να καταλάβουµε γιατί και πώς γίνεται αυτό.
Πόσο κοντά είµαστε στη θεραπεία του καρκίνου;
Υπάρχουν κάποιες δυσκολίες. Υπάρχουν πολλές νέες τεχνολογίες πέρα από τη χηµειοθεραπεία για την καταπολέµηση και τη θεραπεία του καρκίνου. H γονιδιακή θεραπεία είναι αποτελεσµατική, αλλά ακόµη πολύ ακριβή.
Ισως στα επόµενα 20 χρόνια να γίνει πιο φθηνή και µε καλύτερη τεχνολογία. Το CAR T-cell therapy έχει το µισό κόστος, αν και πάλι πανάκριβο, ενώ το CRISPR, το λεγόµενο «γονιδιακό ψαλίδι», είναι µια τεχνολογία που θα µας δώσει νέες θεραπείες.
Οπότε, για να επανέλθουµε στο θέµα µας, από ό,τι καταλαβαίνω δεν υπάρχουν και πολλά πράγµατα που µπορούµε να κάνουµε πλέον για την αντίσταση στα αντιβιοτικά.
Μόνο να µην τα παίρνουµε χωρίς συνταγή γιατρού, να ολοκληρώνουµε οπωσδήποτε τη θεραπεία, ακόµη και αν αισθανόµαστε καλύτερα, και αν δεν είναι απαραίτητο να µην πηγαίνουµε στα νοσοκοµεία, γιατί έτσι µεταφέρουµε µικρόβια, όσο και να πλένουµε τα χέρια µας, όση απολύµανση και να κάνουµε. Είµαστε όλοι φορείς µικροβίων.