Ποια είναι η πρώτη σας ανάμνηση από το θέατρο;
«Με είχε πάει στο «Kεντρικόν» η τότε σύζυγος του αδελφού του πατέρα μου, η ηθοποιός Δέσποινα Νικολαΐδου. Επαιζε η Λαμπέτη. Πήγαμε στα καμαρίνια, θυμάμαι. Κυριαρχούσε αυτή η «θεατρίλα», μια ανάμεικτη μυρωδιά κλεισούρας, γυναικείου αρώματος και μέικαπ».
Τη γνωρίσατε από κοντά;
«Ναι. Γενικά πάντως, από το σαλόνι της γιαγιάς μου, της Αννας Λιγνάδη, περνούσαν πολλοί τότε πρωταγωνιστές. Οχι γιατί ο πατέρας μου, Τάσος Λιγνάδης, ήταν κριτικός θεάτρου – δεν είχε αρχίσει τότε ακόμη να γράφει – αλλά επειδή ο αδελφός του, Γιάννης, υπήρξε δικηγόρος πολλών ηθοποιών. Και εγώ θυμάμαι να ακούω τις φωνές τους. Από εκεί παρήλαυναν η Λαμπέτη, ο Χορν, η Βουγιουκλάκη, η Συνοδινού, η Βαλάκου κ.ά. Το σαλόνι ήταν γεμάτο γιατρούς και ηθοποιούς! Και ήταν σημαντικό, γιατί διαμόρφωσε την κοινωνικότητά μου: έναν «μικρομεγαλισμό» που είχα, γιατί άκουγα συνέχεια συζητήσεις για φάρμακα και θέατρο».
Πώς ένα παιδί από ένα σπίτι διανοουμένων ονειρευόταν να γίνει ποδοσφαιριστής;
«Διανοουμένων ναι, αλλά όχι με την κουλτουριάρικη έννοια. Δεν ήταν ένα σπίτι ανθρώπων που δεν είχαν «σώμα». Ο πατέρας μου ήταν πολύ απλός και ζωντανός σε όλα του άνθρωπος. Η οικογένειά του είχε ήρθε από τη Σμύρνη. Εκείνος γεννήθηκε στο Μεταξουργείο. Σαν παιδί κι εγώ μεγάλωσα σε γειτονιά, έπαιζα μπάλα, ξύλο κ.λπ. Και την ίδια ώρα που η γιαγιά μου μού απήγγελλε ποιήματα ελληνικά και γαλλικά, την ίδια στιγμή η μάνα μας μάς μάθαινε πώς να ζούμε, να τηγανίζουμε ένα αβγό».
Επιμένω όμως, γιατί ποδοσφαιριστής;
«Γιατί μου άρεσε να παίζω μπάλα. Ισως να είχε να κάνει με μια επιβεβαίωση που επιζητούσα από τη μάζα: να βάλω ένα γκολ και να με χειροκροτήσουν».
Σας ενδιαφέρει ακόμη η επιβεβαίωση;
«Γι’ αυτό κάνω αυτή τη δουλειά. Τρέφομαι από αυτή. Δεν ξεπουλήθηκα όμως για ένα χειροκρότημα. Θέλω την επιβεβαίωση με τους δικούς μου όρους. Και πλέον δεν μου αρκεί το χειροκρότημα, θα ήθελα μεγαλώνοντας να αφήσω και κάτι γόνιμο πίσω».
Μπορείτε σε κάτι τόσο φθαρτό όσο το θέατρο;
«Εχετε δίκιο. Η δουλειά του θεάτρου είναι εφήμερη. Δεν αποτυπώνεται – ως έχει – πουθενά! Μπορώ όμως να αφήσω κάτι πίσω: τους μαθητές μου. Και έχω επίσης αποφασίσει να αρχίσω να γράφω είτε ως άρθρα είτε σε μορφή βιβλίου τις σκέψεις μου».
Το ταμείο σάς ενδιαφέρει;
«Φυσικά. Αυτό διδάσκω και στους μαθητές μου. Ο θεατής πρέπει να πληρώσει, όπως πρέπει να πληρώσει όταν πάει στον γιατρό. Το να μαζευόμαστε κάποιοι ηθοποιοί και να κάνουμε παραγωγές για να έρθουν οι φίλοι μας από την «καλή τους την καρδιά» δεν είναι θέατρο. Ασκώ την τέχνη μου σε επαγγελματικό πλαίσιο. Αλλιώς… στο μπάνιο μας είμαστε όλοι οι καλύτεροι ερμηνευτές!».
Ζωή εκτός θεάτρου έχετε;
«Θέλω να έχω. Από τα 18 μου βρίσκομαι βέβαια στο θέατρο. Κατοικεί μέσα μου αυτός ο «ιός». Ειλικρινά, όμως, δεν πολυαντέχω τις παρέες των ηθοποιών. Τις βαριέμαι. Οπως βαριέμαι κι εμένα. Οταν όμως συναντώ άλλους φίλους, λέω: «Και τώρα τι να πω μ’ αυτούς;». Καταλαβαίνω ότι είμαι ένας «εθισμένος του θεάματος»».
Αισθάνεστε σήμερα «καθεστώς» στο ελληνικό θέατρο;
«Ο ίδιος μέσα μου όχι. Γι’ αυτό και διαρκώς ασκώ τεράστια κριτική στον εαυτό μου σε σημείο αυτομαστιγώματος. Καταλαβαίνω όμως ότι εμείς ως παλαιότεροι έχουμε δημιουργήσει ένα status… ικανής διάρκειας. Και ξέρω ότι σχεδόν πάντα στον ηθοποιό παίζει σε μεγάλο βαθμό ο μύθος που έχει φτιαχτεί για εκείνον στη σκηνή. Δεν νιώθω πάντως καθεστώς. Νιώθω μόνο ευθύνη. Και θέλω να είμαι τερπνός. Αλλά πλέον και ωφέλιμος».
Στον «Βυσσινόκηπο» του Τσέχοφ, που σκηνοθετεί ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, ερμηνεύετε τον ωφελιμιστή Λοπάχιν, έναν άνθρωπο που φαίνεται να μετράει τα πάντα σε όρους χρήματος. Τον συμπαθείτε;
«Τον κατανοώ. Μου πήρε καιρό να τον συμπαθήσω. Δεν είμαι εγώ ο ρόλος, ξεκάθαρα. Εγώ θα μπορούσα να είμαι η Λιουμπόφ, η οποία λέει στον Λοπάχιν «για εμένα οι βυσσινιές δεν είναι ένας κήπος, είναι ένα τοπίο ψυχής», ενώ εκείνος ονειρεύεται να τις κόψει για να χτίσει βίλες. Προσωπικά, έχω μεγάλη αγάπη στο περιττό. Δένομαι με τα πράγματα. Είμαι σαν και εκείνη: ευθυνόφοβος, γυρνάω το κεφάλι στο πρόβλημα. Θέλω τον αφρό από τη ζωή και με σκοτώνει η ασχήμια».
Τη συναντάτε συχνά;
«Ζούμε σε μια εποχή που θα τολμήσω να πω ότι αισθανόμαστε «άσχημοι» μέσα μας και υιοθετούμε το άσχημο και έξω μας. Σαν να γίνεται μία προβολή αυτού που νιώθουμε. Μας αρέσει η ψευτιά γιατί είμαστε ψεύτες, η βρωμιά γιατί νιώθουμε ο ίδιοι «βρώμικοι», διαλέγουμε «μέτριους» ηγέτες γιατί μας μοιάζουν. Σαν η ασχήμια – μέσα μας και έξω – να έγινε κανόνας στον τόπο μας».
Στον Θεό πιστεύετε;
«Ναι. Και όλη μου η μεταφυσική εξαντλείται εκεί. Ομως αγαπώ και θαυμάζω και την ύλη, το σώμα. Στην ουσία είμαι αυτό που λέει ο Ελύτης: «Ενας ειδωλολάτρης που του έτυχε άθελά του από το άλλο του πλευρό να αγγίξει τη χριστιανική αγιότητα»».
INFO
«Ο βυσσινόκηπος»: Θέατρο Δημήτρης Χορν (Αμερικής 10, Κολωνάκι), Τετάρτη έως Κυριακή.