Εάν ένα επίθετο χαρακτηρίζει τον Διονύση Παναγιωτάκη, αυτό είναι το «πολυδιάστατος», με το επιχειρηματικό του portfolio να ξεκινά από τις θεατρικές και τηλεοπτικές παραγωγές και να εκτείνεται ως τον χώρο των media. Αυτοδημιούργητος, δεν μοιάζει να είδε ποτέ το «επιχειρείν» ως στείρα νούμερα.
«Ο παραγωγός, κάπου κρυμμένος μέσα στο θέατρο, έχει την ίδια χαρά στο χειροκρότημα με τον ηθοποιό που βρίσκεται πάνω στη σκηνή και έχει διπλή χαρά όταν υπάρχει εισπρακτική επιτυχία και τριπλή πίκρα όταν μια παράσταση δεν κόβει εισιτήρια» θα πει κάποια στιγμή σε μια αποστροφή του λόγου του.
Γι’ αυτό όσοι τον γνωρίζουν καλά μιλούν για έναν άνθρωπο με όραμα.
Κύριε Παναγιωτάκη, σπουδάσατε marketing. Πώς βρεθήκατε στον χώρο αρχικά των τηλεοπτικών και αργότερα των θεατρικών παραγωγών;
Ήταν ένας συνδυασμός συγκυριών. Ολα ξεκίνησαν το 1989, όταν δίνονταν οι άδειες για την ιδιωτική τηλεόραση. Τότε γνώρισα σημαντικούς και εμπνευσμένους ανθρώπους που έκαναν παραγωγές και μεταπήδησαν από την παραγωγή βιντεοκασετών και προγραμμάτων της ΕΡΤ στην ιδιωτική τηλεόραση.
Θυμίζω τον Νοέμβριο του ’89 ξεκίνησε τη λειτουργία του το Μega και παραμονή Πρωτοχρονιάς του 1990 ο ΑΝΤ1. Εκείνη την περίοδο άρχισα επιτυχημένες συνεργασίες, η μία δουλειά έφερε την άλλη και το 2002 είχα ήδη μεγάλη διαδρομή στις τηλεοπτικές παραγωγές.
Ο στενός μου συνεργάτης, ο Τάσος Παπανδρέου, μου άνοιξε την πόρτα του θεάτρου. Ο Τάσος, πέρα από καλός μου φίλος, είναι για εμένα και μεγάλος δάσκαλος.
Το επάγγελμα του τηλεοπτικού παραγωγού αλλά και του θεατρικού επιχειρηματία ενέχει μεγαλύτερα ρίσκα σε σχέση μάλλον με οποιονδήποτε άλλον κλάδο του επιχειρείν. Γιατί σας γοητεύει τόσο;
Η παραγωγή και η δημιουργία θεαμάτων μού ασκούν μια ιδιαίτερη γοητεία. Είναι ωραίο συναίσθημα να στήνεις μια τηλεοπτική σειρά από το μηδέν. Στην αρχή πρέπει να εμπνεύσεις και να ενώσεις τους συντελεστές, ώστε να μπορούν να λειτουργούν ως ομάδα.
Επίσης, είναι σημαντικό να υπάρχει καλή συνεργασία με το κανάλι όπου προβάλλεται η σειρά. Δεν έχουν πάντα σημασία τα νούμερα τηλεθέασης, αν θέλεις να έχεις διάρκεια στο επάγγελμά σου.
Ο πρώτος στόχος είναι ο τηλεθεατής να εκτιμά το αποτέλεσμα που φέρει την υπογραφή σου. Οι θεατρικές παραγωγές, τώρα, είναι μια προσωπική επένδυση του παραγωγού σε καλλιτέχνες, σε αντίθεση με τις τηλεοπτικές, όπου το ρίσκο μοιράζεται μεταξύ του παραγωγού και του καναλιού. Γενικά πάντως δεν έχω γνωρίσει παραγωγό που να μην έχει καλλιτεχνικό όραμα.
Τα Αθηναϊκά Θέατρα διαχειρίζονται συνολικά εννέα θέατρα (Αλίκη, Μικρό Παλλάς, Δημήτρης Χορν, Λαμπέτη, Εμπορικόν, Αποθήκη, Μικρό Χορν, Πειραιώς 131, Ηβη). Θέλετε το κάθε θέατρο να διαμορφώνει τον δικό του χαρακτήρα ή έχετε ένα ενιαίο όραμα για όλα;
Τα Αθηναϊκά Θέατρα διαχειρίζονται αυτή τη στιγμή εννέα χειμερινά θέατρα και ένα καλοκαιρινό. Ετοιμάζουμε ακόμη το 2025 να ανοίξουμε τη Μέδουσα στην Πλάκα, εκεί όπου μεγαλούργησε ο Γιώργος Μαρίνος, ως έναν μουσικό-θεατρικό χώρο.
Την ίδια στιγμή, από εφέτος ξεκινάμε μια συνεργασία με το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά για να ανεβάσουμε παραγωγές – θεατρικές και μουσικές. Επιπλέον δημιουργούμε και ένα καινούργιο θέατρο, το οποίο θα είναι έτοιμο στις αρχές του 2026.
Κάθε χώρος μας έχει τον δικό του χαρακτήρα και το ρεπερτόριο που ανεβάζουμε φέρει μια συνέπεια. Ο στόχος μας είναι να καλύπτουμε ένα ευρύ φάσμα θεαμάτων που να αντικατοπτρίζουν τον διαφορετικό κόσμο στον οποίο ζούμε, πάντα με σεβασμό στο κοινό, και να αναγνωριζόμαστε όχι μόνο για την ποιότητα των παραγωγών αλλά και για τη δέσμευσή μας προς τους θεατές, παρέχοντας μια ποιότητα φιλοξενίας και δημιουργώντας τελικά μια εταιρεία που εκτιμά τη συνεργασία, τη διαφορετικότητα και την καινοτομία.
Ποια είναι τα κριτήρια με τα οποία αποφασίζετε το ρεπερτόριο των Αθηναϊκών Θεάτρων κάθε χρόνο; Παίρνετε εσείς τις αποφάσεις ή εμπιστεύεστε κυρίως το ένστικτο των καλλιτεχνών;
Την τελική απόφαση μέχρι τώρα τη λάμβανα εγώ. Από εφέτος τις αποφάσεις τις λαμβάνουμε δύο: εγώ και η Κατερίνα Παναγιωτάκη – η κόρη μου –, που έχει αναλάβει τη γενική διεύθυνση των Αθηναϊκών Θεάτρων.
Έχουμε σταθερές συνεργασίες που θέλουμε να συνεχίσουμε να στηρίζουμε και την ίδια στιγμή ψάχνουμε διαρκώς για νέες προτάσεις, αναζητούμε έργα, νέους συντελεστές και θέλουμε να δίνουμε ευκαιρίες.
Πέρα από τα μόνιμα στελέχη της εταιρείας που ασχολούνται με τα καλλιτεχνικά, θέλω να ρωτάω και να μαθαίνω τη γνώμη όλων. Ολοι είμαστε εν δυνάμει θεατές. Επενδύω, θα έλεγα, σε θετικούς και καλούς συνεργάτες. Μέσα από την εμπειρία μου έχω καταλάβει πως ο καλός άνθρωπος είναι και καλός συνεργάτης.
Δώστε μας το στίγμα του εφετινού προγραμματισμού. Τι θα δούμε;
Έχουμε παραστάσεις που έχουν στηθεί πάνω σε μια κλασική προσέγγιση, αλλά έχουμε και ανατρεπτικές. Δεν θέλω συγκεκριμένα να αναφέρω κάποια παράσταση για να μην αδικήσω κάποια άλλη.
‘Εχω εμπιστοσύνη στον Σταμάτη Φασουλή, στον Γιάννη Κακλέα, στον Νικορέστη Χανιωτάκη, στη Νικαίτη Κοντούρη, στον Γιώργο Παπαγεωργίου, στη Φρόσω Λύτρα, στον Γιώργο Παλούμπη, στην Κίρκη Καραλή, στον Βασίλη Κατσικονούρη, στον Ερρίκο Λίτση, στον Ευδόκιμο Τσολακίδη και βέβαια στους Ρέππα – Παπαθανασίου.
Είναι οι σκηνοθέτες πίσω από τις παραστάσεις που θα δείτε στα Αθηναϊκά Θέατρα αυτή τη σεζόν.
Σε αντίθεση με το τηλεοπτικό τοπίο, τα Αθηναϊκά Θέατρα επενδύουν και εφέτος πολύ στην κωμωδία. Γιατί θεωρείται ότι υπάρχει αυτή η αντίθεση μεταξύ τηλεόρασης και θεάτρου;
Η κωμωδία είναι το πιο δύσκολο είδος. Η αφήγηση μιας αστείας ιστορίας αντέχει για περιορισμένη διάρκεια, για παράδειγμα 120 λεπτά, άρα στο θέατρο μπορείς να διηγηθείς κάτι με αρχή, μέση, τέλος μέσα σε δύο ώρες.
Στην τηλεόραση, τώρα, δεν είναι εύκολο να γεννάς συνεχώς ιδέες που να κρατούν για πολλά επεισόδια. Πραγματικά, δεν γράφονται τόσο εύκολα κωμωδίες για την τηλεόραση. Επιπλέον, στο θέατρο μπορείς να επαναλάβεις κάποιο έργο που έχει γνωρίσει επιτυχία και έχει ανέβει στο παρελθόν.
Για παράδειγμα, το έργο «Μπαμπάδες με ρούμι» των Ρέππα – Παπαθανασίου ανέβηκε για πρώτη φορά στο θέατρο Βέμπο πριν από πολλά χρόνια. Το 2022 παίχθηκε ξανά στο θέατρο Αλίκη γνωρίζοντας μια απίστευτη επιτυχία. Συνεχίζουμε εφέτος για τρίτη χρονιά.
Το νεοελληνικό έργο δεσπόζει στο ρεπερτόριό σας μέσα από κείμενα των Παπαθανασίου – Ρέππα, από το μιούζικαλ-κωμωδία των Αθερίδου – Καραμουρατίδη, αλλά και έργα του Τσίρου, του Χατζηγιαννίδη, του Κατσικονούρη, της Κιτσοπούλου. Πρόκειται για μια στρατηγική επιλογή;
Εδώ και δύο χρόνια έχουμε αποφασίσει να επενδύουμε σε περισσότερα ελληνικά έργα. Αυτή τη σεζόν το καταφέραμε και πραγματικά ανεβάζουμε παραστάσεις με έργα σημαντικών δημιουργών.
Φέρνουμε στη σκηνή και την κωμωδία των Σακελλάριου – Γιαννακόπουλου «Η Δεξιά, η Αριστερά και ο κυρ-Παντελής» σε σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή, αλλά και πιο σύγχρονους συγγραφείς, όπως ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης και ο Γιάννης Τσίρος, όπως προείπατε, με νέα τους έργα μάλιστα.
Υπάρχουν σταθεροί καλλιτεχνικοί συνεργάτες όλα αυτά τα χρόνια για τα Αθηναϊκά Θέατρα;
Ναι, έχουμε σταθερές συνεργασίες, αλλά είμαστε ανοιχτοί σε προτάσεις. Θέλω να ακούω τα πάντα και να βλέπω τα πάντα. Υστερα από τόσα χρόνια, όλοι γνωριζόμαστε μεταξύ μας.
Χαίρομαι ιδιαίτερα γιατί στο θέατρο Ηβη ανεβάζουμε ένα νέο, ελληνικό μιούζικαλ που έχει γράψει η πολύ ταλαντούχα Φωτεινή Αθερίδου, με τη μουσική του Θέμη Καραμουρατίδη. Είναι μια φρέσκια πρόταση, φτιαγμένη από τον Γιάννη Κακλέα, και πιστεύω ότι θα αρέσει πολύ.
Σας ανησυχεί ο μεγάλος αριθμός των παραστάσεων που θα παίζονται στα θέατρα της Αθήνας και αυτή τη σεζόν; Μπορεί να τις αντέξει η αγορά;
Το κακό είναι ότι δεν ανεβαίνουν όλες σε σωστούς χώρους, όπου τηρούνται οι κανόνες ασφαλείας αλλά και οι κανόνες εργασιακών σχέσεων. Αυτό φέρνει το φαινόμενο να έχουμε παραστάσεις για ενηλίκους με εισιτήριο 7 ευρώ και παιδικές παραστάσεις με εισιτήριο 3 ευρώ, χωρίς φορολογικά παραστατικά κ.λπ.
Το ότι κάποιος θέλει να είναι ηθοποιός ή σκηνοθέτης δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να τηρεί τη νομοθεσία.
Αυτό είναι το μεγάλο θέμα στο θέατρο: η μη τήρηση της νομιμότητας, που έχει ως αποτέλεσμα να εκμεταλλεύονται κάποιοι τα όνειρα των νέων καλλιτεχνών. Πιστεύω ότι η αγορά ρυθμίζεται από μόνη της, αρκεί να τηρούνται φορολογικοί και ασφαλιστικοί κανόνες. Ετσι, θα έχουμε λιγότερες και πιο αξιόλογες παραστάσεις. Στην Ελλάδα εν γένει έχουμε καλό θέατρο.
Είστε πρόεδρος της Ενωσης Θεατρικών Παραγωγών (ΕΝΘΕΠΑ). Σε ποιον βαθμό αισθάνεστε δίπλα σας το υπουργείο Πολιτισμού;
Την εποχή της πανδημίας η κυβέρνηση και το υπουργείο Πολιτισμού μάς στήριξαν σε πολύ μεγάλο βαθμό. Τα θέατρα θα έκλειναν όλα χωρίς καμία εξαίρεση. Με τα μέτρα στήριξης αντέξαμε και κρατηθήκαμε. Η ΕΝΘΕΠΑ βρίσκει ανοιχτές πόρτες στο υπουργείο Πολιτισμού.
Ένα πρόβλημα, νομίζω, υπάρχει με το υπουργείο και είναι ο τρόπος που δίνονται οι επιχορηγήσεις στις ΑμΚΕ (Αστικές μη Κερδοσκοπικές Εταιρείες). Είναι ένα καθεστώς που ως ένωση μας βρίσκει αντίθετους και σχεδιάζουμε το επόμενο διάστημα να επιμείνουμε με προτάσεις ώστε να αλλάξει η διαδικασία.
Υπάρχει μια ασάφεια και ένα σύστημα χρηματοδοτήσεων που κατά τη γνώμη μου είναι διαβλητό και δεν δίνει καμία ουσιαστική βοήθεια για να αναπτυχθεί το ελληνικό θέατρο. Συγκεκριμένοι άνθρωποι παίρνουν χρήματα και κοροϊδεύουν πίσω από εταιρικά σχήματα ΑμΚΕ.
Αυτό γίνεται εδώ και πολλά χρόνια, με κάθε κυβέρνηση και με κάθε υπουργό Πολιτισμού. Σίγουρα πρέπει να βοηθούνται οι νέοι δημιουργοί και να στηρίζονται παραστάσεις και οργανισμοί που δεν έχουν τη δυνατότητα να κάνουν τις παραγωγές τους. Δίνονται όμως χρήματα και δεν γίνεται καμία απόδοση πού πήγαν και πώς χρησιμοποιήθηκαν. Είναι μεγάλη ιστορία, που θα διεκδικήσουμε να αλλάξει.
Είστε από τους παραγωγούς που στηρίξατε και υπογράψατε τη συλλογική σύμβαση στα θέατρα, την οποία προωθούσε το ΣΕΗ. Γιατί πήρατε αυτή την απόφαση;
Πήρα την απόφαση να βάλουμε ένα τέλος στην αδήλωτη εργασία και στην εκμετάλλευση των καλλιτεχνών. Πρέπει να γνωρίζετε ότι μια επιχείρηση για να επιβιώσει επιθυμεί ένα περιβάλλον που να λειτουργούν κανόνες για όλους. Με αδήλωτη εργασία και άναρχο εργασιακό περιβάλλον, δουλειά δεν γίνεται.
Πραγματοποιούνται παραγωγές και οι ηθοποιοί μοιράζονται τις ελάχιστες εισπράξεις, χωρίς κανένα ένσημο. Κάνουν πρόβες και δεν πληρώνονται, δεν ασφαλίζονται. Ο ηθοποιός το λιγότερο δύο φορές τον χρόνο ψάχνει για δουλειά. Τουλάχιστον ας έχει ασφάλεια και αύριο μια σύνταξη.
Οι πρώτοι που θέλουμε να εφαρμοστεί στα θέατρα η συλλογική σύμβαση με το ΣΕΗ είμαστε οι θεατρικοί παραγωγοί. Αν πραγματικά ήθελε η πλειονότητα των ηθοποιών να υπογραφεί και να εφαρμοστεί η συλλογική σύμβαση, θα είχε γίνει. Οι ίδιοι οι ηθοποιοί το σαμποτάρουν.
Μετά την επιτυχημένη πορεία του Action, είστε πλέον επικεφαλής του Οne. Ποια είναι η φιλοσοφία του;
Τα περιφερειακά κανάλια πρέπει να έχουν ξεκάθαρο στίγμα. Αυτό προσπαθούμε όλοι μαζί η ομάδα παραγωγής και οι δημοσιογράφοι του One. Δεν μπορούμε να μοιάσουμε στα πανελλαδικά κανάλια.
Το One δεν έχει στόχο να κυνηγήσει να βγάλει πρώτο την είδηση. Εμείς θέλουμε να αναλύουμε την είδηση, το κάθε γεγονός που προβάλλουμε στους τηλεθεατές. Δείχνουμε τις προεκτάσεις και τις επιπτώσεις που μπορεί να υπάρχουν, ασκούμε κριτική χωρίς παρωπίδες, κάνουμε ρεπορτάζ. Το κανάλι έχει τρεις άξονες: Αγορά – Κοινωνία – Πολιτισμός.
Όλα τα θέματα πολιτικής πρέπει να τα κάνουμε κατανοητά χωρίς προκαταλήψεις, να υποστηρίζουμε τα δικαιώματα για έναν ελεύθερο πολίτη. Προβάλλουμε την κουλτούρα και τον πολιτισμό που μας αξίζει, χωρίς κιτρινισμούς.
Στο Οne δεν θα δείτε να αναπαράγονται θέματα κουτσομπολιού, αυτό μπορούν να το δουν οι θεατές κάπου αλλού. Το κοινό αυτό το εκτιμά και γι’ αυτό κάθε ημέρα χαίρομαι βλέποντας το πρωί τα νούμερα τηλεθέασης.
Το σχέδιά μας για τα επόμενα δύο χρόνια είναι να κάνουμε το κανάλι πιο διαδραστικό, εφαρμόζοντας νέες τεχνολογίες, ώστε να υπάρχει συνεχής επαφή και επικοινωνία κάθε λεπτό μέσα στο πρόγραμμα με τον τηλεθεατή.
Η τηλεόραση σε τρία χρόνια στην Ελλάδα θα είναι αλλιώς. Η τεχνολογία «τρέχει» και ένα κανάλι για να υπάρχει στη νέα γενιά τηλεόρασης πρέπει συνεχώς να εκσυγχρονίζεται. Αυτό κάνουμε στο Οne.