Τι θυμάστε πιο έντονα από τα παιδικά σας χρόνια;
«Γεννήθηκα στη Νέα Σμύρνη, παιδί της Κατοχής. Κάθε Κυριακή πήγαινα με τον πατέρα μου στην εκκλησία, ήταν εξαίσιος ψάλτης. Οταν είσαι παιδί, το μυαλό σου ρουφάει σαν στυπόχαρτο. Γνώριζα απέξω το τυπικό της κυριακάτικης λειτουργίας, των βαπτίσεων, των γάμων. Και έτσι έμαθα την ελληνική γλώσσα. Ημουν καλή μαθήτρια. Στο δημοτικό κέρδισα υποτροφία και γράφτηκα στο Γαλλικό Ινστιτούτο. Πίστευα ότι θα γινόμουν καθηγήτρια γαλλικών».
Και το θέατρο;
«Οι γονείς μου ήταν θεατρόφιλοι. Δεν χάναμε πρεμιέρα στο Εθνικό. Δεκαέξι ετών είδα τους “Bρικόλακες” του Ιψεν με την Παξινού και τον Μινωτή. Δεν ξέρω πώς βρήκα το θάρρος και ζήτησα να τους δω. Ως εκ θαύματος, ένας ταξιθέτης με πήρε από το χέρι και με πήγε. Την Παξινού δεν την είδα. Ο Μινωτής όμως με δέχτηκε. “Γιατί θέλεις να γίνεις ηθοποιός;” ρώτησε. “Γιατί αγαπώ το θέατρο” είπα. “Ακου να σου πω. Να τελειώσεις το σχολείο. Να μορφωθείς. Και έπειτα βλέπεις. Γιατί το θέατρο θέλει μόρφωση και καλλιέργεια”. Aυτές ήταν οι “προίκες” μου από τον Μινωτή».
Επειτα;
«Βρέθηκα στη σχολή του Πέλου Κατσέλη. Περίφημος δάσκαλος. Τον πρώτο χρόνο κάναμε δημοτικό τραγούδι. Επέμενε στον ρυθμό του δεκαπεντασύλλαβου. Ο Πέτρος Λοχαΐτης μάς “ξεθέωνε” στην ορθοφωνία. Οταν μπήκα στη σχολή, είχα μια φωνή σαν γατάκι, λεπτή. Ο Κατσέλης με σκηνοθέτησε και στην πρώτη μου παράσταση, στο “Τραγούδι του νεκρού αδελφού” με τον Μάνο Κατράκη. Και ύστερα έκανα ακρόαση στο Θέατρο Τέχνης».
Πώς ήταν εκεί;
«Στρατώνας. Ο Κουν ήταν άνθρωπος των αντιθέσεων. Και “του λιµανιού” και τζέντλεμαν. Και σκληρός και τρυφερός. Μπορεί να χαχάνιζε σαν έφηβος και ύστερα να αναποδογύριζε τραπέζια. Αλλά δεν επρόκειτο για θεατρινισμούς. Ηταν εμμονικός, αν δεν έβγαινε το αποτέλεσμα που ήθελε. Δεν δεχόταν ότι o άνθρωπος κουράζεται. Εμεινα κοντά του τρία χρόνια».
Και φύγατε εξαιτίας του έρωτα;
«Στο Θέατρο Τέχνης γνωρίστηκα με τον σύζυγό μου, τον Στέλιο Καυκαρίδη. Είχε έρθει με μια ομάδα κύπριων ηθοποιών. Ερωτευτήκαμε. Ο έρωτας δεν ρωτάει. Αλλά το πήραν είδηση και εκεί μέσα αυτό ήταν απαγορευτικό. Δεν πειράζει. Οταν παντρευτήκαμε, ο Κουν ήρθε στον γάμο και μας έφερε ένα πανάκριβο δώρο, το οποίο ακόμη κρατώ ως κόρην οφθαλμού».
Ακολουθήσατε τον σύζυγό σας στην Κύπρο. Ηταν ρίσκο για την καριέρα σας;
«Οχι. Ουσιαστικά δημιουργήσαμε εκεί ένα παράρτημα του Θεάτρου Τέχνης. Ιδρύθηκε αρχικά το θεατράκι του ΡΙΚ, αργότερα ο Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου. Και κάναμε περίφημες παραστάσεις. Από το ’80 και μετά οι τραγωδίες που ανεβάζαμε παίζονταν και στο Ηρώδειο».
Πατούσατε όμως και με το ένα πόδι στην Ελλάδα…
«Η πρώτη μου μεγάλη επιστροφή ήταν με τον “Θάνατο του εμποράκου”. Σκηνοθετήθηκα από τον Ζυλ Ντασσέν. Τι άνθρωπος! Υπήρξα γενικώς τυχερή. Δούλεψα με σπουδαίους σκηνοθέτες: τον Τριβιζά, τον Σεβαστίκογλου, τον Χαραλάμπους, τον Γαβριηλίδη, τον Ούβε Χάουζ, τον Ευαγγελάτο, τον Ιορδανίδη, τον Ντουφεξή, τον κουνιάδο μου, τον Βλαδίμηρο Καυκαρίδη. Τα τελευταία χρόνια σκηνοθετώ και διδάσκω στο Σατιρικό, το θέατρο που ίδρυσε ο κουνιάδος μου, αλλά δεν πρόλαβε να χαρεί, γιατί έφυγε από τη ζωή λίγο αργότερα».
Από την ημέρα της εισβολής τι θυμάστε;
«Ημέρα Σάββατο. Ο άνδρας μου στις 6.30 έφυγε. Επιστράτευση. Εμεινα με τα παιδιά πίσω. Δεν είχα νέα. Αποδεκατίστηκαν, έτρεχαν σαν τα αρνιά να γλιτώσουν. Χτύπησε το τηλέφωνο. Μια άγνωστη φωνή μού είπε: “Ο Στέλιος είναι στα Λατσιά, μέσα στη χωράφα”. Επρόκειτο για μια περιοχή έξω από τη Λευκωσία. Παίρνω τον αδελφό του και τρέχω. Είχα ντύσει τον γιο μου στα κόκκινα, επίτηδες, για να τον μαρκάρω. Τον βλέπει ο άνδρας μου και τον φωνάζει. Eίχε προλάβει ο καημένος να γράψει το τηλέφωνο του σπιτιού μας πάνω στη σκόνη ενός φορτηγού που περνούσε, και έτσι ο οδηγός του με ειδοποίησε. Ηταν σε ημιάγρια κατάσταση. Τι είχαν δει τα μάτια τους! Αυτή η πληγή είναι ακόμη ανοιχτή για την Κύπρο».
Στις 7 Οκτωβρίου επιστρέφετε στην Αθήνα, με την παράσταση «Η θυσία του Αβραάμ», σε σκηνοθεσία Ηλία Μαλανδρή.
«Ναι, και θα έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Παρουσιάζεται ως ορατόριο, με μουσική, ύμνους, μοιρολόγια, παραδοσιακά, κρητικά τραγούδια, τα οποία θα ερμηνεύσει ο Ψαραντώνης. Συναντιέμαι στη σκηνή για πρώτη φορά με τον Νικήτα Τσακίρογλου και αφηγητής θα είναι ο Γρηγόρης Βαλτινός. Είμαι πολύ συγκινημένη. Ο Ηλίας Μαλανδρής είχε μια ενδιαφέρουσα έμπνευση. Πάντρεψε το ελληνικό κείμενο – πιθανολογείται ότι ανήκει στον Κορνάρο – με το κείμενο του ιταλού ποιητή της Αναγέννησης Λουίτζι Γκρότο, το οποίο θα αφηγείται στα ιταλικά ο Λευτέρης Ελευθερίου. Θα υπάρχουν φυσικά υπότιτλοι και ο θεατής θα μπορεί να κάνει τη σύγκριση. Γιατί ο Γκρότο είναι πολύ πιο επικριτικός απέναντι στη θεία εντολή».
Η ζωή σας είναι μόνο θέατρο;
«Είναι και νοικοκυριό και σπίτι. Εχω παιδιά, εγγόνια και έναν σύζυγο. Ο άνδρας μου πιστεύει ότι καμία δεν μαγειρεύει σαν κι εμένα. Και κλείσαμε 54 χρόνια μαζί, ξέρετε».
INFO: «Η Θυσία του Αβραάμ»: Ωδείο Ηρώδου Αττικού, στις 7 Οκτωβρίου.