Δ. Παπαδημητρίου: Κάθε έργο σου είναι σαν ένα απόσταγμα της ζωής σου

Ο πολυγραφότατος συνθέτης μοιράζεται μαζί μας σκέψεις του για τη μουσική με αφορμή την επερχόμενη συναυλία του στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.

Δ. Παπαδημητρίου: Κάθε έργο σου είναι σαν ένα απόσταγμα της ζωής σου

Δημιουργός ευαίσθητος, ανήσυχος και πολυσχιδής, ο Δημήτρης Παπαδημητρίου χαρακτηρίζεται και από την τόλμη με την οποία καταπιάνεται με διαφορετικά είδη και στυλ, από το τραγούδι και τη μουσική για την τηλεόραση και τον κινηματογράφο, έως τις μεγάλες συμφωνικές συνθέσεις.

«Σημασία έχει να είσαι αληθινός και ειλικρινής, να μην έχει ψέμα και επιτήδευση αυτό που κάνεις» λέει ο ίδιος: «Ετσι κι εγώ μέσα από τη μουσική μου, όποια και αν είναι αυτή, είτε τραγούδι είτε μουσική δωματίου είτε ένα συμφωνικό έργο, απευθύνομαι σε όλους, παραμένοντας ο ίδιος, ένας άνθρωπος που προσπαθεί να εξελίσσεται και να κάνει το καλύτερο στην πορεία της ζωής του».

Μια πορεία που τον φέρνει για άλλη μια φορά στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών: Στις 22 Φεβρουαρίου η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών θα ερμηνεύσει το έργο του Δημήτρη Παπαδημητρίου Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα, με σολίστ τον σπουδαίο βιολονίστα Γιούλιαν Ράχλιν και μαέστρο τον Γιώργο Μπαλατσινό. Την ίδια βραδιά θα παρουσιαστεί σε παγκόσμια πρώτη και ένα νέο συμφωνικό έργο του συνθέτη.

Οπότε μιλάμε για ένα πρόγραμμα αμιγώς συμφωνικό, με έργα σας παλαιότερα αλλά και καινούργια. Πώς έγινε η επιλογή;

«Στην πραγματικότητα είναι την ίδια στιγμή έργα και παλαιότερα και καινούργια (σ.σ.: γελάει). Ξέρετε, η διαδικασία της δημιουργίας όπου κάθε έργο το πιάνεις, το αφήνεις, το ξαναπιάνεις για να το δουλέψεις εκ νέου και πάει λέγοντας. Ωσπου θα φτάσει η στιγμή που θα αποφασίσεις «αυτό ήταν!». Τότε θα το αφήσεις ελεύθερο, να πετάξει και να κριθεί».

Πότε ο δημιουργός είναι σίγουρος πως έφτασε η στιγμή να παρουσιάσει ένα νέο έργο;

«Οταν έχει πάει ήδη στο επόμενο που τον περίμενε και που είχε αρχίσει να τον απασχολεί. Αυτό βεβαίως δεν αποκλείει πως κάποια στιγμή μπορεί πάλι να επιστρέψει και να αναθεωρήσει κάτι. Κάθε έργο περνάει από διάφορες επεξεργασίες, μπορεί να χρειαστείς πολλά χρόνια ώσπου να αποφασίσεις πως έφτασε η στιγμή να το αφήσεις. Κάθε έργο που ολοκληρώνεις, είναι σαν ένα απόσταγμα της ζωής σου».

Να σταθούμε λίγο στο Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα που παρουσιάζετε τώρα με τη συμμετοχή του εξαιρετικού Ράχλιν;

«Οταν γράφεις για βιολί και ορχήστρα περνάς σε έναν χώρο όπου έχουν, ας πούμε, σπάσει τα μούτρα τους ακόμα και πολύ μεγάλοι συνθέτες».

Γιατί; Ποιο είναι το πρόβλημα;

«Η επικίνδυνη ισορροπία ανάμεσα στο σόλο όργανο και στην ορχήστρα. Πρέπει το βιολί να ακουστεί πάνω από την ορχήστρα, να συνομιλήσει μαζί της και να μην εξαφανιστεί από τον ήχο της. Οταν γράφεις για σόλο πιάνο τα πράγματα είναι πιο απλά, έχεις την ορχήστρα και ένα πιάνο, με ήχο διακριτό. Στην περίπτωση του βιολιού, ο βιολονίστας δεν είναι μόνος, έχει πίσω του όλα τα βιολιά της ορχήστρας, κάποια εκ των οποίων μπορεί να είναι το ίδιο καλά ή και καλύτερα από εκείνον».

Αυτό ακούγεται τρομακτικό για τον σολίστα…

«…και μπορεί πράγματι να είναι μια τρομακτική εμπειρία αν ο συνθέτης δεν ξέρει να γράφει σωστά για το όργανο. Ωστε να αβαντάρει τον σολίστα. Ενα έργο σαν αυτό είναι λοιπόν ζήτημα σωστών ισορροπιών.

Την ίδια στιγμή, πρέπει να αποτινάξεις από πάνω σου το άγχος και τον φόβο ώστε να μπορέσεις να λειτουργήσεις όσο γίνεται πιο άνετα και ελεύθερα. Δεν αρκεί η έμπνευση – χρειάζεται οργάνωση και σωστή διαχείριση του υλικού –, δεν αρκεί να έχεις τον καλύτερο σολίστα με το καλύτερο βιολί».

Ενας όμως αποδεδειγμένα εξαιρετικός μουσικός όπως ο Ράχλιν, σας κάνει να νιώθετε πιο σίγουρος, όχι;

«Ενας καλός σολίστας είναι πάντα θείο δώρο. Ο μεγάλος ερμηνευτής είναι και ο μεγαλοδικηγόρος του συνθέτη (σ.σ.: γελάει). Εκείνο όμως που κυρίως σε κάνει να νιώθεις όσο γίνεται πιο σίγουρος είναι ο τρόπος με τον οποίο γίνεται η δουλειά. Αυτό το έχω ζήσει στην Αμερική. Εκεί όταν κάναμε πρόβες η συζήτηση ήταν ελάχιστη. Επρεπε να γίνει η δουλειά και γινόταν χωρίς πολλά λόγια. Εννοείται πως όλοι οι συνεργάτες ήταν σε υψηλό επίπεδο!».

Στην Ελλάδα είναι αλλιώς τα πράγματα;

«Εδώ στην Ελλάδα, ενώ δεν υπολειπόμαστε ταλέντων, παρασυρόμαστε εύκολα σε συζητήσεις. Που πολύ συχνά δεν οδηγούν κάπου. Γενικώς συζητάμε. Πρέπει όμως κυρίως να γίνεται η δουλειά».

Στην πρεμιέρα ενός νέου έργου φτάνετε πάντα σίγουρος για το αποτέλεσμα;

«Ποτέ δεν είμαι σίγουρος για το αποτέλεσμα. Υποφέρω από τελειομανία, γνωρίζοντας την ίδια στιγμή πως τίποτε δεν μπορεί να είναι τέλειο. Εξάλλου, αν πράγματι καταφέρεις να φτιάξεις το τέλειο, τότε δεν μπορεί το επόμενο να είναι καλύτερο, μπορεί; Δεν υπάρχει λόγος να υπάρξει το επόμενο. Η αναζήτηση της τελειότητας δεν είναι μόνο κάτι εξαιρετικά κουραστικό, είναι κυρίως κάτι ουτοπικό. Αν και όλη η τέχνη, όπως και η ζωή, μια ουτοπία είναι. Ελπίζεις όμως από έργο σε έργο να υπάρχει πρόοδος, να βελτιώνεσαι και να προχωράς».

Ποιο είναι το ιδανικό για εσάς περιβάλλον, η ιδανική συνθήκη για να δημιουργήσετε κάτι νέο;

«Νομίζω πως τα πάντα είναι θέμα αρμονίας και ισορροπίας, και δεν αναφέρομαι μόνο στην αρμονία της μουσικής, αλλά στη σχέση καθενός από εμάς με το όλον, με τον κόσμο που μας περιτριγυρίζει, και στη σχέση μας με τον ίδιο μας τον εαυτό».

Πόσο εύκολο είναι να διαμορφώσουμε ένα τέτοιο περιβάλλον σε έναν τόσο πιεστικό και αγχωτικό κόσμο;

«Κατάλαβα πως δεν μπορούσα να ζήσω κυνηγώντας την τελειότητα. Είναι ανέφικτο. Συμβιβάστηκα. Οχι με τρόπο στείρο, επένδυσα στην εκπαίδευση, προσπαθώ να γίνομαι καλύτερος. Οταν άρχισα να παλεύω με την υπάρχουσα πραγματικότητα, αντιμετώπισα ορχήστρες που δεν ήταν τέλειες και που δεν μπορούσα να τις αλλάξω. Οπως αντιμετώπισα και σολίστες με προβλήματα. Σταμάτησε να με απασχολεί η ιδανική εκτέλεση και άρχισε να με ενδιαφέρει περισσότερο η προσπάθεια να κάνω το καλύτερο που μπορώ».

Ποιος είναι ο μεγαλύτερος φόβος ενός συνθέτη;

«Φοβάμαι μην αποδειχθεί πως έκανα λάθος στο χαρτί μου. Για πολλά που μπορεί να συμβούν κατά την εκτέλεση ενός έργου δεν φταις εσύ, κάτι θα ξεφύγει, κάπου θα γίνει ένα φάλτσο, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Φοβάμαι όμως μην αποδειχθεί πως το λάθος το έχω κάνει εγώ και πως είναι γραμμένο στην παρτιτούρα μου. Αυτή η ανησυχία με κάνει τελειομανή».

Εχετε ασχοληθεί πολύ και με το τραγούδι, με τις μικρές συμπυκνωμένες φόρμες. Αυτό σας έχει επηρεάσει στα μεγαλύτερης διάρκειας έργα που συνθέτετε;

«Εχει γίνει και το ανάποδο:Η μελέτη μου σε έργα μεγάλης διάρκειας, όπως σε κοντσέρτα, με έχει επηρεάσει στον τρόπο με τον οποίο διαχειρίζομαι τις μικρές φόρμες. Στην πραγματικότητα δεν τα ξεχωρίζω τα πράγματα, αν και στην Ελλάδα βάζουμε εύκολα κοινωνικού τύπου ταμπέλες και στις μουσικές φόρμες. Θεωρώ όμως ότι το τραγούδι είναι κάπου παρεξηγημένο».

Γιατί; Είμαστε λαός που αγαπάει το τραγούδι, που τραγουδάει συχνά, που έχει ωραία τραγούδια…

«Νομίζω πως το τραγούδι στην Ελλάδα αρχικά ήταν δέσμιο του χορού. Ακόμα και εκείνα που αποκαλούμε «τραγούδια της τάβλας» συνοδεύονταν από ένα είδος κίνησης. Σήμερα εγώ προσπαθώ να το αναπτύσσω σαν να πρόκειται για ένα λόγιο έργο. Ενώ είναι τραγούδι, υπάρχουν σημεία όπου το εξελίσσω περαιτέρω. Και έρχομαι, με την ευκαιρία, στο μεγάλο θέμα που λέγεται «εθνική σχολή». Τιμώ την ιδεολογική της πλευρά, νομίζω όμως ότι κάτι λείπει και είναι αυτό που αποκόπτει τον Ελληνα από τη συμφωνική, την κλασική μουσική σε ένα λαϊκό επίπεδο. Ακούς κλασική μουσική αν είσαι πιο καλλιεργημένος και ξέρεις ξένες γλώσσες. Πρέπει όμως να υπάρξει μια εθνική σχολή…».

Η οποία τι θα είναι; Ποιο θα είναι το μουσικό ιδίωμά της;

«Για να υπάρξει εθνική μουσική σχολή πρέπει να υπάρξει αφομοιωμένη ελληνικότητα, μουσικότητα ελληνική. Αφομοιωμένη πέρα από το φολκλόρ και χωρίς το φολκλόρ, ώστε να μπορεί να περάσει με τρόπο ουσιαστικό στη μουσική μας! Είμαστε Ελληνες χωρίς να φοράμε τσαρούχια. Γιατί θα πρέπει να φοράμε τσαρούχια για να το αποδείξουμε; Το ελληνικό τραγούδι ήταν δέσμιο του φολκλόρ, των λαϊκών οργάνων, της μονοφωνικής παράδοσης και του χορού.

Η μεγάλη και σημαντική γενιά των Χατζιδάκι, Μαμαγκάκη, Θεοδωράκη και άλλων – ακόμα και μερικών καλών μουσικών από το λεγόμενο ρετρό – έκανε τη μεγάλη μετάβαση. Πήρε το φολκλόρ – με το οποίο εγώ δεν έχω θυμό, αντίθετα το υπηρετώ με χαρά και μου αρέσει και έχω γράψει τέτοια μουσική – και επιχείρησε να το κάνει κάτι, το έκανε κάτι! Ομως την ίδια στιγμή στη συμφωνική, στην κλασική μουσική, δεν πρέπει να κουβαλήσεις το φολκλόρ για να υπογραμμίσεις την ελληνικότητα. Πρέπει να κουβαλήσεις αυτό που έχει διαποτίσει τη δική σου μουσική. Οχι υποχρεωτικά τα τσάμικα, τα ζεϊμπέκικα και τα απτάλικα. Πρέπει στη μουσική που γράφεις, τη λόγια, να μεταφέρεις το ελληνικό μουσικό ιδίωμα που έχει φτάσει σε εσένα, με τρόπο προσωπικό. Αυτό προσπαθώ κι εγώ να κάνω: Με ίδιο ένδυμα που γράφω ένα τραγούδι να γράφω και συμφωνική μουσική».

Είναι εύκολο;

«Είναι πολύ εύκολο. Πρέπει να ξεπεράσεις την πόζα και την επίδειξη. Δεν γράφεις τραγουδάκια, προς Θεού. Μεγάλη φόρμα γράφεις, διαχειρίζεται μεγάλες έννοιες. Αλλά είσαι ο ίδιος. Οταν θα πάω στο Μέγαρο, ας πούμε, δεν θα φορέσω άλλα ρούχα. Θα φορέσω τα καλά μου, όχι όμως άλλα. Δεν θα μεταμφιεστώ. Η μεταμφίεση του έλληνα συνθέτη ως προς τη συμφωνική ήταν μια ανάγκη που δεν βοήθησε. Τώρα, ή θα μπεις στο λάθος, κατά τη γνώμη μου, σκεπτικό ότι η σύγχρονη μουσική δεν έχει καταγωγή ή θα γράψεις τη δική σου μουσική, ως Ελληνας.

Με ειλικρίνεια. Ο Τσαϊκόφσκι έγραψε τη δική του μουσική. Μπορεί να απηχείται σε αυτή η ρωσική παράδοση, όμως είναι η δική του μουσική. Για εμένα αυτό είναι το ιδανικό. Αν, ας πούμε, κάποιος πει πως ο σειραϊσμός δεν έχει σχέση με τη Γερμανία, κάνει λάθος. Είναι η φυσική εξέλιξη της παράδοσης ενός τρόπου σκέψης. Οποιος σκεφτεί ότι ο Ξενάκης δεν έχει σχέση με την Ελλάδα, επίσης κάνει λάθος. Εχει! Ο τρόπος του είναι ένας άλλος τρόπος ανάπτυξης και εξέλιξης της μαθηματικής μας σκέψης. Θεωρώ λοιπόν πως είναι υποχρέωσή μας η δημιουργία μιας νέας εθνικής σχολής. Μόνο που θα έβγαζα από πάνω της τη φόρτιση του φολκλόρ».

Μπορεί να υπάρξει πράγματι σήμερα εθνική σχολή;

«Μόνο σήμερα μπορεί. Παλιά δεν μπορούσε. Οσοι το είχαν προσπαθήσει ή δεν το έκαναν καλά ή δεν το ολοκλήρωσαν ή κι αν το ολοκλήρωσαν δεν έφτασε στον λαό. Το λάθος ήταν ιστορικό και αφορούσε την εποχή. Γιατί ακόμα δεν είχε οδηγηθεί η ελληνική μουσική, αυτή που είναι στους δρόμους σήμερα, στην απεξάρτησή της από τον χορό και το φολκλόρ. Αυτό το αφήνω το μπουζούκι και προσπαθώ να γίνω π.χ. Γερμανός είχε πολλή πλάκα.

Ομως, ακόμα και ο Μπετόβεν, αν δεν ήταν μουσική αλλά ήταν βιβλίο, θα ήταν βιβλίο γραμμένο στη γερμανική γλώσσα. Και ο Σούμπερτ και τόσοι άλλοι. Τώρα κι εμείς έχουμε στον αέρα την ελληνικότητα χωρίς κορόνες βυζαντινές και αρχαιότροπες, χωρίς τα μπουζούκια ντε και καλά, χωρίς να είναι μεταμφιεσμένη. Δεν σας κρύβω πως κι εγώ ανακάλυψα εκ των υστέρων ότι κατά κάποιον τρόπο ακολουθώ την εθνική σχολή και στα τραγούδια και στη συμφωνική μουσική μου».

Με το κοινό τι γίνεται; Ακούμε άπειρα είδη μουσικής, υπάρχει μεγάλη προσφορά και ποικιλία στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Ποιο είναι καλό και ποιο είναι κακό;

«Αποφεύγω να πω τι είναι καλό και τι είναι κακό όταν συμβαίνει. Ολα τα ακούσματα αφήνουν ένα απόσταγμα και γίνονται εσύ. Κάποια στιγμή με όλα αυτά που σε βομβαρδίζουν μπορεί να αισθανθείς πως τρελαίνεσαι. Με το πέρασμα όμως του χρόνου και πιθανώς έπειτα από ένα στοπ, θα δεις ότι κάτι έχεις πάρει, κάτι έχει γίνει. Είμαστε λίγο σαν τις μέλισσες. Εχει σημασία πού βόσκουμε και τι αρώματα μεταφέρουμε στο μέλι μας. Το μέλι όμως το βγάζουμε εμείς. Μπορεί εκεί που βόσκουμε να είναι περιβάλλον τοξικό και να πεθάνουμε. Χρειάζεται λοιπόν προσοχή, γνώση και ισορροπία. Και αυτή την ισορροπία κανείς δεν μπορεί να την επιβάλει γιατί αρχίζουμε να μπαίνουμε σε περιοχές που δεν είναι δημοκρατικές. Μπορείς να πεις «αυτά απαγορεύονται ενώ αυτά επιτρέπονται»; Οχι!».

Ετσι όμως παραμένει κανείς μπερδεμένος. Πώς μπορεί να ξέρει πού να κοιτάξει και τι να επιλέξει;

«Στη Βαβέλ καθένας φωνάζει στη δική του γλώσσα και κανείς δεν ακούγεται. Η δική μου εκδοχή είναι να μιλάς σιγά. Αν μιλάς σιγά μπορεί να απορήσουν και κάποια στιγμή να αναρωτηθούν «μα τι λέει αυτός;». Τότε ίσως και να σε πλησιάσουν για να σε ακούσουν. Κάπως έτσι λειτουργώ μέσα από τη δουλειά μου».

Επίσης στην εποχή μας δεν υπάρχει ένα συγκεκριμένο μουσικό ιδίωμα. Ενας συνθέτης καλείται να δημιουργήσει τη δική του γλώσσα για να προχωρήσει;

«Αυτό εξαρτάται από την προσωπικότητα καθενός. Και από το ταλέντο. Μπορεί να πεις στον άλλον δύο-τρία κόλπα – θα σηκώνεσαι το πρωί, θα κάνεις πέντε πουσάπς κ.λπ. – και αν έχει και κάποιο στοιχειώδες ταλέντο θα βρει έναν τρόπο και κάπως θα κοροϊδέψει. Ομως το μεγάλο ταλέντο έχει από την πρώτη στιγμή, από Θεού δηλαδή, ιδίωμα δικό του. Οταν δίδασκα στο ωδείο έρχονταν οι μανάδες και οι μπαμπάδες των τελειόφοιτων και με ρωτούσαν με αγωνία αν τα παιδιά τους έκαναν καλά που διάλεξαν τη μουσική. Δεν νομίζω ότι ρωτούσαν αν μου άρεσε η μουσική τους αλλά αν θα είχαν τύχη επαγγελματικά».

Αν θα μπορούσαν να ζήσουν από τη μουσική και αν θα μπορούσαν να γίνουν διάσημοι;

«Ακριβώς! Κατέφευγα σε διάφορες υπεκφυγές. Ανακάλυψα ποια ήταν η σωστή απάντηση έναν χρόνο προτού σταματήσω: Καλά έκαναν ο γιος σας ή η κόρη σας που διάλεξαν τη μουσική, γιατί η μουσική κάνει καλό στο νευρικό σύστημα κ.λπ. Η ερώτησή σας όμως έπρεπε να είναι άλλη: Αν η μουσική έχει διαλέξει τον γιο σας ή την κόρη σας. Αν ναι, αν τους έχει διαλέξει, οι ίδιοι το γνωρίζουν γιατί είναι εκκωφαντική η επιλογή. Και δεν είμαι σίγουρος πως αυτό είναι απολύτως καλό για εκείνους. Μπορεί και να είναι. Αλλά καλύτερα ο Θεός να μη σε ξέρει (σ.σ.: γελάει). Γιατί αν σε ξέρει, δεν ξέρεις τι μπορεί να κάνει».

«Δεν κάθομαι καθημερινά στο πιάνο, γράφω όμως καθημερινά. Αν δεν γράψω είμαι δυστυχής. Τις καλές εποχές γράφω και δέκα ώρες την ημέρα. Δεν είναι καταναγκασμός, είναι ανάγκη»

Μπορείτε να φανταστείτε τη ζωή σας χωρίς μουσική, χωρίς τη συνθετική δραστηριότητά σας;  

«Δεν κάθομαι καθημερινά στο πιάνο, γράφω όμως καθημερινά. Αν δεν γράψω είμαι δυστυχής. Τις καλές εποχές γράφω και δέκα ώρες την ημέρα. Δεν είναι καταναγκασμός, είναι ανάγκη. Οταν γίνεται καταναγκασμός, δεν μπορώ να λειτουργήσω ούτε για μία ώρα. Ομως η ζωή μου είναι άμεσα συνυφασμένη με τη μουσική».

Και η προσωπική ζωή; Ενας καλλιτέχνης αφοσιωμένος στο έργο του δεν είναι εύκολος στη συμβίωση, είναι;

«Τα έχω ισορροπήσει τα πράγματα. Αν και αυτό έχει μάλλον ανατραπεί από τότε που ήρθε ο γιος μου. Πριν, δούλευα όλο το βράδυ. Τρώγαμε, γλεντάγαμε, τους έβαζα όλους για ύπνο και καθόμουν τη νύχτα και δούλευα. Κοιμόμουν το πρωί, ως τις δύο το μεσημέρι, και μετά άρχιζα όλες τις δραστηριότητές μου. Η επαφή μου με το παιδί άλλαξε τα πράγματα, γιατί θέλω να έχω χρόνο μαζί του, είμαι ευτυχής μαζί του. Κοιμάμαι λοιπόν μαζί του στις εννιά, ξυπνώ κατά τις δύο-τρεις και δουλεύω και τον ξαναβλέπω το πρωί για να του κάνω πρωινό, να τον πάω σχολείο κ.λπ. Μετά δουλεύω ξανά όταν έχω τη μοναξιά που χρειάζομαι. Διαμορφώνω ανάλογα με τις συνθήκες και τις ανάγκες το εικοσιτετράωρό μου».

Είστε από τους πιο επιτυχημένους έλληνες συνθέτες στη σύγχρονη σκηνή. Τι σημαίνει για εσάς επιτυχία;  

«Ηθελα πάντα να κάνω μουσική, ήθελα πάντα να μαθαίνω πάνω στο αντικείμενό μου και να γίνομαι καλύτερος. Δεν μου έλεγε και δεν μου λέει τίποτε το επώνυμος, το διάσημος. Ολοι θαυμάζουν τον επώνυμο, πράγματι. Και πολλοί έχουν ανάγκη τον επώνυμο για να τους σπρώξει, να τους βοηθήσει να αναρριχηθούν για να γίνουν και εκείνοι επώνυμοι. Ομως δεν γίνεσαι επώνυμος όταν στηρίζεσαι στον επώνυμο! «Δεν θέλω του κισσού το πλάνο ψήλωμα/ σε ξένα αναστυλώματα δεμένο» (σ.σ.: γελάει), που λέει και ο ποιητής. Πάντα στηριζόμουν στις δυνάμεις μου και έδινα τον δικό μου αγώνα. Εργάζομαι ακόμα ώρες ατελείωτες γιατί εκτός από το συνθετικό μου έργο, τις συναυλίες και τις ηχογραφήσεις, έχω και το Ελληνικό Σχέδιο (σ.σ.: έναν δραστήριο μη κερδοσκοπικό οργανισμό για την προαγωγή της ελληνικής – και όχι μόνον – μουσικής), που και αυτό είναι μια full time απασχόληση. Εχω πολλά να κάνω και είμαι ευτυχής όταν δουλεύω!».

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.