Ηταν στούντιο σε κτίριο που είχε µόλις ανακαινισθεί «µε απόλυτο σεβασµό στην αρχιτεκτονική παράδοση της πόλης µας», µε τα ασανσέρ του, µε τις εισόδους ασφαλείας του, µε τα ντους-καταρράκτες του, µε τα όλα του. Ο ιδιοκτήτης του τούς περίµενε στην πόρτα, τους βοήθησε να ανεβάσουν τα πράγµατά τους και τους έδειξε τα κόλπα. Πώς να ανοίγουν το τζακούζι, πώς να βρίσκουν περισσότερα από 70 κανάλια στην τηλεόραση, πώς να µπαίνουν το βράδυ: «Μετά τις δέκα θα βρείτε την εξώπορτα κλειδωµένη και για να ανοίξετε θα περάσετε την ηλεκτρονική κάρτα σας από εδώ και θα πληκτρολογήσετε εδώ αυτόν τον κωδικό. Καταλάβατε;». Φυσικά! «Για ό,τι χρειαστείτε µη διστάσετε να µου τηλεφωνήσετε». «Μα τι συµπαθητικός κύριος» σχολίαζε αργότερα εκείνη. «Εξαιρετικός!» συµφώνησε και εκείνος και έφυγαν για το πρώτο µπάνιο τους. Η θάλασσα ήταν υπέροχη, έµειναν στην παραλία έως την ώρα που έπεφτε ο ήλιος.
Επέστρεψαν στο δωμάτιο, πληκτρολόγησαν τον κωδικό της ηλεκτρονικής κάρτας, όλα άψογα. Λίγο αργότερα βγήκαν για φαγητό. Επειδή ήταν όμορφη η βραδιά ήπιαν και ένα ποτάκι, ήπιαν και ένα δεύτερο ποτάκι, και ένα τρίτο… Μετά το τέταρτο επέστρεψαν, εκείνη λίγο παραπατώντας, στο δωμάτιο. Εβγαλαν την ηλεκτρονική κάρτα, την πέρασαν από εδώ, την πέρασαν από εκεί, τίποτα. Το σύστημα είχε πάθει μπλακάουτ. «Μικρό το κακό», είπε εκείνος, «θα τηλεφωνήσουμε στον καλό κύριο». Οπως και έκανε, για να μάθει πως ο καλός κύριος «θα ειδοποιηθεί για την κλήση σας όταν ανοίξει τη συσκευή του». Η ώρα ήταν περασμένη. Δεν υπήρχε κανένας να τους βοηθήσει. Εκείνη εξακολουθούσε να ζαλίζεται. Λύση άλλη δεν είχαν. Το πρώτο βράδυ των διακοπών τους το πέρασαν στο αυτοκίνητό τους – ευτυχώς που είχε μαζί του τα κλειδιά. Εκεί τους βρήκε ο ιδιοκτήτης του στούντιο όταν εμφανίστηκε φρέσκος-φρέσκος και χαμογελαστός στις 8 το πρωί.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Έχετε ήδη συνδρομή;Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω
Είσοδος