Ενα πρόσφατο πάρε-δώσε µε το Ελληνικό Δηµόσιο επιβεβαίωσε πόσο καλά έκανα που κρατιόµουν µακριά του. Ευτυχώς ξεµπέρδεψα σχετικά γρήγορα – µε τις αναπόφευκτες βέβαια κωλυσιεργίες και έχοντας αντιµετωπίσει αδιάφορες και αγενείς συµπεριφορές. Πίσω στο σπίτι, ακόµα εκνευρισµένος, αλλά και ανακουφισµένος, το έριξα στο (χαλαρωτικό και θεραπευτικό) διάβασµα. Ανακαλύπτοντας, µεταξύ άλλων, έτσι όπως ξεφύλλιζα διαδικτυακά τα τεύχη του ιστορικού περιοδικού «Θέατρο», ένα κείµενο που µίλησε στην καρδιά µου. Πρόκειται για µια µαρτυρία της ηθοποιού Μαρίας Αλκαίου για τον µαέστρο Δηµήτρη Μητρόπουλο, στενό οικογενειακό φίλο της, την οποία είχε καταγράψει το 1977 ο Γιώργος Λεωτσάκος. Σας µεταφέρω ένα απόσπασµα: «Ακούµπησε το χέρι του πάνω στο µάρµαρο και στο χέρι του το κεφάλι του. Του λέει η µάνα µου: «Δηµητράκη, µην ακουµπάς το χέρι σου στο µάρµαρο, θα κρυώσει, και τα χέρια σου µας χρειάζονται». Και πήρε µια πετσέτα χνουδωτή η µάνα, που είχε εκεί, και του σήκωσε το χέρι, του ‘βαλε την πετσέτα κι ακούµπησε. (…) Εκείνος πήρε τα χέρια της, της τα φίλησε της µάνας µου και βουρκώσανε τα µάτια του. «Τι έπαθες;» του λέει η µάνα µου. «Τι είναι αυτό το πράγµα, τι συµβαίνει;». Της λέει: «Είµαι πάρα πολύ στεναχωρηµένος και αυτή η κίνηση που κάνατε τώρα, να µου πείτε ότι τα χέρια µου χρειάζονται, µε έκανε να χαλαρώσω, να φύγουνε τα δάκρυα που κράταγα τόσες ώρες. (…) Ε, να, είχα πρόβα µε την ορχήστρα και σε κάποια στιγµή µένανε πέντε σελίδες για να τελειώσουµε το κοµµάτι. Και την ώρα που διηύθυνα, που ήµουνα συνεπαρµένος, που είχα δοθεί σε αυτό το πράγµα, στην πρόβα που κάναµε, ένας από τους µουσικούς βγάζει το ρολόι του και µου λέει: «Κύριε Μητρόπουλε, ώρα να τελειώσουµε!». Γιατί είχανε ορίσει ώρες προβών από τις 10 ως τις 12.30, ξέρω ‘γω, ας πούµε, δε θυµάµαι ακριβώς τώρα τι ώρα. Και είχε φτάσει η ώρα που τελείωνε η πρόβα. Μένανε πέντε σελίδες, πέντε σελίδες για να τελειώσω, και εκείνος έβγαλε το ρολόι του και µου είπε «τελείωσε η ώρα». Με κλάµατα, θυµάµαι ότι τρέχανε τα µάτια του δάκρυα. Ακούµπησε πάνω στο στήθος της µάνας µου το κεφάλι του και της λέει: «Θα φύγω κυρία Σαπφώ, θα φύγω, δε µπορώ πια. Οι έλληνες µουσικοί δεν είναι µουσικοί, είναι υπάλληλοι! Πρέπει να φύγω για να κάνω τη δουλειά που αγαπάω». Και έφυγε! (…) Αυτό το άκουσε η µάνα µου κι εγώ. Κι εκείνος που τα είπε. Κανείς άλλος. Δεν υπήρχε άλλος µάρτυρας. Και τα δέντρα του κήπου του σπιτιού µου». Ιδού άλλη µια επιβεβαίωση της διαχρονικής σαθρότητας του συστήµατος – πάντα, βεβαίως, υπάρχουν και οι εξαιρέσεις. Της δηµοσιοϋπαλληλικής νοοτροπίας, η οποία δεν έχει ριζώσει µόνο στις δηµόσιες υπηρεσίες. Και στον χώρο της κλασικής µουσικής ταλαιπώρησε και οδήγησε στον µαρασµό πολλούς ταλαντούχους ανθρώπους. Και καθήλωσε τις ελληνικές ορχήστρες σε µια µίζερη κουλτούρα ιδρυµατισµού, αποκλείοντάς τους τον δρόµο προς την εξέλιξη. Κατά τα άλλα, είµαστε υπερήφανοι ως Ελληνες που γεννήσαµε Μητρόπουλους. Και που τους διώξαµε;
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.