Στα πρόθυρα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η κοινότητα των πληροφοριών των Ηνωμένων Πολιτειών ήταν διασπασμένη και αναποτελεσματική. Το Τμήμα Στρατιωτικών Πληροφοριών του Στρατού Ξηράς, το Γραφείο Πληροφοριών του Ναυτικού και το FBI δρούσαν ανεξάρτητα, το καθένα για λογαριασμό του και, σε πολλές περιπτώσεις, ανταγωνιστικά. Οταν θα ξεσπούσε τελικά η καταιγίδα του Περλ Χάρμπορ, τον Δεκέμβριο του 1941, θα δικαιωνόταν η επιμονή ενός 58χρονου τότε συνταγματάρχη, παρασημοφορημένου στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, του Γουίλιαμ Ντόνοβαν: ο πρώην συμφοιτητής του προέδρου Φράνκλιν Ρούζβελτ στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Κολούμπια πίεζε για χρόνια στην κατεύθυνση της ενοποίησης των μυστικών υπηρεσιών προκειμένου να αναλάβουν, εφόσον χρειαζόταν, τη διεξαγωγή ενός ανορθόδοξου πολέμου.
Τη συναρπαστική ιστορία της σύστασης ενός τέτοιου οργανισμού, της ανάθεσής του στον Ντόνοβαν, της συνάντησής του με τον ευρηματικό Στάνλεϊ Π. Λόβελ που ανέλαβε τον κρίσιμο τομέα έρευνας και ανάπτυξης και τα κατορθώματά τους στη διάρκεια του πολέμου αφηγείται ο αμερικανός ιστορικός της επιστήμης Τζον Λάιλ στο πρόσφατο βιβλίο του με τίτλο «The Dirty Tricks Department: Stanley Lovell, the OSS and the Masterminds of World War II Secret Warfare» (εκδ. St. Martin’s Press).
Η λογική του Ντόνοβαν ήταν ότι «ο σύγχρονος πόλεμος απλώνεται σε πολύ περισσότερα μέτωπα από αυτά της μάχης. Ο κάθε εμπόλεμος επιζητεί την κυριαρχία σε ολόκληρο το πεδίο των επικοινωνιών. Κανένα αμυντικό σύστημα δεν θα είναι αποτελεσματικό αν δεν αναγνωρίσει το γεγονός αυτό και δεν βρει τρόπους ώστε να το διαχειριστεί». Η υπηρεσία που οραματιζόταν θα συμπεριλάμβανε τους τομείς της κατασκοπείας, του σαμποτάζ, της προπαγάνδας και της παραπληροφόρησης του εχθρού. Αρχικά ο Φράνκλιν Ρούζβελτ έδωσε τη συγκατάθεσή του στις 11 Ιουλίου 1941 – ο Ντόνοβαν έγινε διευθυντής πληροφοριών και επιφορτίστηκε με την ευθύνη να οργανώσει το σχετικό γραφείο. Μετά την ιαπωνική επίθεση στο Περλ Χάρμπορ και την είσοδο των ΗΠΑ στον πόλεμο οι διαδικασίες στελέχωσης επιταχύνθηκαν: στις 13 Ιουνίου 1942 ο Ρούζβελτ υπέγραφε το ιδρυτικό διάταγμα του Γραφείου Στρατηγικών Υπηρεσιών (Office of Strategic Services).
Ο Μοριάρτι συναντά τον Q
Ο Ντόνοβαν δεν ξεκινούσε από το μηδέν. Είχε ήδη επιλέξει και εκπαιδεύσει έναν μικρό αριθμό ικανών πρακτόρων, αντιμετώπιζε όμως την αμφιβολία του περίγυρου. Σε ένα ρεπορτάζ της «Washington Times-Herald» το προσωπικό του OSS λοιδορούνταν ως «πρώην παίκτες πόλο, εκατομμυριούχοι, ρώσοι πρίγκιπες, αγόρια της καλής κοινωνίας, επιστήμονες και ερασιτέχνες ντετέκτιβ» και «οι ωραιότερες, ζωηρότερες κοπέλες της καλύτερης καταγωγής που προηγουμένως αποφοιτούσαν από το στάδιο της ντεμπιτάντ σε εκείνο της βαρεμάρας». Για πολλούς στρατιωτικούς, τέτοιοι άκαπνοι ήταν άξιοι περιφρόνησης: το OSS ήταν γνωστό ως «Ο παράδεισος των φυγόστρατων» ή οι «Αδερφές της Ανατολικής Ακτής».
Επρόκειτο στην πραγματικότητα για μια παραμορφωμένη εικόνα του σαφάρι στο οποίο ο Ντόνοβαν είχε επιδοθεί σε επιχειρήσεις, εργαστήρια, πανεπιστήμια και ακαδημαϊκούς φορείς προκειμένου να εξασφαλίσει το κατάλληλο ανθρώπινο δυναμικό. Στο περιθώριο της στρατολόγησης εξήγησε στον Βάνεβαρ Μπους, διανοούμενο, εφευρέτη, πρύτανη της Σχολής Μηχανικών του ΜΙΤ, ανεπίσημο επιστημονικό σύμβουλο του Ρούζβελτ και επίσημο διευθυντή του Γραφείου Επιστημονικής Ερευνας και Ανάπτυξης, ότι αναζητούσε έναν «καθηγητή Μοριάρτι», το αντίστοιχο του πολυμήχανου εγκληματικού νου και ανταγωνιστή του Σέρλοκ Χολμς, για να αναλάβει την οργάνωση του τμήματος ερευνών. Ο Μπους πρότεινε έναν υφιστάμενό του, τον Στάνλεϊ Π. Λόβελ, πτυχιούχο χημικό του Πανεπιστημίου Κορνέλ με εικοσαετή πείρα στον επιχειρηματικό τομέα. Η επιλογή αποδείχθηκε εμπνευσμένη.
«Μοιάζω τόσο κακόβουλος όσο ο χαρακτήρας του Κόναν Ντόιλ;» ήταν η ατάκα του Λόβελ όταν ο Ντόνοβαν του εξέθεσε τα περί Μοριάρτι. «Σκασίλα μου πώς μοιάζεις» του απάντησε ο άλλος. «Χρειάζομαι κάθε ύπουλο μηχάνημα και βρώμικο κόλπο που μπορείς να φανταστείς κατά των Γερμανών και των Ιαπώνων. Και εσύ, Λόβελ, θα τα επινοήσεις όλα γιατί είσαι ο άνθρωπός μου». Πράγματι, από το 1941 ως το 1945 ο Λόβελ συγκρότησε ομάδες που κάλυψαν όλο το φάσμα των κατασκοπικών δραστηριοτήτων, από την εκπαίδευση πρακτόρων και τον εξοπλισμό τους ως την πλαστογράφηση εγγράφων και τη δράση πίσω από τις γραμμές του εχθρού.
Από τα εργαστήρια του OSS βγήκαν πυροκροτητές, μαγνητικές νάρκες που προσκολλώνταν σε πλοία, πιστόλια σε μορφή στιλό, τσιγάρων και άλλων συνέργων καπνιστού, οπλοπολυβόλα καμουφλαρισμένα σε ομπρέλες, μολύβια που απελευθέρωναν δακρυγόνα αέρια, αμφεταμίνες, αναισθητικά και δηλητηριώδη χάπια, μίνι φωτογραφικές μηχανές, αόρατες μελάνες και ένα εκρηκτικό με τη μορφή αλευριού. Ανάμεσα σε πλήθος ευφάνταστων συσκευών ξεχωρίζει ο «Τυφλοπόντικας», μια μαγνητική βόμβα με φωτοκύτταρο, σχεδιασμένη για να εκρήγνυται με την απότομη αλλαγή φωτός που ακολουθεί την είσοδο ενός τρένου σε τούνελ. Καθώς έπρεπε να βρίσκεται σε ορατό σημείο, κατά προτίμηση στην καμπίνα του οδηγού, και προκειμένου να μην απομακρυνθεί, ήταν εφοδιασμένη με μια επιγραφή στα γερμανικά: «Αυτή είναι μια Συσκευή Ελέγχου Κίνησης. Απαγορεύεται αυστηρά από την Κοινοπραξία Σιδηροδρόμων του Γ’ Ράιχ η οποιαδήποτε επέμβαση ή αφαίρεσή της. Οποιος προβεί σε τέτοια ενέργεια θα υποστεί βαρύτατες ποινές. Χάιλ Χίτλερ!». Συνολικά, υπολογίζεται ότι με τη βοήθεια παρόμοιων μηχανισμών οι πράκτορες του OSS κατέστρεψαν 9 τρένα, 51 γέφυρες, 277 οχήματα και προκάλεσαν τον θάνατο 5.447 στρατιωτών του εχθρού.
Το επίτευγμα του Λόβελ υπήρξε, σύμφωνα με τον Λάιλ, η οργάνωση μιας υπηρεσίας που έδινε σημασία και στις ελάχιστες των λεπτομερειών. Για παράδειγμα, ήδη από το 1940 ο παγκοσμίου φήμης συγγραφέας Τζον Στάινμπεκ είχε πείσει τον Ρούζβελτ ότι σε περίπτωση πολέμου οι ΗΠΑ θα έπρεπε να θεσπίσουν ένα τμήμα πλαστογραφίας: όταν ήρθε η ώρα να υλοποιηθεί η πρόταση, ο Λόβελ έβγαλε από τη φυλακή έναν παραχαράκτη ολκής, γνωστό με το παρωνύμιο «Τζιμ ο Γραφιάς», καταδικασμένο για πλαστογράφηση ομοσπονδιακών ομολόγων.
Υπό την επίβλεψή του η αρμόδια ομάδα του OSS τύπωνε τα πάντα, από διαβατήρια και άδειες οδήγησης ως σιδηροδρομικά πάσο και ξένα χαρτονομίσματα. Κατάλληλα παλαιωμένα με χημική επεξεργασία ή τρίψιμο με στάχτες και κόκκους καφέ, τα έγγραφα αυτά ήταν πρακτικά αδύνατον να τα διακρίνει κανείς από τα αυθεντικά. (Επιπλέον, πολλά ήταν σε βρώσιμο χαρτί, με ενσωματωμένη δόση ζαχαρίνης, ώστε να καταπίνονται αν απαιτείτο η άμεση καταστροφή τους.) Σε μια επίσκεψή του, οι εργαζόμενοι του τμήματος χάρισαν στον Ντόνοβαν μια ταυτότητα της Γκεστάπο με ένστολη φωτογραφία και υπογραφή «Βίλχελμ φον Ντόνοβαν» τόσο αληθοφανή ώστε ο στρατηγός να αποφασίσει να την επιδείξει στο Κογκρέσο ως απτό δείγμα ορθής χρήσης των κρατικών κονδυλίων. Στο μεταξύ η καριέρα του «Γραφιά» έληξε με την εξαφάνισή του λίγο πριν από το τέλος του πολέμου προκειμένου να εξασφαλίσει ότι δεν θα χρειαζόταν να εκτίσει το υπόλοιπο της ποινής του. Αφησε στον Λόβελ ένα ευχαριστήριο σημείωμα («αφιερωμένο σε ένα αφεντικό με κατανόηση»), γραμμένο με τον ίδιο του τον γραφικό χαρακτήρα.
Μεταμφιέσεις, εκρηκτικές νυχτερίδες και φωσφορίζουσες αλεπούδες
Παρόμοια ενδελεχής προετοιμασία συνόδευε τις αποστολές στο εξωτερικό. Η απαραίτητη ένδυση, οι γλωσσικές γνώσεις, η συμπεριφορά μελετώνταν εξονυχιστικά – ακόμη και το παρουσιαστικό του πράκτορα άλλαζε, αν υπήρχε ανάγκη. Ενδεικτική είναι η περίπτωση της ατρόμητης Βιρτζίνια Χολ, η οποία, παρά το προσθετικό πόδι που είχε αναγκαστεί να χρησιμοποιεί εξαιτίας ενός κυνηγετικού ατυχήματος, σε συνεργασία με την ομόλογη βρετανική οργάνωση SOE, εισχώρησε στη Νότια Γαλλία το καλοκαίρι του 1941. Βάφοντας τα μαλλιά της γκρι, ζωγραφίζοντας ρυτίδες, τροχίζοντας τα δόντια της με τη βοήθεια οδοντιάτρου, η 35χρονη Αμερικανίδα μετατράπηκε σε ηλικιωμένη γαλλίδα χωρική και μέχρι τη διαφυγή της, τον Νοέμβριο του 1942, διηύθυνε ένα εξαιρετικά επιτυχημένο δίκτυο σαμποτέρ. Στον ελεύθερο χρόνο της έβοσκε ένα κοπάδι γίδες, όπως προέβλεπε ο χαρακτήρας της «Μαρσέλ Μοντάν» που της είχε οριστεί από τους εκπαιδευτές της.
Δεν υπήρξαν βέβαια όλες οι δραστηριότητες του OSS εξίσου επιτυχείς. Μια από τις πρώτες πρωτοβουλίες του Ντόνοβαν ήθελε απλούς πολίτες να καταθέτουν τις ιδέες τους για την ανάπτυξη στρατιωτικών τεχνολογιών. Από αυτή την προσπάθεια προέκυψε η σατανική σύλληψη επιδρομών στην Ιαπωνία με χιλιάδες νυχτερίδες που θα έφεραν δεμένες επάνω τους βόμβες. Το σχέδιο δοκιμάστηκε (και απέτυχε παταγωδώς) το 1943. Ο εμπνευστής του Λάιτλ Ανταμς, οδοντίατρος και ερασιτέχνης εφευρέτης, θυμάται μια χαρακτηριστική σκηνή από τη συνάντησή του με έναν στρατηγό: «Μη μου πεις ότι είσαι κι εσύ από αυτούς τους τρελούς που θέλουν να φτιάξουν βόμβες από άτομα;» τον ρώτησε. Ο Ανταμς το αρνήθηκε κατηγορηματικά – και με γερή δόση αυτοσαρκασμού: «Εδώ έχουμε μια σίγουρη ιδέα με τις νυχτεριδοβόμβες, με τις οποίες θα μπορούσαμε να κερδίσουμε τον πόλεμο και αυτοί κάθονται και τον παίζουν με τα άτομα». Την ίδια περίπου περίοδο, έχοντας εξασφαλίσει πρόσβαση σε έναν αγρότη της περιοχής του Μπερχτεσγκάντεν, όπου βρισκόταν το αλπικό καταφύγιο του Χίτλερ, ο Λόβελ πίστευε ότι θα μπορούσε να εισαγάγει θηλυκές ορμόνες στο χορτοφαγικό του μενού: το αποτέλεσμα θα ήταν «το μουστάκι του να πέσει, η φωνή του να γίνει σοπράνο και να αποκτήσει γυναικομαστία». Εξίσου αμφίβολης αποτελεσματικότητας υπήρξαν οι προτάσεις του τμήματος ψυχολογικού πολέμου να βομβαρδιστεί η Καγκελαρία με πορνογραφικά περιοδικά και να αμοληθούν στην Ιαπωνία φωσφορίζουσες αλεπούδες, οιωνός επερχόμενης καταστροφής για τους σιντοϊστές Ιάπωνες, προορισμένος να συντελέσει στην πτώση του ηθικού τους.
Κατά τον Τζον Λάιλ, το OSS άφησε μια κληρονομιά διόλου ευκαταφρόνητη. Παρά τη διάλυσή του τον Σεπτέμβριο του 1945, υπήρξε σταθμός στη διαδρομή των οργανισμών πληροφοριών. Αφενός, γιατί «δεν φοβηθήκαμε να κάνουμε λάθη», όπως επεσήμανε στον αποχαιρετιστήριο λόγο προς το προσωπικό του ο Γουίλιαμ Ντόνοβαν – η εμπόλεμη κατάσταση απαιτούσε δραστικά μέτρα και την απόκτηση εμπειρίας μέσω δοκιμής και πλάνης. Αφετέρου, γιατί έγινε το οργανωτικό και επιχειρησιακό πρότυπο για τη CIA, η οποία ιδρύθηκε δύο χρόνια μετά το τέλος των εχθροπραξιών για να ανταποκριθεί στις ανάγκες του Ψυχρού Πολέμου. Ο Σταν Λόβελ, μάλιστα, διετέλεσε επί αρκετά χρόνια εξωτερικός σύμβουλος της νέας υπηρεσίας. Στις ουκ ολίγες άτυχες στιγμές εκείνης ήταν τα φαντάσματα των επιτυχημένων προκατόχων, του «Αγριου Μπιλ» και του «καθηγητή Μοριάρτι», που θα στοίχειωναν τους διαδόχους τους.