Στην ιστορική συνοικία Le Panier που εξακολουθεί να αντιστέκεται στη σύγχρονη αστική ανάπτυξη, εκεί όπου είχαν δημιουργήσει αποικία οι έλληνες Φωκαείς περί το 600 π.Χ., οι δρόμοι είναι στενοί και η πατίνα του χρόνου στα κτίρια εμφανής. Τα πολύχρωμα γκραφίτι στους τοίχους είναι πανταχού παρόντα και αποτελούν εμπνευσμένες ζωγραφικές δημιουργίες που σε κάνουν να νομίζεις ότι βρίσκεσαι σε μια υπαίθρια έκθεση καθώς αναδεικνύουν τον ανοιχτό «nonchalant» αέρα της Μασσαλίας.

Σε αυτό το φιλόξενο σκηνικό, το αυστηρό σύμπλεγμα κτιρίων La Vieille Charité στην καρδιά της συνοικίας μοιάζει ακόμα και παράταιρο, γκρίζο και μουντό, απρόθυμο να προϊδεάσει τους επισκέπτες για το περιεχόμενό του, αν εξαιρέσει κανείς το εκάστοτε πανό που διαφημίζει μια περιοδική έκθεση. Και αυτό γιατί οι τέσσερις πτέρυγες τριώροφων κτιρίων που το συναποτελούν είναι ερμητικά κλειστές στις εξωτερικές τους όψεις και «ανοίγουν» στον έξω κόσμο μέσα από διαδρόμους, στοές και περιστύλια που οργανώνονται σε μια εσωτερική, ορθογώνια αυλή.

Στο κέντρο της βρίσκεται ένα παρεκκλήσι με τον ελλειπτικό μπαρόκ τρούλο του και τους κορινθιακούς κίονές του να εδραιώνουν τη σπουδαιότητά του ως ενός εμβληματικού τοποσήμου της πόλης – ένα εξαίσιο δείγμα αρχιτεκτονικής του 17ου αιώνα το οποίο χάρη στην πληθώρα των χώρων του λειτουργεί από το 1986 μεταξύ άλλων ως μουσείο, εκθεσιακός χώρος, κινηματογράφος αλλά και ερευνητικό και επιστημονικό κέντρο (υπάγεται στη Διεύθυνση Μουσείων της Μασσαλίας).

Eκεί λοιπόν όπου φιλοξενούνται το Centre International de la Poésie de Marseille (CIPM) ή το Centre National de la Recherche Scientifique (CNRS) ανά πάσα στιγμή μπορεί να παρουσιάζονται έργα όπως αρχαιοελληνικά αγγεία από τη συλλογή του Λούβρου ή από το Ασμόλειο Μουσείο της Οξφόρδης, γλυπτά του Πικάσο από το μουσείο αφιερωμένο στο έργο του στην Αντίμπ, αλλά και το έργο-βίντεο «Roadworks» της λιβανέζας εικαστικού Μόνα Χατούμ από το Κέντρο Ζορζ Πομπιντού στο Παρίσι ή και τα σχέδια-κατόψεις του βρετανικού δουλεμπορικού πλοίου «Brooks» του 18ου αιώνα που έδειχναν τη διάταξη των μαύρων επιβατών στο αμπάρι για τη μέγιστη αξιοποίηση του χώρου (κοινώς, τη σαρδελοποίησή τους) από το Μουσείο Ιστορίας της Νάντης, μαζί με το εξώφυλλο του δίσκου «Survival» (1979) του Bob Marley & the Wailers, το οποίο φέρει τμήμα αυτής της εικονογράφησης – όλα αυτά στο πλαίσιο της έκθεσης με τίτλο «Objects migrateurs – Trésors sous influences», η οποία φιλοξενήθηκε στο παρεκκλήσι και σε αίθουσες του ισογείου και ολοκληρώθηκε πρόσφατα.

Aυτό όμως που προκαλεί πραγματικά τη μεγάλη έκπληξη είναι οι συλλογές που φιλοξενούνται στους ορόφους του (1o και 2ο) και συνιστούν μικρά μουσεία ανυπολόγιστης αξίας. Περιλαμβάνουν αρχαιότητες της ελληνορωμαϊκής εποχής αλλά και της Αιγύπτου – μάλιστα η σχετική συλλογή του La Vieille Charité είναι από τις μεγαλύτερες στη Γαλλία, αν όχι η μεγαλύτερη ύστερα από εκείνη του Λούβρου – και εντυπωσιάζει με τα δείγματα μουμιοποιημένων ζώων (γάτες, κροκόδειλοι, γαζέλα) που φιλοξενεί.

Στο κτίριο βρίσκεται επίσης το Le Musée d’Arts Africains, Océaniens et Amérindiens (MAAOA) με δείγματα πολιτισμού και τέχνης από την Αφρική, την Ωκεανία και τους ιθαγενείς της Αμερικής. «Η λέξη «τέχνη» δεν έχει την ίδια ερμηνεία παντού» αναγράφεται στο εισαγωγικό κείμενο σε αυτή την πτέρυγα, η οποία είναι ιδιαίτερα δραματικά φωτισμένη και όπου εκτίθενται εκτός από τις αναμενόμενες αφρικανικές μάσκες και τα ξυλόγλυπτα ακόμα και τα συρρικνωμένα κεφάλια-τρόπαια (tzantza), τα φρικώδη σουβενίρ που έπαιρνε η φυλή των Shuar (ιθαγενείς από το Εκουαδόρ και το Περού) από τους αντιπάλους της στη μάχη. Η βάρβαρη αυτή συνήθεια εξιτάριζε την περιέργεια των conquistadores, οι οποίοι αγαπούσαν με τη σειρά τους να τα συλλέγουν.

Η παρουσία του πολιτισμού του Μεξικού είναι ιδιαίτερα έντονη, καθώς υπάρχει πληθώρα δειγμάτων λαϊκής τέχνης, όπως μάσκες που χρησιμοποιούνται σε λατρευτικά έθιμα και παραδόσεις της χώρας αλλά και αγαλματίδια και κούκλες. Οπως και οι υπόλοιπες συλλογές έχουν δωρηθεί από επιφανείς πολίτες της Μασσαλίας, αλλά όχι μόνο (εξ ου και οι αρχαίες συλλογές δεν συνιστούν ανασκαφικά σύνολα αλλά είναι μεμονωμένα αντικείμενα ενός πολιτισμού).

Στην περίπτωση του Μεξικού, ένας εκ των δωρητών υπήρξε ο γάλλος σκηνοθέτης ντοκιμαντέρ Φρανσουά Ράισενμπαχ (1921-1993), βραβευμένος στις Κάννες αλλά και από την Αμερικανική Ακαδημία. Πάντως, εξίσου πρωτότυπη με το περιεχόμενό της είναι και η ιστορία του συμπλέγματος κτιρίων, αν δεν σας είχε ήδη προϊδεάσει ο τίτλος του «La Vieille Charité», κοινώς «Ναός της ελεημοσύνης» ή αλλιώς φιλοξενία παλαιού τύπου.

Κέντρο υποδοχής αναξιοπαθούντων

Η δημιουργία τους χρονολογείται περίπου στα μέσα του 17ου αιώνα, όταν το συμβούλιο της πόλης της Μασσαλίας αποφάσισε να διαθέσει γη για να ανεγερθεί ένα κέντρο φιλοξενίας των απόρων της πόλης, των φτωχών και των ζητιάνων, σύμφωνα με το σχετικό βασιλικό διάταγμα για τον «εγκλεισμό των απόρων» σε ένα μέρος που δεν θα «μόλυνε» την πόλη. Το La Vieille Charité δημιουργήθηκε το 1640 και έναν χρόνο μετά άρχισε να δέχεται τους πρώτους αναξιοπαθούντες, άνδρες και γυναίκες. Η φιλοξενία δεν ήταν πάντα μια ελεύθερη επιλογή, καθώς συχνά ήταν το αποτέλεσμα της βίαιης καταστολής της επαιτείας: όσοι και όσες επιδίδονταν σε αυτή συλλαμβάνονταν και τοποθετούνταν στο άσυλο, ενώ εάν ήταν αλλοδαποί εκδιώκονταν από την πόλη. Σύντομα κρίθηκε απαραίτητο να δημιουργηθεί ένα σύμπλεγμα κτιρίων για να τους/τις στεγάσει. Η αρχιτεκτονική πρόταση που επικράτησε ήταν εκείνη του μασσαλιώτη γλύπτη, ζωγράφου και αρχιτέκτονα Πιερ Πουζέ (1620-1694) και παρά τις δυσκολίες ως προς την ανεύρεση της χρηματοδότησης η ανέγερση των κτιρίων ξεκίνησε το 1671. Η πρώτη πτέρυγα, η βόρεια, ολοκληρώθηκε το 1678, ενώ το παρεκκλήσι με τον οβάλ τρούλο αποπερατώθηκε το 1704, μετά τον θάνατο του αρχιτέκτονα. Η πλήρης αποπεράτωση του σχεδίου έγινε μετά το 1745 υπό την επίβλεψη του υιού Φρανσουά Πουζέ. Εκτός από τους κοιτώνες, στο La Vieille Charité λειτουργούσαν εργαστήρια απασχόλησης των τροφίμων, με τα αγόρια να προορίζονται να τοποθετηθούν σε σπίτια ως οικιακοί βοηθοί-υπηρέτες ή ως μαθητευόμενοι κοντά σε τεχνίτες όπως οι ράφτες και οι αρτοποιοί. Το 1760 οι τρόφιμοι ήταν περισσότεροι από χίλιοι. Σταδιακά, βέβαια, η απομόνωση των απόρων άρχισε να γίνεται ολοένα και λιγότερο αποδεκτή και είκοσι χρόνια μετά ο αριθμός αυτός είχε μειωθεί στο ένα πέμπτο.

Με την παρέμβαση του Λε Κορμπιζιέ

Μετά τη Γαλλική Επανάσταση και έως τον 19ο αιώνα το La Vieille Charité χρησιμοποιήθηκε ως ξενώνας για ηλικιωμένους και παιδιά, ενώ από τις αρχές του 20ού αιώνα, αφότου διατέθηκε στον στρατό, χρησιμοποιήθηκε για να στεγάσει οικογένειες από γειτονιές που είχαν απαλλοτριωθεί πίσω από το Χρηματιστήριο της πόλης ή αστέγους λόγω της ανατίναξης του Παλιού Λιμανιού το 1943. Mετά δε το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου οι ολοένα και πιο υποβαθμισμένες εγκαταστάσεις του La Vieille Charité κατελήφθησαν από έναν πολύ φτωχό πληθυσμό, οι λεηλασίες και οι βανδαλισμοί πλήθυναν και οι συνθήκες διαβίωσης έγιναν ιδιαίτερα επισφαλείς. Τελικά, το 1951 ανακηρύχθηκε ιστορικό μνημείο, αφότου είχε προηγηθεί η σχετική πίεση από προσωπικότητες όπως ο Λε Κορμπιζιέ. Ο ελβετός αρχιτέκτονας, δημιουργός της εμβληματικής κοινωνικής κατοικίας «La Cité Radieuse» (1952) στη Μασσαλία, είχε καταγγείλει τις συνθήκες εγκατάλειψης στο ιστορικό σύμπλεγμα κτιρίων. Οι κάτοικοι μεταφέρθηκαν τελικά στις αρχές της δεκαετίας του ’60 και το κτίριο έκλεισε. Οταν ο Αντρέ Μαλρό ως υπουργός Πολιτισμού χορήγησε κεφάλαια για τη διάσωση οικοδομημάτων που κινδύνευαν να καταστραφούν, το La Vieille Charité μπήκε σε πρόγραμμα αποκατάστασης για να βγει τελικά αναγεννημένο από τις «στάχτες» του τη δεκαετία του ’80.